αἴρω: Difference between revisions

17,033 bytes added ,  Saturday at 15:31
m
Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(56 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=airo
|Transliteration C=airo
|Beta Code=ai)/rw
|Beta Code=ai)/rw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[ἀείρω]].</span>
|Definition=v. [[ἀείρω]].
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''αἴρω''': (ἐπιτεταμ. Ἐπ. καὶ ποιητ. [[ἀείρω]], ὃ ἴδε): μέλλ. ἀρῶ [] (τὸ ὁποῖον σπανίως συμβαίνει ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ, ἴδε κατωτέρ.)· πρέπει ἀπὸ τούτου νὰ διακρίνωμεν τὸ ἀρῶ [] συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀερῶ, μέλλ. τοῦ [[ἀείρω]]: ― ἀόρ. ἦρα, Ἡρόδ. 9. 59, Αἰσχύλ. Ἀγ. 47, Θουκ., μὲ ᾱ εἰς ὅλας τὰς ἐγκλίσεις· ― προστακτ. ἆρον· ― ὑποτακτ. ἄρῃς· ― εὐκτ. ἄρειας· ― μετοχ. ἄρας [ᾱ], Αἰσχύλ., Σοφ.· ― ἀπαρ. ἆραι, Καλλ. Δήμ. 35: ― πρκμ. ἦρκα, Δημ. 786. 4, (ἀπ-), Θουκ. 8. 100: ― ὑπερσυντ. ἤρκεσαν (ἀπ-), Δημ. 387. 28. ― Μέσ., Εὐρ. Ἠλ. 360, Θουκ. 4. 60: ― παρατ. ᾐρόμην, Σοφ. Ἀντ. 907· μέλλ. ἀροῦμαι [], ὁ αὐτ. Ο. Κ. 460, Αἴ. 75· ([[ἔνθα]] ἀρεῖ φαίνεται οὖσα ἡ ὀρθὴ γραφή), Πλάτ. Νόμ. 969Α· [[ἀρέομαι]], Πινδ. Π. 1. 146. (περὶ τοῦ ἀροῦμαι [ᾱ] ἴδε [[ἀείρω]]): ― ἀόρ. αϳ ἠράμην, Ἰλ. Ξ. 510. Εὐρ., Πλάτ., ― μὲ ᾱ καθ’ ὅλας τὰς ἐγκλίσεις: ― ὑποτακ. ἄρῃ· ― εὐκτ. ἀραίμην· ― ἀπαρ. ἄρασθαι· ― μετοχ. ἀράμενος, Σοφ., Εὐρ., καὶ παρὰ πεζοῖς: ― παρ’ Ἐπ. ποιηταῖς καὶ ἀόρ. βϳ ἀρόμην [] Ἰλ. Λ. 625, Ψ. 592· ― Ἐπ. ὑποτακ. ἄρηαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 632· ― ἄρηται, Ἰλ. Μ. 435· εὐκτ. ἀροίμην, Ἰλ., Τραγ. ― ἀπαρέμ. ἀρέσθαι, Ὅμ., Σοφ., Αἴ. 245· ― μετοχ. ἀρόμενος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 168· ― πρκμ. (μ. μέσ. σημασ.) ἦρμαι, Σοφ. Ἠλ. 54. ― Παθ. μέλλ. ἀρθήσομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 565: ― ἀόρ. ἤρθην, Αἰσχύλ., Θουκ., κτλ. καὶ ἐπαρθείς, κτλ. ἔτι καὶ παρ’ Ἡροδ. 1. 90, κτλ.: ― πρκμ. ἦρμαι, Εὐρ. Ἀποσπ. 1029, Θουκ., ἀλλὰ μ. μέσ. σημασ. Σοφ. Ἠλ. 54. ― Πρβλ. ἀν-, ἀντ-, ἀπ-, δι-, εἰσ-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-, μετ-, προσ-, συν-, ὑπεραίρω. (Περὶ τῆς ρίζης ἴδε [[ἀείρω]]. Ὁ Κούρτιος νομίζει ὅτι οἱ χρόνοι οἱ ἔχοντες τὸ ᾰ, [[ἤτοι]] μέλλ. ἀρεῖσθαι, ἀόρ. βϳ ἀρέσθαι, δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ ἀνήκωσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, εἰς ἣν καὶ οἱ ἔχοντες ᾱ, μέλλ. ἀρῶ (ἴδε ἐν λ. [[ἀείρω]]), ἀόρ. αϳ ἆραι, ἄρασθαι: ἀναμφιβόλως ὁ μνημονευθεὶς μέλλων ἀνήκει εἰς τὸ [[ἀείρω]], ἀλλ’ οἱ τύποι τοῦ ἀορίστου δυνατὸν νὰ προέκυψαν ἐκ τοῦ [[αἴρω]], ἀνεξαρτήτως τοῦ [[ἀείρω]], [[ὅπως]] τὸ [[φαίνω]], μέλλ. φανῶ, ἔχει ὡς ἀόρ. αϳ ἔφηνα). Α. Ἐνεργ. σηκώνω, ὑψώνω, [[ἀνατείνω]], [[ἐγείρω]], νέκυν, Ἰλ. Ρ. 724 (τὸ μόνον [[παράδειγμα]] παρ’ Ὁμήρ. [[ἔνθα]] τὸ [[αἴρω]] κεῖται ἀντὶ τοῦ [[ἀείρω]])· [[οὕτως]]: ἔμπνους ἀρθείς, Ἀντιφῶν 116. 7: [[ἐγείρω]], [[ὑποβαστάζω]] τινά, Σοφ. Φ. 879· ἀπὸ γῆς αἴρ., Πλάτ. Τίμ. 90Α· [[συχν]]. κατὰ μετοχ., ἄρας ἔπαισε, ὑψώσας (τὰς περόνας) ἐκτύπησε, Σοφ. Ο. Τ. 1270· ― σηκώνω [[ἐπάνω]] μου, [[φέρω]], [[μεταφέρω]], τινί τι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1339. ― Φράσεις: αἴρειν βῆμα, = βαδίζειν, περιπατεῖν, Εὐρ. Τρῳ. 342· αἴρ. σκέλη, περὶ ἵππου, Ξεν. Ἱπ. 10. 15· πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων πορείας 11. 3: ― ὀρθὸν αἴρειν τὸ [[κάρα]], Αἰσχύλ. Χο. 496· ὀφθαλμὸν ἄρας, Σοφ. Τρ. 795· ἄρασα μύξας (τους μυκτῆρας), ἐπὶ ἐλάφου, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 110· ― αἴρ. [[τεῖχος]] ἱκανόν, Θουκ. 1. 90. πρβλ. 2. 75· αἴρ. [[σημεῖον]], [[κάμνω]] [[σημεῖον]], Ξεν. Κύρ. 7. 1, 23· αἴρ. μηχανήν, παρουσιάζω ἀπροσδόκητον σκηνὴν ἐν τῷ θεάτρῳ, Ἀντιφ. ἐν «Ποιήσει» 1. 15· αἴρ. θεούς, ἀναβιβάζειν (ἐπὶ τραγῳδοποιῶν), Πλάτ. Κρατ. 425D. ― Παθ., [[ἀναβαίνω]] ὑψηλά, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5· ἄνω ἀρθῆναι, ἀναβῆναι ὑψηλὰ ἐν τῷ οὐρανῷ· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἱππ. Ἀέρ. 283. ([[οὕτως]] ἀμετάβ. ἐν τῇ ἐνεργ. φωνῇ) ὡς ἄν... [[ἥλιος]] αἴρῃ, Σοφ. Φ. 1331· συλλαμβάνομαι, «πιάνομαι», Sublimis rapi, Ἀριστοφ. Ἀχ. 565· πρβλ. 571. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ στρατιῶν, καὶ πλοίων, αἴρ. τὰς [[ναῦς]], ἀπομακρύνω τὰ πλοῖα ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, Θουκ. 1. 52· [[ὡσαύτως]] ἀμετάβ. εἶμαι ἕτοιμος δι’ ἀναχώρησιν, ἀναχωρῶ, ἐκκινῶ, ἆραι τῷ στρατῷ, ὁ αὐτ. 2. 12· [[οὕτως]] ἀπολ. αὐτόθ. 23: ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸ παθ. ἀερθῆναι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, πρβλ. [[ἀείρω]], [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. τύπον, Σοφ. Τρ. 1235. ΙΙ. [[φέρω]], [[ὑποφέρω]], [[μόρον]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 547· [[ἆθλον]], Σοφ. Τρ. 80. ΙΙΙ. [[ἐγείρω]], ἀνυψῶ, [[μεγαλύνω]], ἀπὸ σμικροῦ δ’ ἂν ἄρειας μέγαν, Αἰσχύλ. Χο. 262· πρβλ. 791· ὄλβον ὃν [[Δαρεῖος]] ἦρεν, ὁ αὐτ. Πέρσ. 164: ― ἰδίως ἐπὶ ὑπερηφανείας καὶ ὀργῆς, [[ἐξερεθίζω]], [[αὐξάνω]], [[ὑψοῦ]] αἴρειν θυμόν, ἐπὶ [[μᾶλλον]] καὶ [[μᾶλλον]] ἐξάπτομαι, Σοφ. Ο. Τ. 914· αἴρειν [[θάρσος]], λαμβάνειν, ἀντλεῖν θάρρος, Εὐρ. κτλ. πρβλ. κατωτέρ. Β: ― Παθ. ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι, αὐξάνομαι· ἡ [[δύναμις]] ᾔρετο, Θουκ. 1. 118· ᾔρετο τὸ [[ὕψος]] τοῦ τείχους μέγα, ὁ αὐτ. 2. 75· ἤρθη [[μέγας]], ἐγένετο [[μέγας]], Δημ. 20. 9· ― οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην, Σιμων. 111· ἀρθῆναι φόβῳ, δείμασι, Αἰσχύλ. Θήβ. 196, Εὐρ. Ἑκ. 68· ― ἀπολ. ἐξερεθίζομαι, ἐξεγείρομαι, Σοφ. Ἀντ. 111. 2) ἐξυψῶ διὰ λόγων, ἑπομ. ὑμνῶ, ἐπαινῶ, [[μεγαλύνω]], Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 322, κτλ. ― αἴρειν λόγῳ, ἐξογκώνω διὰ λόγων, Δημ. 537, 13. IV. ἀφαιρῶ, μετακινῶ· ἀπό με τιμῶν ἦραν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 880· τινὰ ἐκ πόλεως, Πλάτ. Πολ. 578Ε. - [[καθόλου]], ἀφαιρῶ ἐκ μέσου, θέτω [[τέρμα]] εἴς τι, τὰ κακά, Εὐρ. Ἠλ. 942· αἴρ. τραπέζας, δίδω [[τέλος]] εἰς τὸ [[δεῖπνον]], «σηκώνω τὸ τραπέζι», Μένανδ. ἐν «Κεκρυφάλῳ», 2· ἀρθέντος τοῦ αἰτίου, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 36. 2) ἀφαιρῶ τι ἔκ τινος πράγματος, μ. γεν. Αἰσχύλ. Εὐμ. 846. 3) μεταγ. [[ἐκβάλλω]] ἐκ τοῦ μέσου, [[φονεύω]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδ΄, 39., κ. Λουκ. κγ΄, 18, κτλ. Β. Μέσ., [[μετὰ]] παθ. πρκμ. ἦρμαι, (ἴδε ἀνωτ.), [[λαμβάνω]] ἢ [[κομίζω]] τι δι’ ἐμαυτὸν ἢ ὅ, τι [[εἶναι]] [[ἴδιον]] [[ἐμαυτοῦ]], κτῶμαι, [[κερδαίνω]], [[κλέος]] ἐσθλὸν ἄροιτο, Ἰλ. Ε. 3. πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 969Α· ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο (ἐπὶ ἵππων), Ἰλ. Ι. 124· [[κῦδος]] ἀρέσθαι, Ι. 303, Ὀδ. Χ. 253: - Ἐντεῦθεν, [[ἁπλῶς]] [[δέχομαι]], [[λαμβάνω]]· [[ἕλκος]] ἀρέσθαι, Ἰλ. Ξ. 130· τόλμαν, Πινδ. Ν. 7. 87: οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., δειλίαν ἀρεῖ ([[οὕτως]] ὁ Schneidew. ἀντὶ ἀρεῖς), θὰ ἐπισύρῃς..., Σοφ. Αἴ. 75· ὄγκον ἀρ., [[ὑπερηφανεύομαι]], φουσκώνω, [[αὐτόθι]] 129, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 277Β. ΙΙ. [[λαμβάνω]] [[ἐπάνω]] μου, ὑφίσταμαι, [[ὑπέχω]], σηκώνω· οὐδ’ ἂν [[νηῦς]]... [[ἄχθος]] ἄροιτο, Ἰλ. Υ. 247· [[ἄγος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 167· πόνον, Σοφ. Ἀντ. 907· βάρος, Εὐρ. Κύκλ. 473. 2) ἐπιχειρῶ, [[ἀρχίζω]], πόλεμον, Αἰσχύλ. Ἱκ. 341. Θουκ. 4. 60. Δημ. 58. 7· κίνδυνον, Ἀντιφῶν 136.44· [[νεῖκος]], ἔχθραν, κτλ., Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 986, 991: - [[ὡσαύτως]] φυγὴν ἀρέσθαι, fugam capere, Αἰσχύλ. Πέρσ. 481. Εὐρ. Ρῆσ. 54· οὕτω: ποδοῖν κλοπάν, Σοφ. Αἴ. 247. ΙΙΙ. [[ἐγείρω]], [[ἀνεγείρω]], σωτῆρά τινα, Σοφ. Ο. Κ. 460· ἐπὶ ἤχων, αἴρεσθαι φωνήν, ὑψώνω τὴν φωνήν μου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 546· [[πένθος]], Σοφ. Ο. Τ. 1225. IV. ὡς τὸ ἐνεργ. [[λαμβάνω]] ἐκ τοῦ μέσου, ἀφαιρῶ, Εὐρ. Ι. Τ. 1201.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ép., jón., lír. [[ἀείρω]] A.<i>Pers</i>.660, lesb. [[ἀέρρω]] Alc.363, Sapph.111.3<br /><b class="num">• Morfología:</b> pres. part. med. fem. plu. [[ἀυηρομέναι]] Alcm.1.63; aor. ind. act. ἤροσα [[LXX]] <i>Io</i>.3.14, subj. ἀέρσω Panyas.17.13, cret. part. ac. plu. ἤραντας <i>ICr</i>.4.181.8 (Gortina II a.C.); perf. 2<sup>a</sup> sg. ἦρκες <i>PMich</i>.216.28 (III d.C.); plusperf. med.-pas. 3<sup>a</sup> sg. [[ἄωρτο]] <i>Il</i>.3.272, 19.253, Theoc.24.43<br /><b class="num">A</b> tr.<br /><b class="num">I</b> c. mov. ‘[[hacia arriba]]’<br /><b class="num">1</b> [[levantar]], [[alzar]] στεφάνην <i>Il</i>.10.30, [[δέπας]] <i>Il</i>.11.637, (κυνέην) ἀπὸ [[ἕθεν]] ὑψόσ' ἀείρας <i>Il</i>.10.465, με αἴ. ἀπὸ χθονός <i>IG</i> 12(3).449 (Tera VI/V a.C.), ἀπὸ γῆς ἡμᾶς αἴ. Pl.<i>Ti</i>.90a, cf. [[ἔμπνους]] ἔτι ἀρθείς levantado del suelo todavía vivo</i> Antipho 2.1.9<br /><b class="num">•</b>[[izar]] ἱστὸν ... στῆσαν ἀείραντες <i>Od</i>.15.290, ἱστία ... στεῖλαν ἀείραντες <i>Od</i>.3.11, cf. A.R.2.1229, κεραίας [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.12, τὴν Ἱερὰν (ἄγκυραν) Plu.<i>Cor</i>.32<br /><b class="num">•</b>mismo sent. en v. med. ἱστία Hdt.8.56, cf. E.<i>Fr</i>.81D.<br /><b class="num">•</b>en escenografía μηχανήν Antiph.189.15, θεούς Pl.<i>Cra</i>.425d<br /><b class="num">•</b>[[levantar]], [[enarbolar]] τοῖς κέρασι σημεῖον hacer una señal a las alas (levantando algo)</i>, X.<i>Cyr</i>.7.1.23<br /><b class="num">•</b>[[levantar]] algo para [[herir]] o [[golpear]] [[ἔγχος]] <i>Il</i>.8.424, ἐφ' ἵπποιιν μάστιγας <i>Il</i>.23.362, ἄρας (περόνας) ἔπαισεν alzando (los broches) se los clavó</i> S.<i>OT</i> 1270<br /><b class="num">•</b>gener. de partes del cuerpo χεῖρας (para [[orar]]) <i>Il</i>.7.130, <i>Od</i>.11.423, [[LXX]] <i>Ps</i>.27.2, para votar ἀράτω τὴν χεῖρα <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1368.23 (II d.C.), σκέλη [[ἄνω]] αἴ. ἵππος X.<i>Eq</i>.10.15, Arist.<i>IA</i> 710<sup>b</sup>20, τὸ κάρα A.<i>Ch</i>.496, μύξας S.<i>Fr</i>.89, ὀφθαλμὸν ἄρας levantando la vista</i> S.<i>Tr</i>.795, ὁ τὰς ὀφρῦς αἴρων de un [[pedante]], Diph.86.4, Men.<i>Fr</i>.37, 349<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. κεφαλὴν ἀραμένη Plb.21.38.5<br /><b class="num">•</b>[[levantar]] la cabeza de la víctima en el sacrificio πατὴρ φίλον υἱὸν ἀείρας Emp.B 137<br /><b class="num">•</b>en v. med. τὸν βοῦν αἴρεσθαι Thphr.<i>Char</i>.27.5, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1028.10, 13, 28 (I a.C.), pero ταῦρον [[ἀράμενοι]] κομίζουσι πρὸς τὸ ἱερόν subiéndose un toro sobre los hombros lo llevan al [[templo]]</i> Paus.8.19.2<br /><b class="num">•</b>c. sent. hostil ἦρε τὰς χεῖρας ... πρός τὸν ... αὐλητήν lazó los puños contra el flautista</i> Plb.30.22.10, ἤραντο κατὰ Χριστοῦ χεῖρας Eus.<i>DE</i> 1.1 (p.4.28)<br /><b class="num">•</b>c. sent. obsceno [[αἴρειν]] τὰ σκέλη Ar.<i>Ec</i>.265<br /><b class="num">•</b>ref. al acto de andar εὔμαριν ἀείρων levantando la [[sandalia]]</i> A.<i>Pers</i>.660, κοῦφον αἴ. βῆμ' andar con paso ligero</i> E.<i>Tr</i>.342.<br /><b class="num">2</b> fig. [[levantar]], [[suscitar]] (φήμη κακή) κούφη μὲν ἀεῖραι Hes.<i>Op</i>.761, [[δείδια]] ... μή σ' Ὕβρις ἐνὶ φρεσὶ θυμὸν ἀέρσῃ Panyas.17.13, πόλεμον Plb.11.4.6<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. νεῖκος Thgn.90, E.<i>Heracl</i>.966, πόλεμον A.<i>Supp</i>.342, [[αἴρεσθαι]] ... τὸ [[ῥόθιον]] [[levantar]] un [[torrente]] de [[aplauso]]s</i> Ar.<i>Eq</i>.546, cf. Hdt.7.132, Th.4.60, D.5.5, Plb.7.9.13, κίνδυνον Antipho 5.63<br /><b class="num">•</b>[[levantar]], [[aumentar]], [[engrandecer]] ὄλβον A.<i>Pers</i>.164, θυμόν S.<i>OT</i> 914, [[θάρσος]] [[cobrar]] [[valor]]</i> E.<i>IA</i> 1598, ἀπὸ σμικροῦ δ' ἂν ἄρειας μέγαν δόμον A.<i>Ch</i>.262, . τῷ λόγῳ τὸ πρᾶγμα [[exagerar]]</i> D.21.71<br /><b class="num">•</b>en v. med. ὄγκον S.<i>Ai</i>.129, cf. Pl.<i>Plt</i>.277b<br /><b class="num">•</b>de pers. [[exaltar]], [[alabar]] (σε) ὑψηλὸν ἀρῶ E.<i>Heracl</i>.322.<br /><b class="num">II</b> según el cont. indique mov. [[hacia]]’ o ‘[[desde]]’<br /><b class="num">1</b> [[levantar y traer o llevar]] de cosas μή μοι οἶνον ἄειρε no me traigas vino</i>, <i>Il</i>.6.264, νέκυν <i>Il</i>.17.724, πίνακας <i>Od</i>.1.141<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τύπωμα ... ᾐρμένοι χεροῖν S.<i>El</i>.54, κανοῦν Ar.<i>Au</i>.850<br /><b class="num">•</b>[[llevar]], [[transportar]] (en [[vehículo]]) μῆλα ... ἐξ' Ἰθάκης ... ἄειραν νηυσί <i>Od</i>.21.18, κτήματ' ... ὅσα οἱ νέες [[ἄχθος]] ἄειραν <i>Od</i>.3.312, ἐπ' ἄμαξαν ... [[ἄχθος]] ἀείρας Hes.<i>Op</i>.692, ἦρκα τὰ σπέρματα εἰς Σεμολώ <i>PSarap</i>.102.2 (II d.C.), un cadáver a enterrar <i>PFay</i>.103.3 (III d.C.), en v. pas. φορέ(τρου) κε(ραμίων) αἰρομένων ἀπὸ ἡλι<α>στ(ηρίου) εἰς πλοῖον <i>PSarap</i>.56.27 nota (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. en v. pas. [[ser arrebatado o arrastrado]] φόβῳ A.<i>Th</i>.214, δείμασι E.<i>Hec</i>.69, c. ac. de rel. ἣ ... οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην Simon.85D.<br /><b class="num">•</b>ref. a un ejército o [[escuadra]] [[poner en movimiento]] τὰς ναῦς Th.1.52, στόλον A.<i>Pers</i>.795, cf. <i>A</i>.46, ref. a pers. individuales ἆρον Στρουθὸν μετ' ἐσοῦ llévate a Estruto contigo</i>, <i>PCair.Isidor</i>.133.11 (III d.C.), ἦρεν αὐτὸν πρὸς τὴν μητέρα [[LXX]] 4<i>Re</i>.4.20<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[coger para sí]], [[alzar]], [[coger en alto]] (πέπλων) ἕν' ἀειραμένη φέρε <i>Il</i>.6.293, [[ἀυηρομέναι]] (φᾶρος) Alcm.1.63, ἀειράμενος πελέκεας ... φερέσθω <i>Il</i>.23.856, [[βάρος]] E.<i>Cyc</i>.473, ἀειραμένους νιν ἐξενεγκεῖν <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.122.112 (Epidauro IV a.C.), τὰ Σαμόσατα ὁ αὐτὸς ... ἀράμενος αὐτῇ ἀκροπόλει καὶ τείχεσιν μετέθηκεν ἐς τὴν Μεσοποταμίαν Luc.<i>Hist.Cons</i>.24<br /><b class="num">•</b>[[alcanzar]] ἄρατο νίκαν B.2.5, cf. Plb.<i>Fr</i>.2, Str.3.2.13, κλέος Pl.<i>Lg</i>.969a<br /><b class="num">•</b>[[adoptar]], [[tomar]] φυγὴν αἴρεσθαι A.<i>Pers</i>.481, E.<i>Rh</i>.54<br /><b class="num">•</b>en v. act. tb. [[coger]] ἄρας οὖν τὰ μέλη Χριστοῦ 1<i>Ep.Cor</i>.6.15.<br /><b class="num">2</b> [[sacar]] ἄρτους ἐκ κανέοιο <i>Od</i>.18.120, ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar.<i>Ra</i>.1339, ἐκ βελέων Σαρπηδόνα δῖον ἀείρας <i>Il</i>.16.678.<br /><b class="num">3</b> fig. [[llevar encima como una carga]], [[soportar]], [[sufrir]] πολύστονον [[ἄλγος]] A.R.4.65<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. πόνον S.<i>Ant</i>.907, πένθος S.<i>OT</i> 1225.<br /><b class="num">4</b> [[quitar]], [[retirar]] κακά E.<i>El</i>.942, ἤραντας τὰν ἐνεστακυῖαν διαφοράν <i>ICr</i>.4.181.8 (Gortina II a.C.), τὸ ἱμάτιον <i>Eu.Luc</i>.6.29, en v. pas. ἀρθέντος τοῦ αἰτίου Arist.<i>Pr</i>.920<sup>b</sup>11<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. οὐ [[γάρ]] ποτ' ἄν νιν ἠράμην βάθρων ἄπο no la habría quitado (la estatua) del pedestal</i> E.<i>IT</i> 1201<br /><b class="num">•</b>[[anular]], [[suspender]], [[abrogar]] νόμον Plb.18.4.8, συγγραφήν <i>PEnteux</i>.48.9 (III a.C.), cf. 85.10 (III a.C.), en v. pas. ὠνὰ ἀρμένα <i>GDI</i> 1746.5 (Delfos II a.C.), <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.624d.6 (Naupacto II a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[negar]] τι S.E.<i>P</i>.1.4<br /><b class="num">•</b>de pers. [[echar]], [[sacar]] ἄρας ἐκ τῆς πόλεως αὐτόν Pl.<i>R</i>.578e, αὐτὸ (χειρόγραφον) ἐκ τοῦ μέσου <i>Ep.Col</i>.2.14, αὐτὸν ἐκ τῶν ζώντων <i>IKnidos</i> 147.18 (III/II a.C.), ἆρον ἆρον σταύρωσον αὐτόν ¡[[fuera]], fuera, crucifícalo!</i>, <i>Eu.Io</i>.19.15<br /><b class="num">•</b>de colectividades, ciudades [[destruir]], [[aniquilar]] ὁ κατακλυσμὸς ἦρεν ἅπαντας <i>Eu.Matt</i>.24.39<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. πόλιν D.H.6.23, παιδία D.H.4.4<br /><b class="num">•</b>fig. ἀπό με ... τιμᾶν ... ἦραν A.<i>Eu</i>.846, ἆραι τὸν ζυγὸν ἀπ' αὐτῶν [[LXX]] 1<i>Ma</i>.8.18.<br /><b class="num">III</b> usos esp.<br /><b class="num">1</b> [[levantar]], [[construir]] τεῖχος Th.1.90<br /><b class="num">•</b>táct., de señales [[alzar]], [[poner en alto]] φρυκτοὶ ᾔροντο Th.2.94, λαμπτὴρ αἰρέσθω Aen.Tact.26.14.<br /><b class="num">2</b> [[criar]] un niño, Herod.9.13, Nic.<i>Fr</i>.108.<br /><b class="num">3</b> de cosechas [[recoger]] οὐ φορβὰν ... οὐκ ἄλλων αἴρων τῶν νεμόμεσθ' ἀνέρες S.<i>Ph</i>.709<br /><b class="num">•</b>de plantas [[coger]] [[αἴρω]] σε, ἥ τις [[βοτάνη]], χειρὶ πενταδακτύλῳ <i>PMag</i>.4.287, cf. 24.19<br /><b class="num">•</b>de otras cosas [[recoger]], [[levantar]] la mesa τραπέζας Men.<i>Fr</i>.209<br /><b class="num">•</b>[[cobrar]] los intereses, Plu.2.829b, τῖμον Ant.Lib.17.5.<br /><b class="num">4</b> [[llevar encima]], [[ponerse]] vestidos [[LXX]] 1<i>Re</i>.2.28.<br /><b class="num">5</b> mat., c. ἀπό y gen. [[restar de]] ἀπὸ τῶν κ̅ε̅ ἆρον τὰ θ̅, λοιπὰ ις geom. en <i>PGen</i>.124.7 (II d.C.), cf. astr. en <i>PRyl</i>.27.8 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. ἐπί [[multiplicar por]] ἆρον ... τὰ λοιπὰ ἐπὶ τξε multiplica el resto por 365</i>, astr. en <i>PRyl</i>.27.1<br /><b class="num">•</b>c. [[ἀνά]] [[dividir por]] τὰ πλήρη ἔτη, πρ(όσθες) β, ἆρον ἀνὰ κε al número completo de años súmale 2, divídelo por 25</i> astr. en <i>PRyl</i>.27.1.<br /><b class="num">6</b> αἴρειν μασχάλην [[ahuecar el brazo]], [[danzar]], [[realizar una danza rústica]] Hsch., Greg.Cypr.1.1.12, Apostol.1.74<br /><b class="num">•</b>μασχάλην αἴρειν [[empinar el codo]], [[beber]], [[emborracharse]] Cratin.301, Hsch.s.u. μασχάλην, Poll.6.26, Diogenian.1.6.33, Greg.Cypr.2.2.72 (Leid.), Apostol.11.8b, Zen.5.7, Phot.μ 139, Sud.s.u. μασχάλην.<br /><b class="num">B</b> intr.<br /><b class="num">I</b> c. mov. ‘[[hacia]]’ o ‘[[desde]]’ [[ponerse en marcha]] c. dat. ἄρας τῷ στρατῷ saliendo con el [[ejército]]</i> Th.2.12, cf. Plu.<i>Publ</i>.22, por mar στόλῳ Ἴωνας ἀερθέντας πλέειν ἐς Σαρδώ Hdt.1.170, abs. ἀερθέντες ἀπαλλάσσοντο Hdt.9.52, ἄραντες ἐκ τῶν Ἀχαρνῶν Th.2.23, Πολυνείκης ἀρθεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων S.<i>Ant</i>.111, ἀερθέντες ἐκ τῶν Οἰνουσσέων ἔπλεον Hdt.1.165<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. βαρὺς ἀείρεσθαι pesado para ponerme en [[camino]]</i> Hdt.4.150.<br /><b class="num">II</b> c. mov. ‘[[hacia arriba]]’<br /><b class="num">1</b> en v. med. y med.-pas. [[levantarse]] κονίη <i>Il</i>.2.151, cf. Simon.11, τρίχες ... ἀειρόμεναι los pelos que se erizan (de frío)</i>, Hes.<i>Op</i>.540, ᾔρετο δὲ τὸ ὗψος τοῦ τείχους μέγα Th.2.75, βοὴ αἴρεται I.<i>AI</i> 19.249<br /><b class="num">•</b>[[elevarse]] κῆρες ... πρὸς οὐρανόν ... ἄερθεν <i>Il</i>.8.74, κέαρ δ' ἀνόρουσε πρὸς αἰθέρα δῖαν ἀερθέν <i>IG</i> 7.117.2 (Mégara III/IV d.C.), ([[αἰετός]]) ἐς αἰθέρα δῖαν <i>Od</i>.19.540, ἴρηξ ... ἀπ' [[αἰγίλιπος]] πέτρης <i>Il</i>.13.63, tb. en v. act. (ἡ ψυχὴ) ἦρεν Pl.<i>Phdr</i>.248a<br /><b class="num">•</b>de cuerpos celestes ὁ ἥλιος πρὶν [[ἄνω]] ἀρθῆναι Hp.<i>Aër</i>.6, cf. S.<i>Ph</i>.1331, σελήνη E.<i>Alc</i>.450, Ὠρίων Arat.326, 405<br /><b class="num">•</b>[[subirse]] ποτὶ ἐρινεόν <i>Od</i>.12.432<br /><b class="num">•</b>[[dar un salto]] οἱ ἵπποι ὑψόσ' ἀειρέσθην <i>Il</i>.23.501, cf. <i>Od</i>.13.83<br /><b class="num">•</b>[[saltar de júbilo]], fig. [[sentirse levitar]] S.<i>Tr</i>.216, αἴρεσθ' [[ἄνω]] Ar.<i>Ec</i>.1180<br /><b class="num">•</b>[[salir despedido]] εἰ θενεῖς τὸν ἄνδρα τοῦτον, αὐτὸς ἀρθήσει τάχα si tocas a este hombre, tú mismo saldrás despedido al punto</i> Ar.<i>Ach</i>.565<br /><b class="num">•</b>fig. [[surgir]] πόλεμος αἴρεται Ar.<i>Au</i>.1188<br /><b class="num">•</b>[[crecer]], [[aumentar]] ἡ [[δύναμις]] Th.1.118.<br /><b class="num">2</b> [[hincharse]] de las olas κῦμα ... ποταμοῖο ἵστατ' ἀειρόμενον <i>Il</i>.21.327, cf. <i>Il</i>.21.307<br /><b class="num">•</b>[[subir]], [[desbordarse]] ἐμφραχθείσης δὲ τῆς ἀπορροίας ᾔρετο τὸ ὕδωρ ὑπὲρ ... θεμελίον X.<i>HG</i> 5.2.5, Νεῖλος ἀρθείς <i>AP</i> 9.568 (Dioscor.)<br /><b class="num">•</b>medic. [[inflamarse]] ([[σπλήν]]) ἀερθείς Hp.<i>Mul</i>.1.61, μαζοὶ ἀείρονται Hp.<i>Mul</i>.2.174, ἀειρόμενον στόμα γαστρός Nic.<i>Al</i>.20<br /><b class="num">•</b>de pers. [[engrandecerse]], [[hacerse poderoso]] ἣ ... οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην Simon.85D. ἤρθη [[μέγας]] D.2.8.<br /><b class="num">3</b> [[estar colgado]] ([[μάχαιρα]]) πὰρ ξίφεος ... [[ἄωρτο]] <i>Il</i>.3.272, cf. <i>Il</i>.19.253.<br /><b class="num">C</b> <b class="num">1</b>αἴροντας· μισοῦντας Hsch.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Etimología desconocida a no ser que se acepte la derivación de ἀερ- ‘[[aire]]’.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἦρον, <i>f.</i> [[ἀρῶ]], <i>ao.</i> [[ἦρα]], <i>pf.</i> [[ἦρκα]];<br /><i>Pass. f.</i> [[ἀρθήσομαι]], <i>ao.</i> [[ἤρθην]] &gt; <i>sbj.</i> ἄρθω, <i>opt.</i> [[ἀρθείην]], <i>inf.</i> [[ἀρθῆναι]], <i>part.</i> [[ἀρθείς]], <i>pf.</i> [[ἦρμαι]];<br /><b>I.</b> lever : αἴρ. τὴν χεῖρα XÉN lever la main (pour voter) ; <i>Pass.</i> être enlevé, s’enlever : [[ἐς]] αἰθέρα OD dans l’éther ; être suspendu : πὰρ ξίφεος κουλεὸν [[ἄωρτο]] ([[μάχαιρα]]) IL près de la gaine de l’épée pendait (un couteau) ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> <i>t. milit. et de mar.</i> [[τὰς]] [[ναῦς]] ἄραντες THC ayant mis à la voile ; αἴρειν [[τῷ]] στρατῷ THC lever le camp ; <i>abs.</i> αἴρειν lever l’ancre et mettre à la voile, lever le camp;<br /><b>2</b> lever pour apporter, emporter : [[μή]] μοι οἶνον ἄειρε IL ne m’offre pas de vin ; ἀρθείσης τῆς τραπέζης PLUT la table enlevée ; μῆλα [[ἐξ]] Ἰθάκης ἄειραν [[νηυσί]] OD ils emmenèrent les troupeaux d’Ithaque sur leurs navires;<br /><b>II.</b> faire une levée : στόλον ESCHL lever l’équipage d’une flotte;<br /><b>III.</b> <i>fig.</i> élever, exalter, grandir : τινα qqn ; αἴρειν τὸ [[πρᾶγμα]] λόγῳ DÉM exagérer l’affaire en la rapportant ; ἤρθη [[μέγας]] DÉM on l’a grandi, exalté;<br /><b>IV.</b> mettre hors de soi ; <i>Pass.</i> être transporté, être excité;<br /><i><b>Moy.</b></i> αἴρομαι (<i>f.</i> ἀροῦμαι, <i>ao.</i> [[ἠράμην]], <i>pf.</i> [[ἦρμαι]]);<br /><b>1</b> lever sur sa tête, sur ses épaules, acc.;<br /><b>2</b> lever pour soi : ἱστούς XÉN, [[ἱστία]] HDT lever, hisser, larguer les voiles;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> soulever, exciter (une querelle, une guerre, <i>etc.</i>) acc.;<br /><b>4</b> enlever, remporter (une victoire, de la gloire, <i>etc.</i>) acc..<br />'''Étymologie:''' contr. p. [[ἀείρω]], de ἀ- prosth. et R. Ἐρ, p. Ϝερ, ΣϜερ, enlever ; cf. [[εἴρω]].
|btext=<i>impf.</i> ἦρον, <i>f.</i> [[ἀρῶ]], <i>ao.</i> [[ἦρα]], <i>pf.</i> [[ἦρκα]];<br /><i>Pass. f.</i> [[ἀρθήσομαι]], <i>ao.</i> [[ἤρθην]] &gt; <i>sbj.</i> ἄρθω, <i>opt.</i> [[ἀρθείην]], <i>inf.</i> [[ἀρθῆναι]], <i>part.</i> [[ἀρθείς]], <i>pf.</i> [[ἦρμαι]];<br /><b>I.</b> lever : αἴρ. τὴν χεῖρα XÉN lever la main (pour voter) ; <i>Pass.</i> être enlevé, s'enlever : ἐς αἰθέρα OD dans l'éther ; être suspendu : πὰρ ξίφεος κουλεὸν [[ἄωρτο]] ([[μάχαιρα]]) IL près de la gaine de l'épée pendait (un couteau) ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> <i>t. milit. et de mar.</i> τὰς [[ναῦς]] ἄραντες THC ayant mis à la voile ; αἴρειν [[τῷ]] στρατῷ THC lever le camp ; <i>abs.</i> αἴρειν lever l'ancre et mettre à la voile, lever le camp;<br /><b>2</b> [[lever pour apporter]], [[emporter]] : [[μή]] μοι οἶνον ἄειρε IL ne m'offre pas de vin ; ἀρθείσης τῆς τραπέζης PLUT la table enlevée ; μῆλα [[ἐξ]] Ἰθάκης ἄειραν [[νηυσί]] OD ils emmenèrent les troupeaux d'Ithaque sur leurs navires;<br /><b>II.</b> faire une levée : στόλον ESCHL lever l'équipage d'une flotte;<br /><b>III.</b> <i>fig.</i> élever, exalter, grandir : τινα qqn ; αἴρειν τὸ [[πρᾶγμα]] λόγῳ DÉM exagérer l'affaire en la rapportant ; ἤρθη [[μέγας]] DÉM on l'a grandi, exalté;<br /><b>IV.</b> [[mettre hors de soi]] ; <i>Pass.</i> être transporté, être excité;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[αἴρομαι]] (<i>f.</i> ἀροῦμαι, <i>ao.</i> [[ἠράμην]], <i>pf.</i> [[ἦρμαι]]);<br /><b>1</b> [[lever sur sa tête]], [[sur ses épaules]], acc.;<br /><b>2</b> [[lever pour soi]] : ἱστούς XÉN, [[ἱστία]] HDT lever, hisser, larguer les voiles;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> soulever, exciter (une querelle, une guerre, <i>etc.</i>) acc.;<br /><b>4</b> enlever, remporter (une victoire, de la gloire, <i>etc.</i>) acc..<br />'''Étymologie:''' contr. p. [[ἀείρω]], de ἀ- prosth. et R. Ἐρ, p. Ϝερ, ΣϜερ, enlever ; cf. [[εἴρω]].
}}
{{pape
|ptext=s. [[ἀείρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''αἴρω:''' эп.-ион. [[ἀείρω]] (aor. [[ἦρα]], [[ἤειρα]] и ἄειρα, pf. [[ἦρκα]]; med.: aor. 1 [[ἠράμην]], pf. [[ἦρμαι]]; pass.: fut. [[ἀρθήσομαι]], aor. [[ἤρθην]], pf. [[ἦρμαι]]) тж. med.<br /><b class="num">1</b> [[поднимать]] ([[ὑψόσε]] τι Hom.; τινὰ ἀπὸ γῆς Plat.): ὁ αἰετὸς ἐς αἰθέρα ἀέρθη Hom. орел поднялся в небо; ὀρθὸν αἴ. [[κάρα]] Aesch., поднимать голову; ἡ μάχαιρά οἱ [[ἄωρτο]] Hom. (сбоку) у него был подвешен нож; τινὸς [[ἄντα]] [[ἔγχος]] ἀεῖραι Hom. поднять копье на кого-л.; [[ὅπλα]] [[ἀρέσθαι]] Xen. пустить в ход оружие; τὰ σημεῖα ἤρθη Thuc. сигнальные значки были подняты (к бою); ὀφθαλμὸν [[ἄρας]], εἶδέ με Soph. подняв глаза он увидел меня; [[κοῦφον]] αἴ. [[βῆμα]] ἔς τι Eur. спешить куда-л.; αἴ. τινὰ εἰς [[ὕψος]] или ἐπαίνῳ [[ὑψηλόν]] Eur. превозносить кого-л. до небес; τὰ [[ἱστία]] ἀείρασθαι Hom. или ἱστοὺς [[ἀρέσθαι]] Xen. поднять паруса; τὸ [[ὕδωρ]] ᾔρετο Xen. вода поднялась; αἴ. θεούς Plat. или μηχανὴν αἴ театр. Plut. поднимать на сцену машину с богами (для развязки драматического действия), перен. пускать в ход чрезвычайные средства; ζυγὸν ἀ. Thuc. принять на себя ярмо;<br /><b class="num">2</b> [[возводить]], [[строить]] ([[τεῖχος]] Thuc.): [[ὄλβος]], ὃν [[Δαρεῖος]] ἦρεν Aesch. процветание, которое создал Дарий;<br /><b class="num">3</b> [[захватывать]], [[похищать]], [[уводить]] (μῆλα ἐξ Ἰθάκης Hom.): [[ἀρθῆναι]] φόβῳ Aesch. или δείμασι Eur. быть охваченным страхом;<br /><b class="num">4</b> [[убирать прочь]], [[удалять]] (τινὰ ἐκ τῆς πόλεως Plat.): ἀρθείσης τῆς τραπέζης Plut. когда стол был унесен; εἰ θενεῖς τὸν ἄνδρα τοῦτον, αὐτὸς ἀρθήσει [[τάχα]] Arph. если ударишь его, сам будешь немедленно уничтожен; συνθήκας [[ἄρασθαι]] Diog. L. отменять (расторгать) договоры;<br /><b class="num">5</b> лог. [[отрицать]] ([[οὔτε]] αἴρειν τι, [[οὔτε]] τίθεσθαι Sext.);<br /><b class="num">6</b> [[подниматься]]: [[ἕως]] ἂν [[ἥλιος]] αἴρῃ Soph. пока будет восходить солнце;<br /><b class="num">7</b> [[стойко выдерживать]], [[переносить]] ([[μόρον]] πολυπενθῆ Aesch.; [[ἆθλον]] Soph.);<br /><b class="num">8</b> med. [[приобретать]], [[получать]]: [[ἕλκος]] [[ἀρέσθαι]] Hom. получить рану; [[κῦδος]] [[ἀρέσθαι]] Hom. стяжать славу; νίκας [[ἀρέσθαι]] Pind. одержать победы; ὄγκον [[ἀρέσθαι]] Soph. возгордиться;<br /><b class="num">9</b> med. [[брать]] (что-л.) на себя, предпринимать (πόλεμον Aesch., Her., Thuc., Xen.; πόνον Eur.): πατρὶ δίκας [[ἀρέσθαι]] τῶν φονευσάντων [[πάρα]] Soph. покарать убийц отца;<br /><b class="num">10</b> [[восстанавливать]]: ἀπὸ σμικροῦ [[μέγα]] τι αἴ. Aesch. вернуть былое величие чему-л.;<br /><b class="num">11</b> [[преподносить]], [[подавать]] (οῖνόν τινι Arph.): αἶρε τὸ [[νᾶμα]] Theocr. принеси воды;<br /><b class="num">12</b> воен. отправлять: τὰς [[ναῦς]] ἄραντες ἀπὸ τῆς γῆς Thuc. выйдя на кораблях в море; στόλον ἀπὸ τῆς χώρας [[ἆραι]] Aesch. отплыть с флотом;<br /><b class="num">13</b> воен. отправляться: [[ἄρας]] τῷ στρατῷ Thuc. выступив в поход с войском; [[ἆραι]] ἐκ τῶν Ἀχαρνῶν Thuc. покинуть район Ахарны; νόστον [[ἀρέσθαι]] Eur. пуститься в обратный путь;<br /><b class="num">14</b> [[увеличивать]], [[расширять]]: [[ὑψοῦ]] αἴ. θυμὸν λύπαισι Soph. целиком предаваться своему горю; ἡ [[δύναμις]] τῶν Ἀθηναίων ᾔρετο Thuc. могущество афинян возросло; τῷ λόγῳ τὸ [[πρᾶγμα]] αἴ. Dem. раздувать вопрос, преувеличивать значение дела; ῇρθη [[μέγας]] Dem. он достиг большого могущества.
}}
{{ls
|lstext='''αἴρω''': (ἐπιτεταμ. Ἐπ. καὶ ποιητ. [[ἀείρω]], ὃ ἴδε): μέλλ. ἀρῶ [ᾰ] (τὸ ὁποῖον σπανίως συμβαίνει ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ, ἴδε κατωτέρ.)· πρέπει ἀπὸ τούτου νὰ διακρίνωμεν τὸ ἀρῶ [ᾱ] συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀερῶ, μέλλ. τοῦ [[ἀείρω]]: ― ἀόρ. ἦρα, Ἡρόδ. 9. 59, Αἰσχύλ. Ἀγ. 47, Θουκ., μὲ ᾱ εἰς ὅλας τὰς ἐγκλίσεις· ― προστακτ. ἆρον· ― ὑποτακτ. ἄρῃς· ― εὐκτ. ἄρειας· ― μετοχ. ἄρας [ᾱ], Αἰσχύλ., Σοφ.· ― ἀπαρ. ἆραι, Καλλ. Δήμ. 35: ― πρκμ. ἦρκα, Δημ. 786. 4, (ἀπ-), Θουκ. 8. 100: ― ὑπερσυντ. ἤρκεσαν (ἀπ-), Δημ. 387. 28. ― Μέσ., Εὐρ. Ἠλ. 360, Θουκ. 4. 60: ― παρατ. ᾐρόμην, Σοφ. Ἀντ. 907· μέλλ. ἀροῦμαι [ᾰ], ὁ αὐτ. Ο. Κ. 460, Αἴ. 75· ([[ἔνθα]] ἀρεῖ φαίνεται οὖσα ἡ ὀρθὴ γραφή), Πλάτ. Νόμ. 969Α· [[ἀρέομαι]], Πινδ. Π. 1. 146. (περὶ τοῦ ἀροῦμαι [ᾱ] ἴδε [[ἀείρω]]): ― ἀόρ. αϳ ἠράμην, Ἰλ. Ξ. 510. Εὐρ., Πλάτ., ― μὲ ᾱ καθ’ ὅλας τὰς ἐγκλίσεις: ― ὑποτακ. ἄρῃ· ― εὐκτ. ἀραίμην· ― ἀπαρ. ἄρασθαι· ― μετοχ. ἀράμενος, Σοφ., Εὐρ., καὶ παρὰ πεζοῖς: ― παρ’ Ἐπ. ποιηταῖς καὶ ἀόρ. βϳ ἀρόμην [ᾰ] Ἰλ. Λ. 625, Ψ. 592· ― Ἐπ. ὑποτακ. ἄρηαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 632· ― ἄρηται, Ἰλ. Μ. 435· εὐκτ. ἀροίμην, Ἰλ., Τραγ. ― ἀπαρέμ. ἀρέσθαι, Ὅμ., Σοφ., Αἴ. 245· ― μετοχ. ἀρόμενος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 168· ― πρκμ. (μ. μέσ. σημασ.) ἦρμαι, Σοφ. Ἠλ. 54. ― Παθ. μέλλ. ἀρθήσομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 565: ― ἀόρ. ἤρθην, Αἰσχύλ., Θουκ., κτλ. καὶ ἐπαρθείς, κτλ. ἔτι καὶ παρ’ Ἡροδ. 1. 90, κτλ.: ― πρκμ. ἦρμαι, Εὐρ. Ἀποσπ. 1029, Θουκ., ἀλλὰ μ. μέσ. σημασ. Σοφ. Ἠλ. 54. ― Πρβλ. ἀν-, ἀντ-, ἀπ-, δι-, εἰσ-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-, μετ-, προσ-, συν-, ὑπεραίρω. (Περὶ τῆς ρίζης ἴδε [[ἀείρω]]. Ὁ Κούρτιος νομίζει ὅτι οἱ χρόνοι οἱ ἔχοντες τὸ ᾰ, [[ἤτοι]] μέλλ. ἀρεῖσθαι, ἀόρ. βϳ ἀρέσθαι, δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ ἀνήκωσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, εἰς ἣν καὶ οἱ ἔχοντες ᾱ, μέλλ. ἀρῶ (ἴδε ἐν λ. [[ἀείρω]]), ἀόρ. αϳ ἆραι, ἄρασθαι: ἀναμφιβόλως ὁ μνημονευθεὶς μέλλων ἀνήκει εἰς τὸ [[ἀείρω]], ἀλλ’ οἱ τύποι τοῦ ἀορίστου δυνατὸν νὰ προέκυψαν ἐκ τοῦ [[αἴρω]], ἀνεξαρτήτως τοῦ [[ἀείρω]], [[ὅπως]] τὸ [[φαίνω]], μέλλ. φανῶ, ἔχει ὡς ἀόρ. αϳ ἔφηνα). Α. Ἐνεργ. σηκώνω, ὑψώνω, [[ἀνατείνω]], [[ἐγείρω]], νέκυν, Ἰλ. Ρ. 724 (τὸ μόνον [[παράδειγμα]] παρ’ Ὁμήρ. [[ἔνθα]] τὸ [[αἴρω]] κεῖται ἀντὶ τοῦ [[ἀείρω]])· [[οὕτως]]: ἔμπνους ἀρθείς, Ἀντιφῶν 116. 7: [[ἐγείρω]], [[ὑποβαστάζω]] τινά, Σοφ. Φ. 879· ἀπὸ γῆς αἴρ., Πλάτ. Τίμ. 90Α· συχν. κατὰ μετοχ., ἄρας ἔπαισε, ὑψώσας (τὰς περόνας) ἐκτύπησε, Σοφ. Ο. Τ. 1270· ― σηκώνω [[ἐπάνω]] μου, [[φέρω]], [[μεταφέρω]], τινί τι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1339. ― Φράσεις: αἴρειν βῆμα, = βαδίζειν, περιπατεῖν, Εὐρ. Τρῳ. 342· αἴρ. σκέλη, περὶ ἵππου, Ξεν. Ἱπ. 10. 15· πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων πορείας 11. 3: ― ὀρθὸν αἴρειν τὸ [[κάρα]], Αἰσχύλ. Χο. 496· ὀφθαλμὸν ἄρας, Σοφ. Τρ. 795· ἄρασα μύξας (τους μυκτῆρας), ἐπὶ ἐλάφου, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 110· ― αἴρ. [[τεῖχος]] ἱκανόν, Θουκ. 1. 90. πρβλ. 2. 75· αἴρ. [[σημεῖον]], [[κάμνω]] [[σημεῖον]], Ξεν. Κύρ. 7. 1, 23· αἴρ. μηχανήν, παρουσιάζω ἀπροσδόκητον σκηνὴν ἐν τῷ θεάτρῳ, Ἀντιφ. ἐν «Ποιήσει» 1. 15· αἴρ. θεούς, ἀναβιβάζειν (ἐπὶ τραγῳδοποιῶν), Πλάτ. Κρατ. 425D. ― Παθ., [[ἀναβαίνω]] ὑψηλά, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5· ἄνω ἀρθῆναι, ἀναβῆναι ὑψηλὰ ἐν τῷ οὐρανῷ· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἱππ. Ἀέρ. 283. ([[οὕτως]] ἀμετάβ. ἐν τῇ ἐνεργ. φωνῇ) ὡς ἄν... [[ἥλιος]] αἴρῃ, Σοφ. Φ. 1331· συλλαμβάνομαι, «πιάνομαι», Sublimis rapi, Ἀριστοφ. Ἀχ. 565· πρβλ. 571. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ στρατιῶν, καὶ πλοίων, αἴρ. τὰς [[ναῦς]], ἀπομακρύνω τὰ πλοῖα ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, Θουκ. 1. 52· [[ὡσαύτως]] ἀμετάβ. εἶμαι ἕτοιμος δι’ ἀναχώρησιν, ἀναχωρῶ, ἐκκινῶ, ἆραι τῷ στρατῷ, ὁ αὐτ. 2. 12· [[οὕτως]] ἀπολ. αὐτόθ. 23: ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸ παθ. ἀερθῆναι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, πρβλ. [[ἀείρω]], [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. τύπον, Σοφ. Τρ. 1235. ΙΙ. [[φέρω]], [[ὑποφέρω]], [[μόρον]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 547· [[ἆθλον]], Σοφ. Τρ. 80. ΙΙΙ. [[ἐγείρω]], ἀνυψῶ, [[μεγαλύνω]], ἀπὸ σμικροῦ δ’ ἂν ἄρειας μέγαν, Αἰσχύλ. Χο. 262· πρβλ. 791· ὄλβον ὃν [[Δαρεῖος]] ἦρεν, ὁ αὐτ. Πέρσ. 164: ― ἰδίως ἐπὶ ὑπερηφανείας καὶ ὀργῆς, [[ἐξερεθίζω]], [[αὐξάνω]], [[ὑψοῦ]] αἴρειν θυμόν, ἐπὶ [[μᾶλλον]] καὶ [[μᾶλλον]] ἐξάπτομαι, Σοφ. Ο. Τ. 914· αἴρειν [[θάρσος]], λαμβάνειν, ἀντλεῖν θάρρος, Εὐρ. κτλ. πρβλ. κατωτέρ. Β: ― Παθ. ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι, αὐξάνομαι· ἡ [[δύναμις]] ᾔρετο, Θουκ. 1. 118· ᾔρετο τὸ [[ὕψος]] τοῦ τείχους μέγα, ὁ αὐτ. 2. 75· ἤρθη [[μέγας]], ἐγένετο [[μέγας]], Δημ. 20. 9· ― οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην, Σιμων. 111· ἀρθῆναι φόβῳ, δείμασι, Αἰσχύλ. Θήβ. 196, Εὐρ. Ἑκ. 68· ― ἀπολ. ἐξερεθίζομαι, ἐξεγείρομαι, Σοφ. Ἀντ. 111. 2) ἐξυψῶ διὰ λόγων, ἑπομ. ὑμνῶ, ἐπαινῶ, [[μεγαλύνω]], Εὐρ. Ἡρακλ. 322, κτλ. ― αἴρειν λόγῳ, ἐξογκώνω διὰ λόγων, Δημ. 537, 13. IV. ἀφαιρῶ, μετακινῶ· ἀπό με τιμῶν ἦραν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 880· τινὰ ἐκ πόλεως, Πλάτ. Πολ. 578Ε. - [[καθόλου]], ἀφαιρῶ ἐκ μέσου, θέτω [[τέρμα]] εἴς τι, τὰ κακά, Εὐρ. Ἠλ. 942· αἴρ. τραπέζας, δίδω [[τέλος]] εἰς τὸ [[δεῖπνον]], «σηκώνω τὸ τραπέζι», Μένανδ. ἐν «Κεκρυφάλῳ», 2· ἀρθέντος τοῦ αἰτίου, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 36. 2) ἀφαιρῶ τι ἔκ τινος πράγματος, μ. γεν. Αἰσχύλ. Εὐμ. 846. 3) μεταγ. [[ἐκβάλλω]] ἐκ τοῦ μέσου, [[φονεύω]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδ΄, 39., κ. Λουκ. κγ΄, 18, κτλ. Β. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ. ἦρμαι, (ἴδε ἀνωτ.), [[λαμβάνω]] ἢ [[κομίζω]] τι δι’ ἐμαυτὸν ἢ ὅ, τι [[εἶναι]] [[ἴδιον]] [[ἐμαυτοῦ]], κτῶμαι, [[κερδαίνω]], [[κλέος]] ἐσθλὸν ἄροιτο, Ἰλ. Ε. 3. πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 969Α· ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο (ἐπὶ ἵππων), Ἰλ. Ι. 124· [[κῦδος]] ἀρέσθαι, Ι. 303, Ὀδ. Χ. 253: - Ἐντεῦθεν, [[ἁπλῶς]] [[δέχομαι]], [[λαμβάνω]]· [[ἕλκος]] ἀρέσθαι, Ἰλ. Ξ. 130· τόλμαν, Πινδ. Ν. 7. 87: οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., δειλίαν ἀρεῖ ([[οὕτως]] ὁ Schneidew. ἀντὶ ἀρεῖς), θὰ ἐπισύρῃς..., Σοφ. Αἴ. 75· ὄγκον ἀρ., [[ὑπερηφανεύομαι]], φουσκώνω, [[αὐτόθι]] 129, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 277Β. ΙΙ. [[λαμβάνω]] [[ἐπάνω]] μου, ὑφίσταμαι, [[ὑπέχω]], σηκώνω· οὐδ’ ἂν [[νηῦς]]... [[ἄχθος]] ἄροιτο, Ἰλ. Υ. 247· [[ἄγος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 167· πόνον, Σοφ. Ἀντ. 907· βάρος, Εὐρ. Κύκλ. 473. 2) ἐπιχειρῶ, [[ἀρχίζω]], πόλεμον, Αἰσχύλ. Ἱκ. 341. Θουκ. 4. 60. Δημ. 58. 7· κίνδυνον, Ἀντιφῶν 136.44· [[νεῖκος]], ἔχθραν, κτλ., Εὐρ. Ἡρακλ. 986, 991: - [[ὡσαύτως]] φυγὴν ἀρέσθαι, fugam capere, Αἰσχύλ. Πέρσ. 481. Εὐρ. Ρῆσ. 54· οὕτω: ποδοῖν κλοπάν, Σοφ. Αἴ. 247. ΙΙΙ. [[ἐγείρω]], [[ἀνεγείρω]], σωτῆρά τινα, Σοφ. Ο. Κ. 460· ἐπὶ ἤχων, αἴρεσθαι φωνήν, ὑψώνω τὴν φωνήν μου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 546· [[πένθος]], Σοφ. Ο. Τ. 1225. IV. ὡς τὸ ἐνεργ. [[λαμβάνω]] ἐκ τοῦ μέσου, ἀφαιρῶ, Εὐρ. Ι. Τ. 1201.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(ἀϝείρω), aor. [[ἤειρα]] and ἄειρα, [[mid]]. I. ἀειράμην, [[pass]]. ἀέρθην ([[ἀερθείς]], [[ἀρθείς]]), plupf. [[ἄωρτο]], cf. [[ἄρνυμαι]]: [[raise]] up, [[lift]]; freq. w. [[ὑψόσε]]; of ‘[[swinging]]’ the [[lash]] (μάστῖγα), of the ‘[[carrying]]’ [[capacity]] of ships ([[ἄχθος]] ἄειραν, Od. 3.312), ‘made him [[light]],’ Il. 19.386; [[mid]]. and [[pass]]., [[rise]] up, [[lift]] [[oneself]], of [[dust]] in the [[air]], of the [[balance]], Il. 8.74, of birds ‘[[soaring]],’ and of horses flinging up [[their]] heels. The [[part]]. ἀείρᾶς is added to verbs by [[way]] of [[amplification]], Od. 1.141. Of ‘[[bringing]] and [[offering]],’ Il. 6.264, esp. [[mid]]. ([[out]] of [[one]]'s [[store]]), 293, Od. 15.106.<br />see [[ἀείρω]].
|auten=(ἀϝείρω), aor. [[ἤειρα]] and ἄειρα, [[mid]]. I. ἀειράμην, [[pass]]. ἀέρθην ([[ἀερθείς]], [[ἀρθείς]]), plupf. [[ἄωρτο]], cf. [[ἄρνυμαι]]: [[raise]] up, [[lift]]; freq. w. [[ὑψόσε]]; of ‘[[swinging]]’ the [[lash]] (μάστῖγα), of the ‘[[carrying]]’ [[capacity]] of ships ([[ἄχθος]] ἄειραν, Od. 3.312), ‘made him [[light]],’ Il. 19.386; [[mid]]. and [[pass]]., [[rise]] up, [[lift]] [[oneself]], of [[dust]] in the [[air]], of the [[balance]], Il. 8.74, of birds ‘[[soaring]],’ and of horses flinging up [[their]] heels. The [[part]]. ἀείρᾶς is added to verbs by [[way]] of [[amplification]], Od. 1.141. Of ‘[[bringing]] and [[offering]],’ Il. 6.264, esp. [[mid]]. ([[out]] of [[one]]'s [[store]]), 293, Od. 15.106.<br />see [[ἀείρω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ép., jón., lír. [[ἀείρω]] A.<i>Pers</i>.660, lesb. [[ἀέρρω]] Alc.363, Sapph.111.3<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> pres. part. med. fem. plu. [[ἀυηρομέναι]] Alcm.1.63; aor. ind. act. ἤροσα LXX <i>Io</i>.3.14, subj. ἀέρσω Panyas.17.13, cret. part. ac. plu. ἤραντας <i>ICr</i>.4.181.8 (Gortina II a.C.); perf. 2<sup>a</sup> sg. ἦρκες <i>PMich</i>.216.28 (III d.C.); plusperf. med.-pas. 3<sup>a</sup> sg. [[ἄωρτο]] <i>Il</i>.3.272, 19.253, Theoc.24.43<br /><b class="num">A</b> tr.<br /><b class="num">I</b> c. mov. ‘hacia arriba’<br /><b class="num">1</b> [[levantar]], [[alzar]] στεφάνην <i>Il</i>.10.30, [[δέπας]] <i>Il</i>.11.637, (κυνέην) ἀπὸ [[ἕθεν]] ὑψόσ' ἀείρας <i>Il</i>.10.465, με αἴ. ἀπὸ χθονός <i>IG</i> 12(3).449 (Tera VI/V a.C.), ἀπὸ γῆς ἡμᾶς αἴ. Pl.<i>Ti</i>.90a, cf. ἔμπνους ἔτι ἀρθείς levantado del suelo todavía vivo</i> Antipho 2.1.9<br /><b class="num">•</b>[[izar]] ἱστὸν ... στῆσαν ἀείραντες <i>Od</i>.15.290, ἱστία ... στεῖλαν ἀείραντες <i>Od</i>.3.11, cf. A.R.2.1229, κεραίας D.S.13.12, τὴν Ἱερὰν (ἄγκυραν) Plu.<i>Cor</i>.32<br /><b class="num">•</b>mismo sent. en v. med. ἱστία Hdt.8.56, cf. E.<i>Fr</i>.81D.<br /><b class="num">•</b>en escenografía μηχανήν Antiph.189.15, θεούς Pl.<i>Cra</i>.425d<br /><b class="num">•</b>[[levantar]], [[enarbolar]] τοῖς κέρασι σημεῖον hacer una señal a las alas (levantando algo)</i>, X.<i>Cyr</i>.7.1.23<br /><b class="num">•</b>[[levantar]] algo para herir o golpear [[ἔγχος]] <i>Il</i>.8.424, ἐφ' ἵπποιιν μάστιγας <i>Il</i>.23.362, ἄρας (περόνας) ἔπαισεν alzando (los broches) se los clavó</i> S.<i>OT</i> 1270<br /><b class="num">•</b>gener. de partes del cuerpo χεῖρας (para orar) <i>Il</i>.7.130, <i>Od</i>.11.423, LXX <i>Ps</i>.27.2, para votar ἀράτω τὴν χεῖρα <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1368.23 (II d.C.), σκέλη [[ἄνω]] αἴ. ἵππος X.<i>Eq</i>.10.15, Arist.<i>IA</i> 710<sup>b</sup>20, τὸ κάρα A.<i>Ch</i>.496, μύξας S.<i>Fr</i>.89, ὀφθαλμὸν ἄρας levantando la vista</i> S.<i>Tr</i>.795, ὁ τὰς ὀφρῦς αἴρων de un pedante, Diph.86.4, Men.<i>Fr</i>.37, 349<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. κεφαλὴν ἀραμένη Plb.21.38.5<br /><b class="num">•</b>[[levantar]] la cabeza de la víctima en el sacrificio πατὴρ φίλον υἱὸν ἀείρας Emp.B 137<br /><b class="num">•</b>en v. med. τὸν βοῦν αἴρεσθαι Thphr.<i>Char</i>.27.5, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1028.10, 13, 28 (I a.C.), pero ταῦρον [[ἀράμενοι]] κομίζουσι πρὸς τὸ ἱερόν subiéndose un toro sobre los hombros lo llevan al templo</i> Paus.8.19.2<br /><b class="num">•</b>c. sent. hostil ἦρε τὰς χεῖρας ... πρός τὸν ... αὐλητήν lazó los puños contra el flautista</i> Plb.30.22.10, ἤραντο κατὰ Χριστοῦ χεῖρας Eus.<i>DE</i> 1.1 (p.4.28)<br /><b class="num">•</b>c. sent. obsceno αἴρειν τὰ σκέλη Ar.<i>Ec</i>.265<br /><b class="num">•</b>ref. al acto de andar εὔμαριν ἀείρων levantando la sandalia</i> A.<i>Pers</i>.660, κοῦφον αἴ. βῆμ' andar con paso ligero</i> E.<i>Tr</i>.342.<br /><b class="num">2</b> fig. [[levantar]], [[suscitar]] (φήμη κακή) κούφη μὲν ἀεῖραι Hes.<i>Op</i>.761, [[δείδια]] ... μή σ' Ὕβρις ἐνὶ φρεσὶ θυμὸν ἀέρσῃ Panyas.17.13, πόλεμον Plb.11.4.6<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. νεῖκος Thgn.90, E.<i>Heracl</i>.966, πόλεμον A.<i>Supp</i>.342, αἴρεσθαι ... τὸ ῥόθιον levantar un torrente de aplausos</i> Ar.<i>Eq</i>.546, cf. Hdt.7.132, Th.4.60, D.5.5, Plb.7.9.13, κίνδυνον Antipho 5.63<br /><b class="num">•</b>[[levantar]], [[aumentar]], [[engrandecer]] ὄλβον A.<i>Pers</i>.164, θυμόν S.<i>OT</i> 914, θάρσος cobrar valor</i> E.<i>IA</i> 1598, ἀπὸ σμικροῦ δ' ἂν ἄρειας μέγαν δόμον A.<i>Ch</i>.262, ἀ. τῷ λόγῳ τὸ πρᾶγμα exagerar</i> D.21.71<br /><b class="num">•</b>en v. med. ὄγκον S.<i>Ai</i>.129, cf. Pl.<i>Plt</i>.277b<br /><b class="num">•</b>de pers. [[exaltar]], [[alabar]] (σε) ὑψηλὸν ἀρῶ E.<i>Heracl</i>.322.<br /><b class="num">II</b> según el cont. indique mov. ‘hacia’ o ‘desde’<br /><b class="num">1</b> [[levantar y traer o llevar]] de cosas μή μοι οἶνον ἄειρε no me traigas vino</i>, <i>Il</i>.6.264, νέκυν <i>Il</i>.17.724, πίνακας <i>Od</i>.1.141<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τύπωμα ... ᾐρμένοι χεροῖν S.<i>El</i>.54, κανοῦν Ar.<i>Au</i>.850<br /><b class="num">•</b>[[llevar, transportar (en vehículo)]] μῆλα ... ἐξ' Ἰθάκης ... ἄειραν νηυσί <i>Od</i>.21.18, κτήματ' ... ὅσα οἱ νέες [[ἄχθος]] ἄειραν <i>Od</i>.3.312, ἐπ' ἄμαξαν ... [[ἄχθος]] ἀείρας Hes.<i>Op</i>.692, ἦρκα τὰ σπέρματα εἰς Σεμολώ <i>PSarap</i>.102.2 (II d.C.), un cadáver a enterrar <i>PFay</i>.103.3 (III d.C.), en v. pas. φορέ(τρου) κε(ραμίων) αἰρομένων ἀπὸ ἡλι<α>στ(ηρίου) εἰς πλοῖον <i>PSarap</i>.56.27 nota (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. en v. pas. [[ser arrebatado o arrastrado]] φόβῳ A.<i>Th</i>.214, δείμασι E.<i>Hec</i>.69, c. ac. de rel. ἣ ... οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην Simon.85D.<br /><b class="num">•</b>ref. a un ejército o escuadra [[poner en movimiento]] τὰς ναῦς Th.1.52, στόλον A.<i>Pers</i>.795, cf. <i>A</i>.46, ref. a pers. individuales ἆρον Στρουθὸν μετ' ἐσοῦ llévate a Estruto contigo</i>, <i>PCair.Isidor</i>.133.11 (III d.C.), ἦρεν αὐτὸν πρὸς τὴν μητέρα LXX 4<i>Re</i>.4.20<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[coger para sí]], [[alzar]], [[coger en alto]] (πέπλων) ἕν' ἀειραμένη φέρε <i>Il</i>.6.293, [[ἀυηρομέναι]] (φᾶρος) Alcm.1.63, ἀειράμενος πελέκεας ... φερέσθω <i>Il</i>.23.856, [[βάρος]] E.<i>Cyc</i>.473, ἀειραμένους νιν ἐξενεγκεῖν <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.122.112 (Epidauro IV a.C.), τὰ Σαμόσατα ὁ αὐτὸς ... ἀράμενος αὐτῇ ἀκροπόλει καὶ τείχεσιν μετέθηκεν ἐς τὴν Μεσοποταμίαν Luc.<i>Hist.Cons</i>.24<br /><b class="num">•</b>[[alcanzar]] ἄρατο νίκαν B.2.5, cf. Plb.<i>Fr</i>.2, Str.3.2.13, κλέος Pl.<i>Lg</i>.969a<br /><b class="num">•</b>[[adoptar]], [[tomar]] φυγὴν αἴρεσθαι A.<i>Pers</i>.481, E.<i>Rh</i>.54<br /><b class="num">•</b>en v. act. tb. [[coger]] ἄρας οὖν τὰ μέλη Χριστοῦ 1<i>Ep.Cor</i>.6.15.<br /><b class="num">2</b> [[sacar]] ἄρτους ἐκ κανέοιο <i>Od</i>.18.120, ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar.<i>Ra</i>.1339, ἐκ βελέων Σαρπηδόνα δῖον ἀείρας <i>Il</i>.16.678.<br /><b class="num">3</b> fig. [[llevar encima como una carga]], [[soportar]], [[sufrir]] πολύστονον [[ἄλγος]] A.R.4.65<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. πόνον S.<i>Ant</i>.907, πένθος S.<i>OT</i> 1225.<br /><b class="num">4</b> [[quitar]], [[retirar]] κακά E.<i>El</i>.942, ἤραντας τὰν ἐνεστακυῖαν διαφοράν <i>ICr</i>.4.181.8 (Gortina II a.C.), τὸ ἱμάτιον <i>Eu.Luc</i>.6.29, en v. pas. ἀρθέντος τοῦ αἰτίου Arist.<i>Pr</i>.920<sup>b</sup>11<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. οὐ [[γάρ]] ποτ' ἄν νιν ἠράμην βάθρων ἄπο no la habría quitado (la estatua) del pedestal</i> E.<i>IT</i> 1201<br /><b class="num">•</b>[[anular]], [[suspender]], [[abrogar]] νόμον Plb.18.4.8, συγγραφήν <i>PEnteux</i>.48.9 (III a.C.), cf. 85.10 (III a.C.), en v. pas. ὠνὰ ἀρμένα <i>GDI</i> 1746.5 (Delfos II a.C.), <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.624d.6 (Naupacto II a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[negar]] τι S.E.<i>P</i>.1.4<br /><b class="num">•</b>de pers. [[echar]], [[sacar]] ἄρας ἐκ τῆς πόλεως αὐτόν Pl.<i>R</i>.578e, αὐτὸ (χειρόγραφον) ἐκ τοῦ μέσου <i>Ep.Col</i>.2.14, αὐτὸν ἐκ τῶν ζώντων <i>IKnidos</i> 147.18 (III/II a.C.), ἆρον ἆρον σταύρωσον αὐτόν ¡fuera, fuera, crucifícalo!</i>, <i>Eu.Io</i>.19.15<br /><b class="num">•</b>de colectividades, ciudades [[destruir]], [[aniquilar]] ὁ κατακλυσμὸς ἦρεν ἅπαντας <i>Eu.Matt</i>.24.39<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. πόλιν D.H.6.23, παιδία D.H.4.4<br /><b class="num">•</b>fig. ἀπό με ... τιμᾶν ... ἦραν A.<i>Eu</i>.846, ἆραι τὸν ζυγὸν ἀπ' αὐτῶν LXX 1<i>Ma</i>.8.18.<br /><b class="num">III</b> usos esp.<br /><b class="num">1</b> [[levantar]], [[construir]] τεῖχος Th.1.90<br /><b class="num">•</b>táct., de señales [[alzar]], [[poner en alto]] φρυκτοὶ ᾔροντο Th.2.94, λαμπτὴρ αἰρέσθω Aen.Tact.26.14.<br /><b class="num">2</b> [[criar]] un niño, Herod.9.13, Nic.<i>Fr</i>.108.<br /><b class="num">3</b> de cosechas [[recoger]] οὐ φορβὰν ... οὐκ ἄλλων αἴρων τῶν νεμόμεσθ' ἀνέρες S.<i>Ph</i>.709<br /><b class="num">•</b>de plantas [[coger]] [[αἴρω]] σε, ἥ τις [[βοτάνη]], χειρὶ πενταδακτύλῳ <i>PMag</i>.4.287, cf. 24.19<br /><b class="num">•</b>de otras cosas [[recoger]], [[levantar]] la mesa τραπέζας Men.<i>Fr</i>.209<br /><b class="num">•</b>[[cobrar]] los intereses, Plu.2.829b, τῖμον Ant.Lib.17.5.<br /><b class="num">4</b> [[llevar encima]], [[ponerse]] vestidos LXX 1<i>Re</i>.2.28.<br /><b class="num">5</b> mat., c. ἀπό y gen. [[restar de]] ἀπὸ τῶν κ̅ε̅ ἆρον τὰ θ̅, λοιπὰ ις geom. en <i>PGen</i>.124.7 (II d.C.), cf. astr. en <i>PRyl</i>.27.8 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. ἐπί [[multiplicar por]] ἆρον ... τὰ λοιπὰ ἐπὶ τξε multiplica el resto por 365</i>, astr. en <i>PRyl</i>.27.1<br /><b class="num">•</b>c. [[ἀνά]] [[dividir por]] τὰ πλήρη ἔτη, πρ(όσθες) β, ἆρον ἀνὰ κε al número completo de años súmale 2, divídelo por 25</i> astr. en <i>PRyl</i>.27.1.<br /><b class="num">6</b> αἴρειν μασχάλην [[ahuecar el brazo]], [[danzar]], [[realizar una danza rústica]] Hsch., Greg.Cypr.1.1.12, Apostol.1.74<br /><b class="num">•</b>μασχάλην αἴρειν [[empinar el codo]], [[beber]], [[emborracharse]] Cratin.301, Hsch.s.u. μασχάλην, Poll.6.26, Diogenian.1.6.33, Greg.Cypr.2.2.72 (Leid.), Apostol.11.8b, Zen.5.7, Phot.μ 139, Sud.s.u. μασχάλην.<br /><b class="num">B</b> intr.<br /><b class="num">I</b> c. mov. ‘hacia’ o ‘desde’ [[ponerse en marcha]] c. dat. ἄρας τῷ στρατῷ saliendo con el ejército</i> Th.2.12, cf. Plu.<i>Publ</i>.22, por mar στόλῳ Ἴωνας ἀερθέντας πλέειν ἐς Σαρδώ Hdt.1.170, abs. ἀερθέντες ἀπαλλάσσοντο Hdt.9.52, ἄραντες ἐκ τῶν Ἀχαρνῶν Th.2.23, Πολυνείκης ἀρθεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων S.<i>Ant</i>.111, ἀερθέντες ἐκ τῶν Οἰνουσσέων ἔπλεον Hdt.1.165<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. βαρὺς ἀείρεσθαι pesado para ponerme en camino</i> Hdt.4.150.<br /><b class="num">II</b> c. mov. ‘hacia arriba’<br /><b class="num">1</b> en v. med. y med.-pas. [[levantarse]] κονίη <i>Il</i>.2.151, cf. Simon.11, τρίχες ... ἀειρόμεναι los pelos que se erizan (de frío)</i>, Hes.<i>Op</i>.540, ᾔρετο δὲ τὸ ὗψος τοῦ τείχους μέγα Th.2.75, βοὴ αἴρεται I.<i>AI</i> 19.249<br /><b class="num">•</b>[[elevarse]] κῆρες ... πρὸς οὐρανόν ... ἄερθεν <i>Il</i>.8.74, κέαρ δ' ἀνόρουσε πρὸς αἰθέρα δῖαν ἀερθέν <i>IG</i> 7.117.2 (Mégara III/IV d.C.), ([[αἰετός]]) ἐς αἰθέρα δῖαν <i>Od</i>.19.540, ἴρηξ ... ἀπ' [[αἰγίλιπος]] πέτρης <i>Il</i>.13.63, tb. en v. act. (ἡ ψυχὴ) ἦρεν Pl.<i>Phdr</i>.248a<br /><b class="num">•</b>de cuerpos celestes ὁ ἥλιος πρὶν [[ἄνω]] ἀρθῆναι Hp.<i>Aër</i>.6, cf. S.<i>Ph</i>.1331, σελήνη E.<i>Alc</i>.450, Ὠρίων Arat.326, 405<br /><b class="num">•</b>[[subirse]] ποτὶ ἐρινεόν <i>Od</i>.12.432<br /><b class="num">•</b>[[dar un salto]] οἱ ἵπποι ὑψόσ' ἀειρέσθην <i>Il</i>.23.501, cf. <i>Od</i>.13.83<br /><b class="num">•</b>[[saltar de júbilo]], fig. [[sentirse levitar]] S.<i>Tr</i>.216, αἴρεσθ' [[ἄνω]] Ar.<i>Ec</i>.1180<br /><b class="num">•</b>[[salir despedido]] εἰ θενεῖς τὸν ἄνδρα τοῦτον, αὐτὸς ἀρθήσει τάχα si tocas a este hombre, tú mismo saldrás despedido al punto</i> Ar.<i>Ach</i>.565<br /><b class="num">•</b>fig. [[surgir]] πόλεμος αἴρεται Ar.<i>Au</i>.1188<br /><b class="num">•</b>[[crecer]], [[aumentar]] ἡ [[δύναμις]] Th.1.118.<br /><b class="num">2</b> [[hincharse]] de las olas κῦμα ... ποταμοῖο ἵστατ' ἀειρόμενον <i>Il</i>.21.327, cf. <i>Il</i>.21.307<br /><b class="num">•</b>[[subir]], [[desbordarse]] ἐμφραχθείσης δὲ τῆς ἀπορροίας ᾔρετο τὸ ὕδωρ ὑπὲρ ... θεμελίον X.<i>HG</i> 5.2.5, Νεῖλος ἀρθείς <i>AP</i> 9.568 (Dioscor.)<br /><b class="num">•</b>medic. [[inflamarse]] (σπλήν) ἀερθείς Hp.<i>Mul</i>.1.61, μαζοὶ ἀείρονται Hp.<i>Mul</i>.2.174, ἀειρόμενον στόμα γαστρός Nic.<i>Al</i>.20<br /><b class="num">•</b>de pers. [[engrandecerse]], [[hacerse poderoso]] ἣ ... οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην Simon.85D. ἤρθη μέγας D.2.8.<br /><b class="num">3</b> [[estar colgado]] (μάχαιρα) πὰρ ξίφεος ... [[ἄωρτο]] <i>Il</i>.3.272, cf. <i>Il</i>.19.253.<br /><b class="num">C</b> <b class="num">1</b>αἴροντας· μισοῦντας Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etimología desconocida a no ser que se acepte la derivación de ἀερ- ‘aire’.
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott
|astxt=[[αἴρω]], [in LXX [[chiefly]] for נשׂא, [[also]] for לקח, etc.;] <br /><b class="num">1.</b>to [[raise]], [[take]] up, [[lift]] or [[draw]] up: Jo 8:59 11:41, Ac 27:17, al. <br /><b class="num">2.</b>to [[bear]], [[carry]]: Mt 4:6 16:24, al. <br /><b class="num">3.</b>to [[bear]] or [[take]] [[away]], [[carry]] [[off]], [[remove]]: Mt 21:21, Jo 19:31, I Co 5:12 6:15 (v. Lft., Notes, 216), al.; of the [[taking]] [[away]] [[sin]] by Christ, Jo 1:29, I Jo 3:5. (Cf. ἀπ’, ἐξ-, ἐπ-, μετ-, συν-, ὑπερ-αίρω). For exx. [[from]] π., v. MM, VGT, s.v.)
|astxt=[[αἴρω]], [in [[LXX]] [[chiefly]] for נשׂא, [[also]] for לקח, etc.;] <br /><b class="num">1.</b>to [[raise]], [[take]] up, [[lift]] or [[draw]] up: Jo 8:59 11:41, Ac 27:17, al. <br /><b class="num">2.</b>to [[bear]], [[carry]]: Mt 4:6 16:24, al. <br /><b class="num">3.</b>to [[bear]] or [[take]] [[away]], [[carry]] [[off]], [[remove]]: Mt 21:21, Jo 19:31, I Co 5:12 6:15 (v. Lft., Notes, 216), al.; of the [[taking]] [[away]] [[sin]] by Christ, Jo 1:29, I Jo 3:5. (Cf. ἀπ’, ἐξ-, ἐπ-, μετ-, συν-, ὑπερ-αίρω). For exx. [[from]] π., v. MM, VGT, s.v.)
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=a [[primary]] [[root]]; to [[lift]] up; by [[implication]], to [[take]] up or [[away]]; [[figuratively]], to [[raise]] (the [[voice]]), [[keep]] in [[suspense]] (the [[mind]]), [[specially]], to [[sail]] [[away]] (i.e. [[weigh]] [[anchor]]); by Hebraism ([[compare]] נָשָׂא) to [[expiate]] [[sin]]: [[away]] [[with]], [[bear]] (up), [[carry]], [[lift]] up, [[loose]], [[make]] to [[doubt]], [[put]] [[away]], [[remove]], [[take]] ([[away]], up).
|strgr=a [[primary]] [[root]]; to [[lift]] up; by [[implication]], to [[take]] up or [[away]]; [[figuratively]], to [[raise]] (the [[voice]]), [[keep]] in [[suspense]] (the [[mind]]), [[specially]], to [[sail]] [[away]] (i.e. [[weigh]] [[anchor]]); by Hebraism ([[compare]] נָשָׂא) to [[expiate]] [[sin]]: [[away]] [[with]], [[bear]] (up), [[carry]], [[lift]] up, [[loose]], [[make]] to [[doubt]], [[put]] [[away]], [[remove]], [[take]] ([[away]], up).
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[contracted]] from the poetic [[ἀείρω]]); [[future]] [[ἀρῶ]] 1st aorist [[ἦρα]], infinitive [[ἆραι]], impv [[ἆρον]]; [[perfect]] ἠρκα (αἴρομαι); [[perfect]] ἤρμαι ([[ἤρθην]]; (on the [[rejection]] of the iota subscript in these tenses [[see]] [[Alexander]] Buttmann (1873) Ausf. Spr. i., pp. 413,439; (Winer's Grammar, 47 (46))); 1future [[ἀρθήσομαι]]; (from [[Homer]] [[down]]); in the Sept. [[generally]] equivalent to נָשָׂא; to [[lift]] up, [[raise]].<br /><b class="num">1.</b> to [[raise]] up;<br /><b class="num">a.</b> to [[raise]] from the [[ground]], [[take]] up: stones, to [[raise]] [[upward]], [[elevate]], [[lift]] up: the [[hand]], [[τήν]] ψυχήν, to [[raise]] the [[mind]], equivalent to [[excite]], [[affect]] [[strongly]] ([[with]] a [[sense]] of [[fear]], [[hope]], [[joy]], [[grief]], etc.); in to [[draw]] up: a [[fish]], ἀνασπᾶν, σκάφην, τάς ἀγκύρας; cf. Kuinoel at the [[passage]]; (Winer s Grammar, 594 (552); Buttmann, 146 (127)).<br /><b class="num">2.</b> to [[take]] [[upon]] [[oneself]] and [[carry]] [[what]] has been [[raised]], to [[bear]]: τινα [[ἐπί]] [[χειρῶν]], Prayer of Manasseh , [[ζυγόν]], [[τόν]] σταυρόν, Matt. ( R L brackets); λίθον) to [[carry]] [[with]] [[one]], (A. V. [[take]]): αἴρεσθαι.<br /><b class="num">3.</b> to [[bear]] [[away]] [[what]] has been [[raised]], [[carry]] [[off]];<br /><b class="num">a.</b> to [[move]] from its [[place]]: ἄρθητι be thou taken up, removed (Buttmann, 52 (45)), [[namely]], from [[thy]] [[place]]); Rec.); to [[take]] [[off]] or [[away]] [[what]] is [[attached]] to [[anything]]: to [[remove]]: ἀρθῇ should be [[read]] for Rec. ἐξαρθῇ); tropically: faults, [[τήν]] ἁμαρτίαν, αἴρειν [[ἁμάρτημα]], [[ἀνόμημα]], τάς ἁμαρτίας [[ἡμῶν]] αἴρειν is to [[cause]] [[our]] sins to [[cease]], i. e., [[that]] we no [[longer]] [[sin]], [[while]] we [[enter]] [[into]] fellowship [[with]] Christ, [[who]] is [[free]] from [[sin]], and [[abide]] in [[that]] fellowship, cf. to [[carry]] [[off]]; [[carry]] [[away]] [[with]] [[one]]: to [[appropriate]] [[what]] is taken: to [[take]] [[away]] from [[another]] [[what]] is his or [[what]] is committed to him, to [[take]] by [[force]]: τί [[ἀπό]] [[with]] the genitive of [[person]], Mark 4:(to [[take]] and [[apply]] to [[any]] [[use]]: to [[take]] from [[among]] the [[living]], [[either]] by a [[natural]] [[death]], ἐκ [[τοῦ]] κόσμου [[take]] [[away]] from [[contact]] [[with]] the [[world]]), or by [[violence]], [[ἀπό]] τῆς γῆς, αἴρεται [[ἀπό]] τῆς γῆς ἡ [[ζῶν]] [[αὐτοῦ]], of a [[bloody]] [[death]] inflicted [[upon]] [[one]], to [[take]] [[out]] of the [[way]], [[destroy]]: [[χειρόγραφον]], [[cause]] to [[cease]]: [[τήν]] κρίσιν, [[ἀπαίρω]], [[ἐξαίρω]], [[ἐπαίρω]], [[μεταίρω]], [[συναίρω]], [[ὑπεραίρω]].)
|txtha=([[contracted]] from the poetic [[ἀείρω]]); [[future]] [[ἀρῶ]] 1st aorist [[ἦρα]], infinitive [[ἆραι]], impv [[ἆρον]]; [[perfect]] ἠρκα (αἴρομαι); [[perfect]] ἤρμαι ([[ἤρθην]]; (on the [[rejection]] of the iota subscript in these tenses [[see]] [[Alexander]] Buttmann (1873) Ausf. Spr. i., pp. 413,439; (Winer's Grammar, 47 (46))); 1future [[ἀρθήσομαι]]; (from Homer down); in the Sept. [[generally]] equivalent to נָשָׂא; to [[lift]] up, [[raise]].<br /><b class="num">1.</b> to [[raise]] up;<br /><b class="num">a.</b> to [[raise]] from the [[ground]], [[take]] up: stones, to [[raise]] [[upward]], [[elevate]], [[lift]] up: the [[hand]], [[τήν]] ψυχήν, to [[raise]] the [[mind]], equivalent to [[excite]], [[affect]] [[strongly]] ([[with]] a [[sense]] of [[fear]], [[hope]], [[joy]], [[grief]], etc.); in to [[draw]] up: a [[fish]], ἀνασπᾶν, σκάφην, τάς ἀγκύρας; cf. Kuinoel at the [[passage]]; (Winer's Grammar, 594 (552); Buttmann, 146 (127)).<br /><b class="num">2.</b> to [[take]] [[upon]] [[oneself]] and [[carry]] [[what]] has been [[raised]], to [[bear]]: τινα [[ἐπί]] [[χειρῶν]], Prayer of Manasseh, [[ζυγόν]], [[τόν]] σταυρόν, Matt. ( R L brackets); λίθον) to [[carry]] [[with]] [[one]], (A. V. [[take]]): αἴρεσθαι.<br /><b class="num">3.</b> to [[bear]] [[away]] [[what]] has been [[raised]], [[carry]] [[off]];<br /><b class="num">a.</b> to [[move]] from its [[place]]: ἄρθητι be thou taken up, removed (Buttmann, 52 (45)), [[namely]], from [[thy]] [[place]]); Rec.); to [[take]] [[off]] or [[away]] [[what]] is [[attached]] to [[anything]]: to [[remove]]: ἀρθῇ should be [[read]] for Rec. ἐξαρθῇ); tropically: faults, [[τήν]] ἁμαρτίαν, αἴρειν [[ἁμάρτημα]], [[ἀνόμημα]], τάς ἁμαρτίας [[ἡμῶν]] αἴρειν is to [[cause]] [[our]] sins to [[cease]], i. e., [[that]] we no [[longer]] [[sin]], [[while]] we [[enter]] [[into]] fellowship [[with]] Christ, [[who]] is [[free]] from [[sin]], and [[abide]] in [[that]] fellowship, cf. to [[carry]] [[off]]; [[carry]] [[away]] [[with]] [[one]]: to [[appropriate]] [[what]] is taken: to [[take]] [[away]] from [[another]] [[what]] is his or [[what]] is committed to him, to [[take]] by [[force]]: τί [[ἀπό]] [[with]] the genitive of [[person]], Mark 4:(to [[take]] and [[apply]] to [[any]] [[use]]: to [[take]] from [[among]] the [[living]], [[either]] by a [[natural]] [[death]], ἐκ τοῦ κόσμου [[take]] [[away]] from [[contact]] [[with]] the [[world]]), or by [[violence]], [[ἀπό]] τῆς γῆς, αἴρεται [[ἀπό]] τῆς γῆς ἡ [[ζῶν]] αὐτοῦ, of a [[bloody]] [[death]] inflicted [[upon]] [[one]], to [[take]] [[out]] of the [[way]], [[destroy]]: [[χειρόγραφον]], [[cause]] to [[cease]]: [[τήν]] κρίσιν, [[ἀπαίρω]], [[ἐξαίρω]], [[ἐπαίρω]], [[μεταίρω]], [[συναίρω]], [[ὑπεραίρω]].)
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἴρω:''' (Επικ. και ποιητ. [[ἀείρω]], βλ. αυτ.), μέλ. [[ἀρῶ]] [ᾰ], που πρέπει να διακριθεί από το [[ἀρῶ]] [ᾱ], συνηρ. του [[ἀερῶ]], μέλ. του [[ἀείρω]]· αόρ. αʹ [[ἦρα]], προστ. [[ἆρον]], βʹ ενικ. υποτ. [[ἄρῃς]], ευκτ. βʹ ενικ. [[ἄρειας]], μτχ. [[ἄρας]] [ᾱ]· παρακ. [[ἦρκα]]· γʹ πληθ. υπερσ. <i>ἤρκεσαν</i> — Μέσ., παρατ. <i>ᾐρόμην</i>, μέλ. [[ἀροῦμαι]] [ᾰ], ποιητ. [[ἀρέομαι]]· αόρ. αʹ [[ἠράμην]]· στους Επικ. ποιητές, επίσης, αόρ. βʹ [[ἀρόμην]] [ᾰ], Επικ. βʹ ενικ. υποτ. [[ἄρηαι]], γʹ ενικ. [[ἄρηται]]· ευκτ. [[ἀροίμην]], απαρ. [[ἀρέσθαι]], μτχ. [[ἀρόμενος]]· παρακ. (με Μέσ. [[σημασία]]) [[ἦρμαι]] — Παθ., μέλ. [[ἀρθήσομαι]], αόρ. αʹ [[ἤρθην]], παρακ. [[ἦρμαι]], [[αλλά]] με Μέσ. [[σημασία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σηκώνω]], [[υψώνω]], [[ανυψώνω]], [[ανασηκώνω]], [[εγείρω]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αἴρειν [[βῆμα]], [[βαδίζω]], [[περπατώ]], σε Ευρ.· αἴρειν [[σημεῖον]], κάνω [[σήμα]], [[σινιάλο]], σε Ξεν. — Παθ. [[ανέρχομαι]], αναβιβάζομαι, [[ανεβαίνω]] [[ψηλά]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται [[συχνά]] για στρατεύματα και πλοία, [[αἴρω]] [[τὰς]] [[ναῦς]], [[απομακρύνω]] τα πλοία απ' την [[ξηρά]], σε Θουκ.· επίσης ως αμτβ., είμαι [[έτοιμος]] για [[αναχώρηση]], [[ξεκινώ]], [[αναχωρώ]]· [[ἆραι]] τῷ στρατῷ, στον ίδ.· ομοίως σε Μέσ. και Παθ., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[υποφέρω]], [[βαστώ]], [[υφίσταμαι]]· [[μόρον]], σε Αισχύλ.· [[ἆθλον]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[ανυψώνω]], [[εξυμνώ]], [[εκθειάζω]], σε Αισχύλ.· λέγεται για [[πάθη]], [[εξερεθίζω]], [[εξάπτω]], [[αυξάνω]], [[διεγείρω]]· [[ὑψοῦ]] αἴρειν θυμόν, εξάπτομαι διαρκώς όλο και περισσότερο, σε Σοφ.· αἴρειν [[θάρσος]], [[αντλώ]], [[παίρνω]] [[θάρρος]], σε Ευρ. κ.λπ. — Παθ., οὐκ ἤρθη [[νοῦν]] ἐς ἀτασθαλίην, σε Σιμων.<br /><b class="num">2.</b> [[εξυψώνω]] με [[λόγια]], [[εγκωμιάζω]], [[εκθειάζω]], [[υμνώ]], [[μεγαλύνω]], σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">IV.</b> [[αφαιρώ]], [[απομακρύνω]], [[μετακινώ]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[βγάζω]] από τη [[μέση]], [[φονεύω]], σε Καινή Διαθήκη <b>Β.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">I.</b> με Παθ. παρακ. [[ἦρμαι]] (βλ. ανωτ.), [[λαμβάνω]], [[αποκομίζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου ή [[αποκομίζω]] ό,τι μου ανήκει· [[αποσπώ]], [[κερδίζω]], [[αποκτώ]]· [[κλέος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀέθλια</i> (λέγεται για άλογα), στο ίδ.· [[κῦδος]], σε Όμηρ.· απ' όπου, [[απλώς]] [[λαμβάνω]], [[παίρνω]], [[δέχομαι]]· [[ἕλκος]] [[ἀρέσθαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, <i>δειλίαν ἀρεῖ</i>, θα επισύρεις την [[κατηγορία]] της δειλίας, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[παίρνω]] πάνω μου, [[υφίσταμαι]], [[υποφέρω]], [[σηκώνω]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναλαμβάνω]], [[επιχειρώ]], [[αρχίζω]], [[ξεκινώ]]· <i>πόλεμον</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· φυγὴν [[ἀρέσθαι]], Λατ. fugam capere, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[ανεγείρω]], αναψύνω· <i>σωτῆρά τινι</i>, σε Σοφ.· λέγεται για ήχο, <i>αἴρεσθαι φωνήν</i>, [[υψώνω]] τον τόνο της φωνής μου, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''αἴρω:''' (Επικ. και ποιητ. [[ἀείρω]], βλ. αυτ.), μέλ. [[ἀρῶ]] [ᾰ], που πρέπει να διακριθεί από το [[ἀρῶ]] [ᾱ], συνηρ. του [[ἀερῶ]], μέλ. του [[ἀείρω]]· αόρ. αʹ [[ἦρα]], προστ. [[ἆρον]], βʹ ενικ. υποτ. [[ἄρῃς]], ευκτ. βʹ ενικ. [[ἄρειας]], μτχ. [[ἄρας]] [ᾱ]· παρακ. [[ἦρκα]]· γʹ πληθ. υπερσ. <i>ἤρκεσαν</i> — Μέσ., παρατ. <i>ᾐρόμην</i>, μέλ. [[ἀροῦμαι]] [ᾰ], ποιητ. [[ἀρέομαι]]· αόρ. αʹ [[ἠράμην]]· στους Επικ. ποιητές, επίσης, αόρ. βʹ [[ἀρόμην]] [ᾰ], Επικ. βʹ ενικ. υποτ. [[ἄρηαι]], γʹ ενικ. [[ἄρηται]]· ευκτ. [[ἀροίμην]], απαρ. [[ἀρέσθαι]], μτχ. [[ἀρόμενος]]· παρακ. (με Μέσ. [[σημασία]]) [[ἦρμαι]] — Παθ., μέλ. [[ἀρθήσομαι]], αόρ. αʹ [[ἤρθην]], παρακ. [[ἦρμαι]], [[αλλά]] με Μέσ. [[σημασία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σηκώνω]], [[υψώνω]], [[ανυψώνω]], [[ανασηκώνω]], [[εγείρω]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αἴρειν [[βῆμα]], [[βαδίζω]], [[περπατώ]], σε Ευρ.· αἴρειν [[σημεῖον]], κάνω [[σήμα]], [[σινιάλο]], σε Ξεν. — Παθ. [[ανέρχομαι]], αναβιβάζομαι, [[ανεβαίνω]] [[ψηλά]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται [[συχνά]] για στρατεύματα και πλοία, [[αἴρω]] τὰς [[ναῦς]], [[απομακρύνω]] τα πλοία απ' την [[ξηρά]], σε Θουκ.· επίσης ως αμτβ., είμαι [[έτοιμος]] για [[αναχώρηση]], [[ξεκινώ]], [[αναχωρώ]]· [[ἆραι]] τῷ στρατῷ, στον ίδ.· ομοίως σε Μέσ. και Παθ., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[υποφέρω]], [[βαστώ]], [[υφίσταμαι]]· [[μόρον]], σε Αισχύλ.· [[ἆθλον]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[ανυψώνω]], [[εξυμνώ]], [[εκθειάζω]], σε Αισχύλ.· λέγεται για [[πάθη]], [[εξερεθίζω]], [[εξάπτω]], [[αυξάνω]], [[διεγείρω]]· [[ὑψοῦ]] αἴρειν θυμόν, εξάπτομαι διαρκώς όλο και περισσότερο, σε Σοφ.· αἴρειν [[θάρσος]], [[αντλώ]], [[παίρνω]] [[θάρρος]], σε Ευρ. κ.λπ. — Παθ., οὐκ ἤρθη [[νοῦν]] ἐς ἀτασθαλίην, σε Σιμων.<br /><b class="num">2.</b> [[εξυψώνω]] με [[λόγια]], [[εγκωμιάζω]], [[εκθειάζω]], [[υμνώ]], [[μεγαλύνω]], σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">IV.</b> [[αφαιρώ]], [[απομακρύνω]], [[μετακινώ]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[βγάζω]] από τη [[μέση]], [[φονεύω]], σε Καινή Διαθήκη <b>Β.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">I.</b> με Παθ. παρακ. [[ἦρμαι]] (βλ. ανωτ.), [[λαμβάνω]], [[αποκομίζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου ή [[αποκομίζω]] ό,τι μου ανήκει· [[αποσπώ]], [[κερδίζω]], [[αποκτώ]]· [[κλέος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀέθλια</i> (λέγεται για άλογα), στο ίδ.· [[κῦδος]], σε Όμηρ.· απ' όπου, [[απλώς]] [[λαμβάνω]], [[παίρνω]], [[δέχομαι]]· [[ἕλκος]] [[ἀρέσθαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, <i>δειλίαν ἀρεῖ</i>, θα επισύρεις την [[κατηγορία]] της δειλίας, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[παίρνω]] πάνω μου, [[υφίσταμαι]], [[υποφέρω]], [[σηκώνω]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναλαμβάνω]], [[επιχειρώ]], [[αρχίζω]], [[ξεκινώ]]· <i>πόλεμον</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· φυγὴν [[ἀρέσθαι]], Λατ. fugam capere, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[ανεγείρω]], αναψύνω· <i>σωτῆρά τινι</i>, σε Σοφ.· λέγεται για ήχο, <i>αἴρεσθαι φωνήν</i>, [[υψώνω]] τον τόνο της φωνής μου, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἴρω:''' эп.-ион. [[ἀείρω]] (aor. [[ἦρα]], [[ἤειρα]] и ἄειρα, pf. [[ἦρκα]]; med.: aor. 1 [[ἠράμην]], pf. [[ἦρμαι]]; pass.: fut. [[ἀρθήσομαι]], aor. [[ἤρθην]], pf. [[ἦρμαι]]) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> поднимать ([[ὑψόσε]] τι Hom.; τινὰ ἀπὸ γῆς Plat.): ὁ αἰετὸς ἐς αἰθέρα ἀέρθη Hom. орел поднялся в небо; ὀρθὸν αἴ. [[κάρα]] Aesch., поднимать голову; ἡ μάχαιρά οἱ [[ἄωρτο]] Hom. (сбоку) у него был подвешен нож; τινὸς [[ἄντα]] [[ἔγχος]] ἀεῖραι Hom. поднять копье на кого-л.; [[ὅπλα]] [[ἀρέσθαι]] Xen. пустить в ход оружие; τὰ σημεῖα ἤρθη Thuc. сигнальные значки были подняты (к бою); ὀφθαλμὸν [[ἄρας]], εἶδέ με Soph. подняв глаза он увидел меня; [[κοῦφον]] αἴ. [[βῆμα]] ἔς τι Eur. спешить куда-л.; αἴ. τινὰ εἰς [[ὕψος]] или ἐπαίνῳ [[ὑψηλόν]] Eur. превозносить кого-л. до небес; τὰ [[ἱστία]] ἀείρασθαι Hom. или ἱστοὺς [[ἀρέσθαι]] Xen. поднять паруса; τὸ [[ὕδωρ]] ᾔρετο Xen. вода поднялась; αἴ. θεούς Plat. или μηχανὴν αἴ театр. Plut. поднимать на сцену машину с богами (для развязки драматического действия), перен. пускать в ход чрезвычайные средства; ζυγὸν ἀ. Thuc. принять на себя ярмо;<br /><b class="num">2)</b> возводить, строить ([[τεῖχος]] Thuc.): [[ὄλβος]], ὃν [[Δαρεῖος]] ἦρεν Aesch. процветание, которое создал Дарий;<br /><b class="num">3)</b> захватывать, похищать, уводить (μῆλα ἐξ Ἰθάκης Hom.): [[ἀρθῆναι]] φόβῳ Aesch. или δείμασι Eur. быть охваченным страхом;<br /><b class="num">4)</b> убирать прочь, удалять (τινὰ ἐκ τῆς πόλεως Plat.): ἀρθείσης τῆς τραπέζης Plut. когда стол был унесен; εἰ θενεῖς τὸν ἄνδρα τοῦτον, αὐτὸς ἀρθήσει [[τάχα]] Arph. если ударишь его, сам будешь немедленно уничтожен; συνθήκας [[ἄρασθαι]] Diog. L. отменять (расторгать) договоры;<br /><b class="num">5)</b> лог. отрицать ([[οὔτε]] αἴρειν τι, [[οὔτε]] τίθεσθαι Sext.);<br /><b class="num">6)</b> подниматься: [[ἕως]] ἂν [[ἥλιος]] αἴρῃ Soph. пока будет восходить солнце;<br /><b class="num">7)</b> стойко выдерживать, переносить ([[μόρον]] πολυπενθῆ Aesch.; [[ἆθλον]] Soph.);<br /><b class="num">8)</b> med. приобретать, получать: [[ἕλκος]] [[ἀρέσθαι]] Hom. получить рану; [[κῦδος]] [[ἀρέσθαι]] Hom. стяжать славу; νίκας [[ἀρέσθαι]] Pind. одержать победы; ὄγκον [[ἀρέσθαι]] Soph. возгордиться;<br /><b class="num">9)</b> med. брать (что-л.) на себя, предпринимать (πόλεμον Aesch., Her., Thuc., Xen.; πόνον Eur.): πατρὶ δίκας [[ἀρέσθαι]] τῶν φονευσάντων [[πάρα]] Soph. покарать убийц отца;<br /><b class="num">10)</b> восстанавливать: ἀπὸ σμικροῦ [[μέγα]] τι αἴ. Aesch. вернуть былое величие чему-л.;<br /><b class="num">11)</b> преподносить, подавать (οῖνόν τινι Arph.): αἶρε τὸ [[νᾶμα]] Theocr. принеси воды;<br /><b class="num">12)</b> воен. отправлять: τὰς [[ναῦς]] ἄραντες ἀπὸ τῆς γῆς Thuc. выйдя на кораблях в море; στόλον ἀπὸ τῆς χώρας [[ἆραι]] Aesch. отплыть с флотом;<br /><b class="num">13)</b> воен. отправляться: [[ἄρας]] τῷ στρατῷ Thuc. выступив в поход с войском; [[ἆραι]] ἐκ τῶν Ἀχαρνῶν Thuc. покинуть район Ахарны; νόστον [[ἀρέσθαι]] Eur. пуститься в обратный путь;<br /><b class="num">14)</b> увеличивать, расширять: [[ὑψοῦ]] αἴ. θυμὸν λύπαισι Soph. целиком предаваться своему горю; ἡ [[δύναμις]] τῶν Ἀθηναίων ᾔρετο Thuc. могущество афинян возросло; τῷ λόγῳ τὸ [[πρᾶγμα]] αἴ. Dem. раздувать вопрос, преувеличивать значение дела; ῇρθη [[μέγας]] Dem. он достиг большого могущества.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 47: Line 50:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':a‡rw 埃羅<br />'''詞類次數''':名詞(103)<br />'''原文字根''':舉起 相當於: ([[נָשָׂא]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':舉起*,懸掛,提起,拾起,背起,帶壞,帶去,拿去,領去,挪去,奪去,除掉,挪開,收拾,拿;字面上的字義:‘拿’石頭( 約8:59);拿起來( 太17:27);‘起了’錨( 徒27:13)。隱喻上的字義:向天‘舉起’右手來⋯起誓( 啓10:5 ,6);耶穌‘舉’目望天說,父阿( 約11:41)<br />'''同源字''':1) ([[αἴρω]])舉起 2) ([[ἀπαίρω]])取去 3) ([[ἐξαίρω]])除去 4) ([[ἐπαίρω]])高舉 5) ([[μεταίρω]])去,離開 6) ([[συναίρω]])共同完成 7) ([[ὑπεραίρομαι]])高抬自己<br />'''同義字''':1) ([[αἴρω]])舉起 2) ([[ἀποφέρω]])帶走 3) ([[βαστάζω]])舉起 4) ([[δέχομαι]])領受 5) ([[ἐπαίρω]])高舉 6) ([[κομίζω]])供給 7) ([[λαμβάνω]])拿,取 8) ([[παραλαμβάνω]])帶到身邊 9) ([[ὑψόω]])升高 10) ([[φέρω]])負擔,攜帶<br />'''出現次數''':總共(100);太(19);可(20);路(20);約(26);徒(9);林前(1);弗(1);西(1);約壹(1);啓(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 拿(13) 太9:6; 太20:14; 太24:17; 可2:9; 可2:11; 可13:15; 路5:24; 路5:25; 路17:31; 約5:8; 約5:11; 約5:12; 徒21:11;<br />2) 除掉(4) 路23:18; 徒21:36; 徒22:22; 約壹3:5;<br />3) 拿去(3) 路6:29; 路6:30; 約19:31;<br />4) 背起(3) 太16:24; 可8:34; 路9:23;<br />5) 奪去(3) 路8:12; 約10:18; 約16:22;<br />6) 領去(3) 太14:12; 可6:29; 約19:38;<br />7) 也要⋯奪去(2) 太13:12; 可4:25;<br />8) 拿著(2) 可2:12; 約5:10;<br />9) 你們收拾(2) 可8:19; 可8:20;<br />10) 除掉他(2) 約19:15; 約19:15;<br />11) 帶壞了(2) 太9:16; 可2:21;<br />12) 要去拿(2) 路19:21; 路19:22;<br />13) 他們⋯挪了去(2) 約20:2; 約20:13;<br />14) 舉起(2) 啓10:5; 啓18:21;<br />15) 取(2) 太24:18; 可13:16;<br />16) 他們收拾(2) 太15:37; 可6:43;<br />17) 他們⋯收拾(1) 太14:20;<br />18) 就起了(1) 徒27:13;<br />19) 奪去了(1) 徒8:33;<br />20) 被奪去了(1) 徒8:33;<br />21) 扶起來(1) 徒20:9;<br />22) 將⋯奪去(1) 太21:43;<br />23) 可用(1) 林前6:15;<br />24) 拉上來(1) 徒27:17;<br />25) 撤去(1) 西2:14;<br />26) 你們⋯帶(1) 路9:3;<br />27) 你叫⋯猶疑不定(1) 約10:24;<br />28) 拿起⋯來(1) 約5:9;<br />29) 他們⋯挪開(1) 約11:41;<br />30) 他就⋯剪去(1) 約15:2;<br />31) 當⋯除掉(1) 弗4:31;<br />32) 你⋯領(1) 約17:15;<br />33) 拿⋯出去(1) 約2:16;<br />34) 奪⋯來(1) 路19:24;<br />35) 他們⋯托著(1) 路4:11;<br />36) 他們⋯要拿(1) 可16:18;<br />37) 將要⋯奪去(1) 路8:18;<br />38) 提高(1) 徒4:24;<br />39) 你們⋯拿了去(1) 路11:52;<br />40) 也要⋯奪過來(1) 太25:29;<br />41) 挪開(1) 約11:39;<br />42) 帶(1) 可6:8;<br />43) 奪了去(1) 可4:15;<br />44) 他們收拾了(1) 可8:8;<br />45) 你要挪開(1) 可11:23;<br />46) 背著(1) 可15:21;<br />47) 抬著的(1) 可2:3;<br />48) 背負(1) 太27:32;<br />49) 拿起來(1) 太17:27;<br />50) 負(1) 太11:29;<br />51) 你挪開(1) 太21:21;<br />52) 沖去(1) 太24:39;<br />53) 奪過(1) 太25:28;<br />54) 得(1) 可15:24;<br />55) 收拾(1) 路9:17;<br />56) 舉(1) 約11:41;<br />57) 托著(1) 太4:6;<br />58) 奪(1) 約11:48;<br />59) 領去了(1) 約19:38;<br />60) 挪開了(1) 約20:1;<br />61) 他們拿(1) 約8:59;<br />62) 除去(1) 約1:29;<br />63) 就奪去(1) 路11:22;<br />64) 高(1) 路17:13;<br />65) 奪過來(1) 路19:26;<br />66) 可以帶著(1) 路22:36;<br />67) 去取(1) 約20:15
|sngr='''原文音譯''':a‡rw 埃羅<br />'''詞類次數''':名詞(103)<br />'''原文字根''':舉起 相當於: ([[נָשָׂא]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':舉起*,懸掛,提起,拾起,背起,帶壞,帶去,拿去,領去,挪去,奪去,除掉,挪開,收拾,拿;字面上的字義:‘[[拿]]’石頭( 約8:59);拿起來( 太17:27);‘[[起了]]’錨( 徒27:13)。隱喻上的字義:向天‘[[舉起]]’右手來⋯起誓( 啓10:5,6);耶穌‘[[舉]]’目望天說,父阿( 約11:41)<br />'''同源字''':1) ([[αἴρω]])舉起 2) ([[ἀπαίρω]])取去 3) ([[ἐξαίρω]])除去 4) ([[ἐπαίρω]])高舉 5) ([[μεταίρω]])去,離開 6) ([[συναίρω]])共同完成 7) ([[ὑπεραίρομαι]])高抬自己<br />'''同義字''':1) ([[αἴρω]])舉起 2) ([[ἀποφέρω]])帶走 3) ([[βαστάζω]])舉起 4) ([[δέχομαι]])領受 5) ([[ἐπαίρω]])高舉 6) ([[κομίζω]])供給 7) ([[λαμβάνω]])拿,取 8) ([[παραλαμβάνω]])帶到身邊 9) ([[ὑψόω]])升高 10) ([[φέρω]])負擔,攜帶<br />'''出現次數''':總共(100);太(19);可(20);路(20);約(26);徒(9);林前(1);弗(1);西(1);約壹(1);啓(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 拿(13) 太9:6; 太20:14; 太24:17; 可2:9; 可2:11; 可13:15; 路5:24; 路5:25; 路17:31; 約5:8; 約5:11; 約5:12; 徒21:11;<br />2) 除掉(4) 路23:18; 徒21:36; 徒22:22; 約壹3:5;<br />3) 拿去(3) 路6:29; 路6:30; 約19:31;<br />4) 背起(3) 太16:24; 可8:34; 路9:23;<br />5) 奪去(3) 路8:12; 約10:18; 約16:22;<br />6) 領去(3) 太14:12; 可6:29; 約19:38;<br />7) 也要⋯奪去(2) 太13:12; 可4:25;<br />8) 拿著(2) 可2:12; 約5:10;<br />9) 你們收拾(2) 可8:19; 可8:20;<br />10) 除掉他(2) 約19:15; 約19:15;<br />11) 帶壞了(2) 太9:16; 可2:21;<br />12) 要去拿(2) 路19:21; 路19:22;<br />13) 他們⋯挪了去(2) 約20:2; 約20:13;<br />14) 舉起(2) 啓10:5; 啓18:21;<br />15) 取(2) 太24:18; 可13:16;<br />16) 他們收拾(2) 太15:37; 可6:43;<br />17) 他們⋯收拾(1) 太14:20;<br />18) 就起了(1) 徒27:13;<br />19) 奪去了(1) 徒8:33;<br />20) 被奪去了(1) 徒8:33;<br />21) 扶起來(1) 徒20:9;<br />22) 將⋯奪去(1) 太21:43;<br />23) 可用(1) 林前6:15;<br />24) 拉上來(1) 徒27:17;<br />25) 撤去(1) 西2:14;<br />26) 你們⋯帶(1) 路9:3;<br />27) 你叫⋯猶疑不定(1) 約10:24;<br />28) 拿起⋯來(1) 約5:9;<br />29) 他們⋯挪開(1) 約11:41;<br />30) 他就⋯剪去(1) 約15:2;<br />31) 當⋯除掉(1) 弗4:31;<br />32) 你⋯領(1) 約17:15;<br />33) 拿⋯出去(1) 約2:16;<br />34) 奪⋯來(1) 路19:24;<br />35) 他們⋯托著(1) 路4:11;<br />36) 他們⋯要拿(1) 可16:18;<br />37) 將要⋯奪去(1) 路8:18;<br />38) 提高(1) 徒4:24;<br />39) 你們⋯拿了去(1) 路11:52;<br />40) 也要⋯奪過來(1) 太25:29;<br />41) 挪開(1) 約11:39;<br />42) 帶(1) 可6:8;<br />43) 奪了去(1) 可4:15;<br />44) 他們收拾了(1) 可8:8;<br />45) 你要挪開(1) 可11:23;<br />46) 背著(1) 可15:21;<br />47) 抬著的(1) 可2:3;<br />48) 背負(1) 太27:32;<br />49) 拿起來(1) 太17:27;<br />50) 負(1) 太11:29;<br />51) 你挪開(1) 太21:21;<br />52) 沖去(1) 太24:39;<br />53) 奪過(1) 太25:28;<br />54) 得(1) 可15:24;<br />55) 收拾(1) 路9:17;<br />56) 舉(1) 約11:41;<br />57) 托著(1) 太4:6;<br />58) 奪(1) 約11:48;<br />59) 領去了(1) 約19:38;<br />60) 挪開了(1) 約20:1;<br />61) 他們拿(1) 約8:59;<br />62) 除去(1) 約1:29;<br />63) 就奪去(1) 路11:22;<br />64) 高(1) 路17:13;<br />65) 奪過來(1) 路19:26;<br />66) 可以帶著(1) 路22:36;<br />67) 去取(1) 約20:15
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[σηκώνω]], [[ὑψώνω]], [[μεγαλύνω]]). Ἀπό ρίζα ϝαρ + [[πρόσφυμα]] j → ἀρ-j-ω → [[αἴρω]] καί [[ἀείρω]] καί ρίζα ϝερ. Ὁ [[παρατατικός]] ᾖρονᾐρόμην μέ ὑπογεγραμμένη, γιατί προέρχεται ἀπό τό [[θέμα]] τοῦ ἐνεστώτα, οἱ ἄλλοι χρόνοι [[χωρίς]] ὑπογεγραμμένη ἀπό τή ρίζα ϝέρ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἄρσις]] (=[[σήκωμα]]), [[ἔπαρσις]] (=[[περηφάνια]]), [[ἔξαρσις]] (=[[ἔγερση]]), [[ἄπαρσις]] (=[[ἀναχώρηση]]), [[ἀντάρτης]], [[ἀνταρσία]], [[ἀρτήρ]] ῆρος (=[[ἀναφορέας]], [[μανέλλα]]), [[ἀρτηρία]] [[ἀορτή]], [[ἀορτήρ]] -ῆρος (=[[ζώνη]] ξίφους), [[ἄρδην]] (=[[σηκωτά]]), [[μετέωρος]], [[αἰώρα]] (=[[κούνια]]), [[συνωρίς]] (=ζευγάρι ἀλόγων), τό ἄορ ἤ ἆορ (=[[ξίφος]]), [[ἀρσίπους]] (=[[ζωηρός]]), τό [[ἄρμα]] -ατος (=[[τροφή]], [[βάρος]] πού σηκώνεται), [[ἀρτέον]], [[μετάρσιος]], [[ἔρανος]] (=[[συνεισφορά]]), [[ἔριθος]] (=[[μισθωτός]] [[ἐργάτης]]), [[μίσθαρνος]] ([[μισθός]] + [[ἄρνυμαι]], ἐκτετ. τύπ. τοῦ αἴρομαι, [[ἄρνυμαι]]=ἀποκτῶ) (=αὐτός πού ἐργάζεται μέ μισθό).
}}
{{elmes
|esmgtx=1 [[levantar]] λέγε μόνον τοῦτον τὸν λόγον, ἄρας τὸν Ἔρωτα ἀπὸ τῆς τραπέζης <b class="b3">pronuncia únicamente esta fórmula, levantando la imagen de Eros de la mesa</b> P XII 77 ἄρας τὰς χεῖρας πρὸς τὰ ἄστρα κατάσειε λέγων <b class="b3">levantando las manos a las estrellas, muévelas diciendo</b> SM 72 2.1 2 [[traer]] αἴρει (Ὄσιρις) τὸ ψυχρὸν ὕδωρ καὶ ἀναπαύσεται ὑμῶν τὰς ψυχάς <b class="b3">Osiris trae el agua fría y dará descanso a vuestras almas (en un conjuro a démones) </b> SM 45 13 3 [[quitar]], [[eliminar]] μῖσος τὸν ἀμνόν τοῦ θεοῦ, τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν κατὰ κόσμου <b class="b3">odio al Cordero de Dios, el que se lleva el pecado del mundo</b> C 20 13 4 [[coger]] αἴρω σε, ἥ τις βοτάνη, χειρὶ πενταδακτύλῳ <b class="b3">te cojo a ti, hierba tal, con una mano de cinco dedos</b> P IV 287 ἐπευξάμενος αἶρε κατὰ δύο δύο (τὰ φύλλα) <b class="b3">al hacer la súplica toma las hojas de dos en dos</b> P XXIV 19
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[tollere]], [[extollere]]'', to [[lift up]], [[exalt]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.49.1/ 1.49.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.63.2/ 1.63.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.90.3/ 1.90.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.75.4/ 2.75.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%202.75.6/ 2.75.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.94.1/ 2.94.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.22.7/ 3.22.7], <i>similiter.</i> <i>similarly.</i> [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.42.4/ 4.42.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.111.1/ 4.111.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.10.8/ 5.10.8], (<i>de Brasida vulnerato</i> <i>concerning the wounded Brasidas</i>) [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%205.10.11/ 5.10.11], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.34.4/ 7.34.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.41.2/ 7.41.2], (<i>vulgo</i> <i>commonly</i> ᾐρμ.) [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.95.1/ 8.95.1],<br><i>Transl.</i> <i>translate</i> [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.118.2/ 1.118.2], 130, (<i>de Pausania</i> <i>concerning Pausanias</i>) [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.18.6/ 6.18.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.59.3/ 6.59.3], (<i>in epigram.</i> <i>in an epigram</i>)<br>''[[solvere]] (navem)'', to [[set sail]] (ship), [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.29.1/ 1.29.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.52.2/ 1.52.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.23.2/ 2.23.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.25.3/ 2.25.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.56.6/ 2.56.6]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.103.1/ 2.103.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.32.1/ 3.32.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%203.91.3/ 3.91.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%203.95.1/ 3.95.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.11.2/ 4.11.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.45.1/ 4.45.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.129.3/ 4.129.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.3.6/ 5.3.6]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.43.1/ 6.43.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.51.3/ 6.51.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.94.1/ 6.94.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.104.2/ 6.104.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.26.1/ 7.26.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.69.4/ 7.69.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.28.1/ 8.28.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.32.1/ 8.32.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.39.1/ 8.39.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.60.2/ 8.60.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.79.1/ 8.79.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.88.1/ 8.88.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.99.1/ 8.99.1].<br>''[[castra movere]]'', to [[move camp]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.12.4/ 2.12.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.23.1/ 2.23.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.98.1/ 2.98.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.96.1/ 3.96.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.106.1/ 3.106.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.11.1/ 4.11.1] (<i>cf. Popp. adn.</i> <i>compare Poppo's note</i>). [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%204.103.1/ 4.103.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.79.1/ 7.79.1].<br>MED. ''[[bellum suscipere]]'', to [[undertake war]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.80.3/ 1.80.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.82.6/ 1.82.6]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.118.2/ 1.118.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.125.2/ 1.125.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.39.3/ 3.39.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.60.2/ 4.60.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.9.1/ 6.9.1].
}}
{{trml
|trtx====[[destroy]]===
Akkadian: 𒄢; Aklanon: guba'; Albanian: shkatërroj; Arabic: دَمَّرَ‎; Egyptian Arabic: روح‎, خرب‎; Armenian: ոչնչացնել; Azerbaijani: məhv etmək, dağıtmaq; Belarusian: знішчаць, ні́шчыць, зні́шчыць, руйнаваць, зруйнаваць; Breton: freuzañ; Bulgarian: унищожавам, унищожа, разрушавам, разруша; Catalan: destruir; Cebuano: guba; Central Huishui Hmong: kom puas rau; Cherokee: ᎠᏲᏍᏙᏗ; Chinese Mandarin: 銷毀/销毁, 摧毀/摧毁, 破壞/破坏, 毀壞/毁坏; Choctaw: nasholichi; Czech: ničit, zničit; Danish: ødelægge; Dutch: [[vernietigen]], [[vernielen]], [[verwoesten]], [[kapot maken]], [[slopen]]; Esperanto: ekstermi, detrui; Estonian: hävitama; Evenki: эвми; Finnish: tuhota, hävittää; French: [[détruire]]; Middle French: gaster, destruire, mehaignier; Old French: gaster, destruire, mehaignier; Friulian: distruzi, distrugi; Galician: destruír; Georgian: განადგურება, მოსპობა, დაქცევა, დანგრევა; German: [[zerstören]], [[vernichten]], [[kaputtmachen]]; Gothic: 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌾𐌰𐌽; Greek: [[καταστρέφω]]; Ancient Greek: [[ἀπόλλυμι]], [[ὄλλυμι]], [[ἀείρω]], [[ἀϊστόω]], [[πέρθω]], [[πορθέω]], [[ἀναιρέω]], [[ἀναλίσκω]], [[λύω]], [[διαλύω]], [[καταλύω]], [[ὀλέκω]], [[φθείρω]], [[ἀποφθείρω]], [[διαφθείρω]], [[ἐκφθείρω]], [[καταφθείρω]], [[φθίνω]], [[φθίω]], [[καταχράομαι]]; Hawaiian: luku; Hebrew: הָרַס‎; Higaonon: naguba; Hindi: नष्ट करना, नाश करना, बर्बाद करना; Hungarian: megsemmisít, pusztít, elpusztít, tönkretesz, szétrombol; Icelandic: eyðileggja, rústa, skemma; Ido: destruktar; Irish: slad; Italian: [[distruggere]], [[annichilare]]; Japanese: 破壊する, 壊す, 潰す, 破る; Khmer: កំទេច, បំផ្លាញ; Korean: 파괴하다, 말살하다, 부수다; Kumyk: дагъытмакъ; Kurdish Northern Kurdish: têkşikandin; Lao: ທໍາລາຍ; Latgalian: nycynuot, iznycynuot, propuļdeit; Latin: [[populor]], [[deleo]], [[aufero]], [[aboleo]], [[abolefacio]]; Latvian: iznīcināt; Lithuanian: sunaikinti; Livonian: nītsiņtõ; Macedonian: уништува, уништи; Malay: musnah; Manchu: ᡝᡶᡠᠯᡝᠮᠪᡳ; Maori: whakakorekore, hoepapa, whakamōtī, kōpenupenu, whakangawhi, whakangahi, kaiauru, whakahotu, hoepapa, urupatu, whakamōtī, whakapakaru; Mirandese: çtruir, çtroçar; Mongolian Cyrillic: суйтгэх, сүйтгэх; Nanai: хэпули-; Ngazidja Comorian: hwangamiza; Norman: dêtruithe; Norwegian Bokmål: ødelegge; Persian: از بین بردن‎; Phoenician: 𐤀𐤁𐤃‎; Polish: niszczyć, zniszczyć, rujnować, zrujnować; Portuguese: [[destruir]], [[estraçalhar]], [[arruinar]], [[destroçar]], [[detonar]]; Romanian: distruge, nimici; Russian: [[уничтожать]], [[уничтожить]], [[разрушать]], [[разрушить]]; Sanskrit: नाशयति; Scots: cannoch; Scottish Gaelic: dì-làraich; Serbo-Croatian Cyrillic: уништавати, у̀ништити; Roman: uništávati, ùništiti; Slovak: ničiť, zničiť, znehodnotiť; Slovene: uničevati, uničiti; Sotho: a timetse; Spanish: [[destruir]], [[romper]], [[destrozar]]; Sumerian: 𒋗𒅆𒌨; Swahili: -haribu; Swedish: förstöra; Tagalog: sirain, wasakin; Tajik: нест кардан; Thai: ทำลาย; Tocharian B: näk-, kärst-; Turkish: yok etmek, mahvetmek; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: нищити, знищувати, знищити, руйнувати, зруйнувати, розвалюватити, розвалити; Urdu: برباد کرنا‎; Uzbek: yoʻq qilmoq, bitirmoq; Vietnamese: huỷ hoại, phá hoại, phá huỷ; Walloon: distrure; Welsh: dinistrio; Yiddish: חרובֿ מאַכן‎
===[[praise]]===
Aghwan: 𐔰𐕔𐕙𐔴; Albanian: lëvdoj, lavdëroj, mburr; Arabic: مَدَحَ‎, أَثْنَى‎, أَطْرَى‎, حَمِدَ‎; Egyptian Arabic: حمد‎, مدح‎, شكر في‎; Moroccan Arabic: حمد‎, مدح‎, شكر‎, شكر في‎; Armenian: գովել; Aromanian: alavdu; Assamese: গুণ গা, বখান, প্ৰসংশা কৰ; Azerbaijani: öymək, tərifləmək; Bashkir: маҡтау; Belarusian: хвалі́ць; Breton: meuliñ; Bulgarian: хваля; Catalan: lloar; Chinese Cantonese: 讚/赞, 讚美/赞美; Mandarin: 讚揚/赞扬, 稱讚/称赞, 表揚/表扬, 誇獎/夸奖, 讚美/赞美; Cornish: gormel, praysya; Czech: chválit; Danish: rose; Dutch: [[loven]], [[prijzen]], [[eren]]; Esperanto: laŭdi; Estonian: ülistama; Faroese: rósa; Finnish: ylistää, kehua, palvoa; French: [[louer]], [[féliciter]], [[prôner]], [[vénérer]]; Friulian: laudâ; Galician: loar, gabar; German: [[loben]], [[preisen]]; Gothic: 𐌷𐌰𐌶𐌾𐌰𐌽; Greek: [[επαινώ]], [[εγκωμιάζω]]; Ancient Greek: [[ᾄδειν]], [[ᾄδω]], [[ἀείδω]], [[ἀείρω]], [[ἀέρρω]], [[αἰνέω]], [[αἰνῶ]], [[αἴρω]], [[δοξοποιέω]], [[δοξοποιῶ]], [[ἐγκωμιάζω]], [[ἐπαινετέω]], [[ἐπαινέω]], [[ἐπαίνημι]], [[ἐπαινίω]], [[ἐπαινῶ]], [[εὖ λέγω]], [[εὐκλεΐζω]], [[εὐλογέω]], [[ζαλόω]], [[ζαλῶ]], [[ζηλεύω]], [[ζηλόω]], [[ζηλῶ]], [[κλεΐζω]], [[κλῄζω]], [[κληΐζω]], [[μακαρίζω]], [[προσπαίζω]], [[ὑμνείω]], [[ὑμνέω]], [[ὑμνῶ]]; Hebrew: שיבח \ שִׁבֵּחַ‎; Hindi: तारीफ़ करना; Hungarian: dicsér, méltat, dicsőít; Icelandic: hrósa; Ido: laudar; Irish: mol, cuach; Old Irish: molaidir; Italian: [[lodare]], [[elogiare]]; Japanese: 褒める, 称える, 讃える, 賞賛する; Korean: 칭찬하다; Kurdish Northern Kurdish: pesinandin, pesn dan, meth kirin; Ladino: loar; Latin: [[laudo]]; Latvian: slavēt; Lithuanian: gìrti, pagìrti; Lombard: lodà; Macedonian: фали; Malay: memuji; Malayalam: പ്രശംസിക്കുക, വാഴ്തുക, പുകഴ്തുക; Mansaka: bantog; Manx: moyl; Maore Comorian: usifu; Mirandese: agabar; Ngazidja Comorian: uhimiɗia; Norwegian: rose; Occitan: lausar; Old Church Slavonic Cyrillic: хвалити; Old English: herian; Old Norse: hrósa; Persian: ستودن‎, تعریف کردن‎; Polish: chwalić, pochwalić; Portuguese: [[louvar]], [[enaltecer]], [[elogiar]]; Punjabi: ਵਡਿਆਉਣਾ; Romanian: lăuda, slăvi, proslăvi; Romansch: ludar, luder, lodar; Russian: [[хвалить]], [[похвалить]], [[восхвалять]], [[превозносить]]; Sami Kildin Sami: кыҋҋтэ; Sanskrit: ईडयति, स्तौति; Sardinian: alabai, alabare; Scottish Gaelic: mol, luaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалити; Roman: hvaliti; Slovak: chváliť, pochváliť; Slovene: hvaliti; Spanish: [[alabar]], [[elogiar]], [[ensalzar]], [[enaltecer]], [[loar]]; Swahili: shangilia; Swedish: berömma; Tajik: таъриф кардан, сутудан; Telugu: పొగడు, భజించు, మెచ్చుకొను; Thai: ยกย่อง, สรรเสริญ; Tocharian A: päl-; Tocharian B: päl-; Turkish: övmek, methetmek; Ukrainian: хвалити; Urdu: تعریف کرنا‎; Vietnamese: khen ngợi; Welsh: canmol, clodfori, moli, moliannu; Yiddish: לויבן‎; Zulu: -bonga, -dumisa; ǃXóõ: da̰ã
}}
}}