θάμβος: Difference between revisions

198 bytes removed ,  Saturday at 15:32
m
Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thamvos
|Transliteration C=thamvos
|Beta Code=qa/mbos
|Beta Code=qa/mbos
|Definition=εος, τό, also ὁ <span class="bibl">Simon.237</span>, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ec.</span>12.5</span> (pl.): ([[τέθηπα]]):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[amazement]], [[wonder]], [[admiration]], [[astonishment]], [[consternation]], [[stupefaction]] θ. δ' ἔχεν εἰσορόωντας <span class="bibl">Il.4.79</span>; θ. δ' ἕλε πάντας ἰδόντας <span class="bibl">Od.3.372</span>; θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>1.55</span>; θάμβει ἐκπλαγέντες <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>291</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>781</span> (lyr.), <span class="bibl">Th.6.31</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>254c</span>: pl., <span class="bibl">Onos.41.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> in objective sense, [[θάμβοι]] = [[terror]]s in the [[way]], [[LXX]] [[l.c.]]; [[object of wonder]], Epigr.Gr.1068 (Gerasa).</span>
|Definition=εος, τό, also ὁ Simon.237, [[LXX]] ''Ec.''12.5 (pl.): ([[τέθηπα]]):—<br><span class="bld">A</span> [[amazement]], [[wonder]], [[admiration]], [[astonishment]], [[consternation]], [[stupefaction]] θ. δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il.4.79; θ. δ' ἕλε πάντας ἰδόντας Od.3.372; θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς Pi.''N.''1.55; θάμβει ἐκπλαγέντες E.''Rh.''291, cf. [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''781 (lyr.), Th.6.31, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''254c: pl., Onos.41.2.<br><span class="bld">2</span> in objective sense, [[θάμβοι]] = [[terror]]s in the [[way]], [[LXX]] [[l.c.]]; [[object of wonder]], Epigr.Gr.1068 (Gerasa).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[θάμβος]], -εος, το και [[θάμβος]], ὁ)<br /><b>1.</b> [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]], [[ξάφνιασμα]] («και ἐγένετο [[θάμβος]] ἐπὶ πάντας», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[φόβος]] που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος<br /><b>3.</b> [[λαμπρότητα]], [[μεγαλείο]] που προκαλεί [[κατάπληξη]] ή θαυμασμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> απότομη [[οπτική]] [[διαταραχή]] που προκαλείται από έντονο εκτυφλωτικό φως το οποίο κάνει τον προσβαλλόμενο ανίκανο να δει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που προκαλεί [[έκπληξη]] και θαυμασμό («ὁ γάρ κολοσσὸς [[θάμβος]] ἦν»)<br /><b>2.</b> [[θαύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Οπωσδήποτε η λ. συνδέεται με αρχ. παρακμ. [[τέθηπα]] (υπερσ. <i>ετεθήπεα</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταφ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>θαφ</i>-, <i>το</i> οποίο απαντά μόνο στη μτχ. θεματ. αορ. [[ταφών]] «αυτός που θαμπώθηκε, που εξεπλάγη» — [[πρβλ]]. <i>τρέφομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θρεφ</i>·) -[[θρόμβος]], [[στρέφω]]- [[στρόμβος]]. Η λ. συνδέθηκε, εξάλλου, με γοτθ. προστ. <i>afdobn</i> = <i>φιμώθητι</i> «σώπα», [[πράγμα]] που οδηγεί στην [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>dhăbh</i>- και στη [[σύνδεση]] με μσν. αγγλ. <i>dabben</i> «[[χτυπώ]] απαλά», νέο άνω γερμ. <i>tappen</i> κ.ά. Τέλος, υπετέθη ότι η λ. εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>dhembh</i>- ([[πρβλ]]. <i>dumbs</i> «[[βουβός]], [[άφωνος]]» της ΙΕ ρίζας <i>dhembh</i>- από την οποία θα προήλθε αμάρτ. <i>θέμβος</i> <span style="color: red;"><</span> ενεστ. <i>θέμβω</i> και <i>θομβέω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θαμβός]], [[θαμβώνω]] (-<i>ω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαμβαίνω]], [[θαμβαλέος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αθαμβής]], [[μεγαθαμβής]], [[περιθαμβής]], [[πολυθαμβής]].
|mltxt=το (Α [[θάμβος]], -εος, το και [[θάμβος]], [[]])<br /><b>1.</b> [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]], [[ξάφνιασμα]] («και ἐγένετο [[θάμβος]] ἐπὶ πάντας», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[φόβος]] που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος<br /><b>3.</b> [[λαμπρότητα]], [[μεγαλείο]] που προκαλεί [[κατάπληξη]] ή θαυμασμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> απότομη [[οπτική]] [[διαταραχή]] που προκαλείται από έντονο εκτυφλωτικό φως το οποίο κάνει τον προσβαλλόμενο ανίκανο να δει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που προκαλεί [[έκπληξη]] και θαυμασμό («ὁ γάρ κολοσσὸς [[θάμβος]] ἦν»)<br /><b>2.</b> [[θαύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Οπωσδήποτε η λ. συνδέεται με αρχ. παρακμ. [[τέθηπα]] (υπερσ. <i>ετεθήπεα</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταφ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>θαφ</i>-, <i>το</i> οποίο απαντά μόνο στη μτχ. θεματ. αορ. [[ταφών]] «αυτός που θαμπώθηκε, που εξεπλάγη» — [[πρβλ]]. <i>τρέφομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θρεφ</i>·) -[[θρόμβος]], [[στρέφω]]- [[στρόμβος]]. Η λ. συνδέθηκε, εξάλλου, με γοτθ. προστ. <i>afdobn</i> = <i>φιμώθητι</i> «σώπα», [[πράγμα]] που οδηγεί στην [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>dhăbh</i>- και στη [[σύνδεση]] με μσν. αγγλ. <i>dabben</i> «[[χτυπώ]] απαλά», νέο άνω γερμ. <i>tappen</i> κ.ά. Τέλος, υπετέθη ότι η λ. εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>dhembh</i>- ([[πρβλ]]. <i>dumbs</i> «[[βουβός]], [[άφωνος]]» της ΙΕ ρίζας <i>dhembh</i>- από την οποία θα προήλθε αμάρτ. <i>θέμβος</i> <span style="color: red;"><</span> ενεστ. <i>θέμβω</i> και <i>θομβέω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θαμβός]], [[θαμβώνω]] (-<i>ω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαμβαίνω]], [[θαμβαλέος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αθαμβής]], [[μεγαθαμβής]], [[περιθαμβής]], [[πολυθαμβής]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θάμβος]], εος, [from Root !ταφ, v. [[τέθηπα]] = [[τάφος]]<br />[[astonishment]], [[amazement]], Hom., [[attic]]
|mdlsjtxt=[[θάμβος]], εος, [from Root !ταφ, v. [[τέθηπα]] = [[τάφος]]<br />[[astonishment]], [[amazement]], Hom., Attic
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
Line 47: Line 47:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=τό (=ἔκπληξη, [[θαυμασμός]]). Ἀπό ρίζα θαϝ- τοῦ [[θαυμάζω]] ἤ θαπ- τοῦ ἐπικ. παρακ. [[τέθηπα]] ἀπό ὅπου καί τό ὁμηρ. τό [[τάφος]] (=ἔκπληξη).<br><b>Παράγωγα:</b> [[θαμβέω]] -ῶ (=εἶμαι [[ἔκθαμβος]]), [[θάμβημα]], [[θάμβησις]], [[θαμβητός]], [[ἔκθαμβος]].
|mantxt=τό (=[[ἔκπληξη]], [[θαυμασμός]]). Ἀπό ρίζα θαϝ- τοῦ [[θαυμάζω]] ἤ θαπ- τοῦ ἐπικ. παρακ. [[τέθηπα]] ἀπό ὅπου καί τό ὁμηρ. τό [[τάφος]] (=[[ἔκπληξη]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[θαμβέω]] -ῶ (=εἶμαι [[ἔκθαμβος]]), [[θάμβημα]], [[θάμβησις]], [[θαμβητός]], [[ἔκθαμβος]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[miraculum]]'', [[marvel]], [[wonder]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.31.6/ 6.31.6].
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx====astonishment===
|trtx====[[astonishment]]===
Arabic: ذُهُول‎, دَهْشَة‎, تَعَجُّب‎; Egyptian Arabic: ذهول‎; Armenian: զարմանք; Azerbaijani: təəccüb; Belarusian: здзіўленне, падзі́ў; Bulgarian: учудване, удивление; Catalan: estorament, sorpresa; Chinese Mandarin: 驚愕, 惊愕, 驚異, 惊异; Czech: údiv, úžas, podiv; Danish: forbavselse; Faroese: undran; Finnish: hämmästys, hämmästyminen, kummastus, kummastuminen; French: [[étonnement]]; Galician: abraio, aglaio, medoña, infento; German: [[Staunen]], [[Erstaunen]], [[Verwunderung]]; Greek: [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]], [[σοκ]]; Ancient Greek: [[θάμβος]], [[ἔκπληξις]], [[θαῦμα]]; Icelandic: undrun; Irish: uafás; Italian: [[stupore]], [[meraviglia]], [[sorpresa]], [[sbigottimento]], [[attonimento]]; Japanese: 驚き, 驚愕; Korean: 놀람, 놀라움; Macedonian: чудење, зачудување; Malay: kekaguman; Malayalam: വിസ്മയം; Manx: ard-yindys; Maori: māharotanga; Persian: تعجب‎; Polish: zdziwienie, zdziwko, zdumienie, dziw, osłupienie; Portuguese: [[surpresa]]; Romanian: uimire, surprindere; Russian: [[удивление]], [[изумление]]; Slovak: údiv, úžas; Spanish: [[asombro]], [[estupefacción]], [[sorpresa]], [[extrañeza]]; Swedish: häpenhet, förvåning; Tajik: тааҷҷуб; Turkish: şaşkınlık, şaşırtı, sürpriz; Ukrainian: здивування, подив
Arabic: ذُهُول‎, دَهْشَة‎, تَعَجُّب‎; Egyptian Arabic: ذهول‎; Armenian: զարմանք; Azerbaijani: təəccüb; Belarusian: здзіўленне, падзі́ў; Bulgarian: учудване, удивление; Catalan: estorament, sorpresa; Chinese Mandarin: 驚愕, 惊愕, 驚異, 惊异; Czech: údiv, úžas, podiv; Danish: forbavselse; Faroese: undran; Finnish: hämmästys, hämmästyminen, kummastus, kummastuminen; French: [[étonnement]]; Galician: abraio, aglaio, medoña, infento; German: [[Staunen]], [[Erstaunen]], [[Verwunderung]]; Greek: [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]], [[σοκ]]; Ancient Greek: [[θάμβος]], [[ἔκπληξις]], [[θαῦμα]]; Icelandic: undrun; Irish: uafás; Italian: [[stupore]], [[meraviglia]], [[sorpresa]], [[sbigottimento]], [[attonimento]]; Japanese: 驚き, 驚愕; Korean: 놀람, 놀라움; Macedonian: чудење, зачудување; Malay: kekaguman; Malayalam: വിസ്മയം; Manx: ard-yindys; Maori: māharotanga; Persian: تعجب‎; Polish: zdziwienie, zdziwko, zdumienie, dziw, osłupienie; Portuguese: [[surpresa]]; Romanian: uimire, surprindere; Russian: [[удивление]], [[изумление]]; Slovak: údiv, úžas; Spanish: [[asombro]], [[estupefacción]], [[sorpresa]], [[extrañeza]]; Swedish: häpenhet, förvåning; Tajik: тааҷҷуб; Turkish: şaşkınlık, şaşırtı, sürpriz; Ukrainian: здивування, подив
}}
}}