3,273,762
edits
(6_10) |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
||
(30 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fonikos | |Transliteration C=fonikos | ||
|Beta Code=foniko/s | |Beta Code=foniko/s | ||
|Definition= | |Definition=φονική, φονικόν,<br><span class="bld">A</span> [[inclined to slay]], [[murderous]], γένος φονικώτατον Th.7.29, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''252c, [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.33, J.''BJ''2.21.1 (Sup.), Ael.''VH''14.41 (Comp.), Hierocl. ''in CA''11p.440M., etc.; <b class="b3">φ. ἀδίκημα</b> [[blood]]-guiltiness, Lycurg.52; τὸ φ. [[a murderous disposition]], Ael.''VH''2.17, 6.8; <b class="b3">οἱ φονικώτατοι</b> (''[[sc.]]'' [[πυρετοί]]) [[most malignant]], Hp.''Judic.''7. Adv. [[φονικῶς]] Demetr.Lac.''Herc.''1014.37, Poll.6.192; πολεμεῖν Polyaen.4.3.30: Comp. φονικώτερον J.''BJ''4.9.10; -ωτέρως Lyd. ''Ost.''56.<br><span class="bld">II</span> [[of murder]] or [[homicide]], <b class="b3">φ. δίκαι</b> trials [[for homicide]], Antipho 4.1.1, Arist.''Pol.''1275b10; <b class="b3">φ. νόμοι</b> laws [[respecting homicide]], D.9.44, 21.43; φ. δικαστήριον Arist.''Pol.''1300b24; τὰ φ. [[murderous acts]], [[homicides]], Isoc.4.40, Arist.''Pol.''1269a1, 1274b24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] 1) den Mord betreffend, sich auf den Mord beziehend; δίκαι Antiph. 4 α 1; περὶ τῶν φονικῶν ἐγκαλεῖν Isocr. 4, 40. – 2) zum Morde geneigt; Thuc. 7, 29; Plat. Phaedr. 252 c; [[γυνή]] Plut. Thes. 9; τὸ φονικόν Mordlust, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] 1) den Mord betreffend, sich auf den Mord beziehend; δίκαι Antiph. 4 α 1; περὶ τῶν φονικῶν ἐγκαλεῖν Isocr. 4, 40. – 2) zum Morde geneigt; Thuc. 7, 29; Plat. Phaedr. 252 c; [[γυνή]] Plut. Thes. 9; τὸ φονικόν Mordlust, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne le meurtre]], [[l'assassinat]] : φονικοὶ νόμοι DÉM lois concernant le meurtre ; τὰ φονικά ISOCR actes homicides;<br /><b>2</b> [[porté au meurtre]], [[sanguinaire]], [[cruel]] ; τὸ φονικόν ÉL dispositions sanguinaires.<br />'''Étymologie:''' [[φόνος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φονικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[касающийся убийства]] (δίκαι Arst.; νόμοι Dem.);<br /><b class="num">2</b> [[любящий убивать]], [[кровожадный]] (τὸ τῶν Θρᾳκῶν [[γένος]] Thuc.; [[Ἄρεος]] θεραπυταί Plat.; [[γυνή]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φονικός''': -ή, -όν, ([[φόνος]]) ῥέπων πρὸς φόνον, [[αἱμοχαρής]], [[αἱματηρός]], γένος φονικώτατον Θουκ. 7. 29, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 252C, Διόδ. 18. 33, Αἰλ. κλπ.· φ. [[ἀδίκημα]] Λυκοῦργ. 154. 29· τὸ φονικόν, [[διάθεσις]] πρὸς φόνον, φονικὴ [[διάθεσις]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 17, κλπ. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς φόνον ἢ ἀνθρωποκτονίαν, φ. δίκαι Ἀντιφῶν 125. 19, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 10· φ. νόμοι, περὶ ἀνθρωποκτονίας πραγματευόμενοι, Δημ. 122. 13, 528. 6, κλπ.· φ. [[δικαστήριον]] Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 16, 2· τὰ φονικά, πράξεις φονικαί, δολοφονίαι, φόνοι, ἀνθρωποκτονίαι, Ἰσοκρ. 48C, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 20., 2. 12, 14· [[ὡσαύτως]], τὸ φονικὸν [[αὐτόθι]] 4. 16, 2. ― Ἐν χρήσει μόνον παρὰ τοῖς πεζολόγοις, ἴδε τὸ ἑπόμενον. | |lstext='''φονικός''': -ή, -όν, ([[φόνος]]) ῥέπων πρὸς φόνον, [[αἱμοχαρής]], [[αἱματηρός]], γένος φονικώτατον Θουκ. 7. 29, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 252C, Διόδ. 18. 33, Αἰλ. κλπ.· φ. [[ἀδίκημα]] Λυκοῦργ. 154. 29· τὸ φονικόν, [[διάθεσις]] πρὸς φόνον, φονικὴ [[διάθεσις]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 17, κλπ. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς φόνον ἢ ἀνθρωποκτονίαν, φ. δίκαι Ἀντιφῶν 125. 19, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 10· φ. νόμοι, περὶ ἀνθρωποκτονίας πραγματευόμενοι, Δημ. 122. 13, 528. 6, κλπ.· φ. [[δικαστήριον]] Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 16, 2· τὰ φονικά, πράξεις φονικαί, δολοφονίαι, φόνοι, ἀνθρωποκτονίαι, Ἰσοκρ. 48C, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 20., 2. 12, 14· [[ὡσαύτως]], τὸ φονικὸν [[αὐτόθι]] 4. 16, 2. ― Ἐν χρήσει μόνον παρὰ τοῖς πεζολόγοις, ἴδε τὸ ἑπόμενον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[φονικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φόνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φόνο ή στον φονιά<br /><b>2.</b> αυτός που επιφέρει θάνατο (α. «φονικό όπλο» β. «φονικὸν [[φάρμακον]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως ουσ., στην αρχ. στον πληθ.) <i>το φονικό</i> και <i>τὰ φονικά</i><br />ο [[φόνος]], οι φόνοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] σε δολοφονίες, [[αιμοχαρής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[διάθεση]] για [[διάπραξη]] φόνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φονικώς]] / <i>φονικῶς</i>, ΝΑ, και <i>φονικά</i> Ν<br />με φονικό τρόπο, με φόνο, με σκοτωμό. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φονικός:''' -ή, -όν ([[φόνος]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ρέπει στο φόνο, [[δολοφονικός]], [[αιμοβόρος]], [[αιμοδιψής]], σε Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει σε φόνο ή σε [[ανθρωποκτονία]], σε Δημ.· <i>τὰ φονικά</i>, δολοφονικές πράξεις, φόνοι, ανθρωποκτονίες, σε Ισοκρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φονικός]], ή, όν [[φόνος]]<br /><b class="num">I.</b> inclined to [[slay]], [[murderous]], [[bloody]], [[sanguinary]], Thuc., Plat.<br /><b class="num">II.</b> of [[murder]] or [[homicide]], φ. δίκαι trials for [[homicide]], Arist.; φ. νόμοι laws [[respecting]] [[homicide]], Dem.; τὰ φ. [[murderous]] acts, [[murder]], [[homicide]], Isocr. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[blood thirsty]] | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[caedis avidissimus]]'', [[most eager for slaughter]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.29.4/ 7.29.4]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[murderous]]=== | |||
Arabic: قَتُول; Aramaic Classical Syriac: ܩܛܘܠܐ; Armenian Old Armenian: մարդասպան; Catalan: assassí; Czech: vražedný; Dutch: [[moordzuchtig]]; Esperanto: murda, murdema; Finnish: murhaava, murhanhimoinen; French: [[meurtrier]]; Georgian: სასიკვდილო; German: [[mörderisch]]; Greek: [[δολοφονικός]], [[φονικός]]; Ancient Greek: [[ἀνθρωποκτόνος]], [[ἀνδροθνής]], [[ἀκρόχειρος]], [[βροτοκτόνος]], [[ἀνδροκμής]], [[αὐτόχειρ]], [[αὐθέντης]], [[ἀνδροδάικτος]], [[φονικός]]; Hungarian: gyilkos; Italian: [[letale]], [[micidiale]], [[mortale]], [[omicida]], [[omicidiario]]; Latin: [[internecivus]]; Latvian: slepkavīgs; Malayalam: കൊലപാതക; Middle English: dedly; Norwegian Bokmål: morderisk; Nynorsk: mordarisk; Romanian: asasin, ucigaș, ucigător; Russian: [[кровавый]]; Sanskrit: हिंस्र; Serbo-Croatian Cyrillic: у̏битачан, у̀бојит; Roman: ȕbitačan, ùbojit; Spanish: [[asesino]], [[homicida]]; Swedish: mordisk; Yiddish: מערדעריש, רציחהדיק, רצחניש | |||
}} | }} |