τρίς: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tris
|Transliteration C=tris
|Beta Code=tri/s
|Beta Code=tri/s
|Definition=Adv. of [[τρεῖς]] ([[quod vide|q.v.]]), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thrice]], [[three times]], <b class="b3">τ. τόσσα</b> [[thrice]] as much or many, <span class="bibl">Il.1.213</span>, cf. <span class="bibl">5.136</span>; δὶς καὶ τ. <span class="bibl">Thgn.633</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>433</span>, etc.; δὶς ἢ τ. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>1181</span> (troch.); τ. τετράκι τε <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>7.104</span>; ἐς τ. [[thrice]], <span class="bibl">Id.<span class="title">O.</span>2.68</span>, <span class="bibl">Hdt.1.86</span>, <span class="bibl">5.105</span>, <span class="title">GDI</span> iv <span class="bibl">p.884</span> (Erythrae, iv B. C.), <span class="bibl">Theoc. 1.25</span>, <span class="bibl">2.43</span>; ἐπὶ τρίς [[thrice]], Act.Ap.10.16, 11.10, Dsc.<span class="title">Eup.</span>2.19; freq. used merely to intensify the notion, τ. λελουμένη <span class="bibl">Eub.102</span>, etc.; especially in compds., such as [[τρισάθλιος]], [[τρίσμακαρ]], etc., cf. <b class="b3">τρι-, τριάζω, τρικυμία;</b> but such words may sometimes be written divisim, <b class="b3">τρὶς ἄθλιος</b>, etc.: [[proverb|prov.]], <b class="b3">τ. ἓξ βαλεῖν</b> throw [[thrice]] six (the highest throw, there being three dice), <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>33</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>968e</span>; τρὶς ἓξ νικητήριος βόλος <span class="title">App. Prov.</span>4.99; ἢ τ. ἓξ ἢ τρεῖς κύβοι <span class="bibl">Pherecr.124</span>. [ῐ: in <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>173</span> long by position before (ϝ) [[έτεος]].] (I.-E. [[tris]], cf. Skt. [[tris]], Lat. [[ter]].) </span>
|Definition=Adv. of [[τρεῖς]] ([[quod vide|q.v.]]), [[thrice]], [[three times]], <b class="b3">τ. τόσσα</b> [[thrice]] as much or many, Il.1.213, cf. 5.136; δὶς καὶ τ. Thgn.633, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''433, etc.; δὶς ἢ τ. Ar.''Pax''1181 (troch.); τ. τετράκι τε Pi.''N.''7.104; ἐς τ. [[thrice]], Id.''O.''2.68, [[Herodotus|Hdt.]]1.86, 5.105, ''GDI'' iv p.884 (Erythrae, iv B. C.), Theoc. 1.25, 2.43; ἐπὶ τρίς [[thrice]], Act.Ap.10.16, 11.10, Dsc.''Eup.''2.19; freq. used merely to intensify the notion, τ. λελουμένη Eub.102, etc.; especially in compds., such as [[τρισάθλιος]], [[τρίσμακαρ]], etc., cf. <b class="b3">τρι-, τριάζω, τρικυμία</b>; but such words may sometimes be written divisim, <b class="b3">τρὶς ἄθλιος</b>, etc.: [[proverb|prov.]], <b class="b3">τ. ἓξ βαλεῖν</b> throw [[thrice]] six (the highest throw, there being three dice), [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''33, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''968e; τρὶς ἓξ νικητήριος βόλος ''App. Prov.''4.99; ἢ τ. ἓξ ἢ τρεῖς κύβοι Pherecr.124. [ῐ: in Hes.''Op.''173 long by position before (ϝ) [[έτεος]].] (I.-E. tris, cf. Skt. tris, Lat. [[ter]].)  
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1146.png Seite 1146]] adv. von [[τρεῖς]], [[dreimal]]; oft bei Hom. u. Hes.; τρὶς τόσον, dreimal so viel, Il. 5, 136 u. öfter; ἐς [[τρίς]], zu drei Malen, Her. 1, 86; Eur. Hipp. 46; τρὶς ἑξ βάλλειν, dreimal sechs werfen, d. i. den höchsten Wurf im Würfelspiel werfen, d. i. übh. Glück haben, siegen, Aesch. Ag. 33. – Oft ist es der Ausdruck einer allgemeinen oder unbestimmten Vielheit und steigert bes. in Compositis den Begriff des Simplex, wie [[τρισάθλιος]], [[τρίσμακαρ]]. – [Bei Hes. O. 175 ist ι in der ersten Vershebung lang gebraucht.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1146.png Seite 1146]] adv. von [[τρεῖς]], [[dreimal]]; oft bei Hom. u. Hes.; τρὶς τόσον, dreimal so viel, Il. 5, 136 u. öfter; ἐς [[τρίς]], zu drei Malen, Her. 1, 86; Eur. Hipp. 46; τρὶς ἑξ βάλλειν, dreimal sechs werfen, d. i. den höchsten Wurf im Würfelspiel werfen, d. i. übh. Glück haben, siegen, Aesch. Ag. 33. – Oft ist es der Ausdruck einer allgemeinen oder unbestimmten Vielheit und steigert bes. in Compositis den Begriff des Simplex, wie [[τρισάθλιος]], [[τρίσμακαρ]]. – [Bei Hes. O. 175 ist ι in der ersten Vershebung lang gebraucht.]
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''τρίς''': Ἐπίρρ. τοῦ [[τρεῖς]] (ὃ ἴδε), [[τρεῖς]] [[φοράς]], Λατ. ter, Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· τρὶς [[τόσος]] Ἰλ. Α. 213, κλπ.· τρὶς τόσον Ε. 136· δὶς καὶ τρὶς Θέογν. 633, Σοφ. Αἴ. 433, κλπ.· δὶς ἢ τρὶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1181· τρὶς τετράκι τε Πινδ. Ν. 7. 153· ἐς [[τρίς]], «ἕως [[τρεῖς]] [[φοράς]]», Ἡρόδ. 1. 86, 5, 105., Πινδ. Ο. 2. 123, καὶ Ἀττ.· ἐπὶ τρὶς Συλλ. Ἐπιγρ. 1122. 9. Ἀλλὰ [[συχνάκις]] κεῖται [[ἁπλῶς]] εἰς ἐνίσχυσιν τῆς ἐννοίας, τρὶς λελουμένη Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 6, κλπ.· [[μάλιστα]] ἐν τοῖς συνθέτοις, [[οἷον]] [[τρισάθλιος]], τρίσμακαρ, ὡς τὸ Λατιν. ter beatus, [[τρισευδαίμων]]· ἴδε πολλὰς τῶν ἑπομένων λέξεων καὶ πρβλ. τρι-, [[τριάζω]], τρικυμία· νεώτεροι [[ὅμως]] ἐκδόται γράφουσι πολλὰ τῶν συνθέτων τούτων [[διῃρημένως]], τρὶς [[ἄθλιος]], τρὶς [[κακοδαίμων]], τρὶς [[μάκαρ]]. - Παροιμ., τρὶς ἓξ βάλλειν, δηλ. ἐπιτυγχάνειν τοῦ ἀρίστου βόλου (ὑπαρχόντων τριῶν κύβων), [[ὅθεν]] [[ἁπλῶς]], [[κερδαίνω]], εἶμαι [[τυχηρός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 33, [[ἔνθα]] ἴδε Blomf., πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 968Ε· τρὶς ἕξ [[νικητήριος]] [[βόλος]] Παροιμιογρ.· ἢ τρὶς ἓξ ἢ [[τρεῖς]] κύβοι, «ἡ [[παροιμία]] παρὰ Φερεκρ. ἐν τοῖς Μυρμηκανθρώποις. κεῖται δὲ ἐπὶ τῶν ἀποκινδυνευόντων. τὸ μὲν γὰρ ἓξ τὴν παντελῆ νίκην δηλοῖ, τὸ δὲ [[τρεῖς]] κύβοι τὴν ἧτταν» Ζηνόβ. IV, 23. [ῐ· ὁ Ἡσ. ἐν Ἔργ. καὶ Ἡμ. 172 ἔχει ῑ ἐν ἄρσει, ἐν ἀρχῇ στίχου].
|btext=<i>adv.</i><br />trois fois : ἐς [[τρίς]] jusqu'à trois fois, par trois fois ; τρὶς ἓξ βάλλειν ESCHL jeter, <i>càd</i> amener trois fois le six au jeu de dés, <i>càd</i> être très heureux.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]].
}}
{{elnl
|elnltext=τρίς [~ τρεῖς] adv. driemaal:; τρὶς τόσσα drie maal zoveel Il. 1.213; ἐς τρίς tot drie maal toe Hdt. 1.86.3; τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ τρίς dat gebeurde tot drie maal toe NT Act. Ap. 10.16; spreekw.: τρὶς ἓξ βαλεῖν drie maal zes werpen (succes hebben).
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>adv.</i><br />trois fois : [[ἐς]] [[τρίς]] jusqu’à trois fois, par trois fois ; τρὶς ἓξ βάλλειν ESCHL jeter, <i>càd</i> amener trois fois le six au jeu de dés, <i>càd</i> être très heureux.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]].
|elrutext='''τρίς:''' (ῐ, у Hes. в арсисе ῑ)<br /><b class="num">1</b> [[трижды]], [[троекратно]]: τ. [[τόσον]] Hom. втрое больше; ἐς τ. Her. трижды; τ. ἓξ [[βαλεῖν]] погов. Aesch. трижды выбросить шестерку (при игре в кости), т. е. добиться необыкновенного счастья;<br /><b class="num">2</b> (в виде приставки) досл. трижды, перен. крайне, весьма ([[τρισάθλιος]] Aesch.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[τρίς]] (cf. [[ἐστρίς]].) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[thrice]] Αἰγίνᾳ τε γὰρ φαμὶ Νίσου τ' ἐν λόφῳ τρὶς δὴ πόλιν τάνδ εὐκλείξαι (P. 9.91) ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν [[ἀπορία]] τελέθει (N. 7.104) τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι [[λαχών]], τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (N. 10.27) —8.
|sltr=[[τρίς]] (cf. [[ἐστρίς]].) [[thrice]] Αἰγίνᾳ τε γὰρ φαμὶ Νίσου τ' ἐν λόφῳ τρὶς δὴ πόλιν τάνδ εὐκλείξαι (P. 9.91) ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν [[ἀπορία]] τελέθει (N. 7.104) τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι [[λαχών]], τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (N. 10.27) —8.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 35: Line 38:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[τρίς]], ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[τρεις]] φορές (α. «καταδικάστηκε [[τρις]] εις θάνατον» β. «ἐν [[ταύτῃ]] τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με», ΚΔ.<br />γ. «νῦν γὰρ [[πάρεστι]] καὶ δὶς αἰάζειν ἐμοὶ και [[τρίς]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς [[τρίς]]» ή «ἐπὶ [[τρίς]]» — ώς [[τρεις]] φορές<br />β) «τρὶς ἓξ [[βάλλω]]» — [[πετυχαίνω]] την καλύτερη [[ζαριά]], [[φέρνω]] [[τρεις]] φορές εξάρες<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῑς κύβοι» — λεγόταν για τους ριψοκίνδυνους, που τά παίζουν όλα για όλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[τρίς]] [[είναι]] σχηματισμένο από την εξασθενωμένη [[βαθμίδα]] <i>τρι</i>- του αριθμητικού [[τρεις]], [[τρία]], η οποία απαντά και ως α' συνθετικό λέξεων (<b>βλ.</b> και <i>τρι</i>-), και εμφανίζει ληκτικό -<i>ς</i> για [[αποφυγή]] χασμωδίας (<b>πρβλ.</b> <i>δις</i> [Ι])].
|mltxt=[[τρίς]], ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[τρεις]] φορές (α. «καταδικάστηκε [[τρις]] εις θάνατον» β. «ἐν [[ταύτῃ]] τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με», ΚΔ.<br />γ. «νῦν γὰρ [[πάρεστι]] καὶ δὶς αἰάζειν ἐμοὶ και [[τρίς]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς [[τρίς]]» ή «ἐπὶ [[τρίς]]» — ώς [[τρεις]] φορές<br />β) «τρὶς ἓξ [[βάλλω]]» — [[πετυχαίνω]] την καλύτερη [[ζαριά]], [[φέρνω]] [[τρεις]] φορές εξάρες<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῖς κύβοι» — λεγόταν για τους ριψοκίνδυνους, που τά παίζουν όλα για όλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[τρίς]] [[είναι]] σχηματισμένο από την εξασθενωμένη [[βαθμίδα]] <i>τρι</i>- του αριθμητικού [[τρεις]], [[τρία]], η οποία απαντά και ως α' συνθετικό λέξεων (<b>βλ.</b> και <i>τρι</i>-), και εμφανίζει ληκτικό -<i>ς</i> για [[αποφυγή]] χασμωδίας (<b>πρβλ.</b> <i>δις</i> [Ι])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρίς:''' [ῐ], επίρρ. του [[τρεῖς]], [[τρεις]] φορές, Λατ. [[ter]], σε Όμηρ. κ.λπ.· τρὶς [[τόσος]], [[τρεις]] φορές [[τόσος]] ή τόσα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[ἐςτρίς]], έως [[τρεις]] φορές, σε Ηρόδ., Αττ.· χρησιμ. για να ενισχύσει τη [[σημασία]] των σύνθετων λέξεων, όπως [[τρισάθλιος]], [[τρίσμακαρ]], όπως το Λατ. [[ter]] [[beatus]], [[τρισευτυχισμένος]]· παροιμ., <i>τρὶς ἓξ βαλεῖν</i>, [[επιτυγχάνω]] την άριστη [[βολή]] (από [[τρεις]] κύβους), δηλ. [[κερδίζω]], είμαι [[τυχερός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τρίς:''' [ῐ], επίρρ. του [[τρεῖς]], [[τρεις]] φορές, Λατ. [[ter]], σε Όμηρ. κ.λπ.· τρὶς [[τόσος]], [[τρεις]] φορές [[τόσος]] ή τόσα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[ἐςτρίς]], έως [[τρεις]] φορές, σε Ηρόδ., Αττ.· χρησιμ. για να ενισχύσει τη [[σημασία]] των σύνθετων λέξεων, όπως [[τρισάθλιος]], [[τρίσμακαρ]], όπως το Λατ. [[ter]] [[beatus]], [[τρισευτυχισμένος]]· παροιμ., <i>τρὶς ἓξ βαλεῖν</i>, [[επιτυγχάνω]] την άριστη [[βολή]] (από [[τρεις]] κύβους), δηλ. [[κερδίζω]], είμαι [[τυχερός]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρίς:''' (, у Hes. в арсисе ῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[трижды]], [[троекратно]]: τ. [[τόσον]] Hom. втрое больше; ἐς τ. Her. трижды; τ. ἓξ [[βαλεῖν]] погов. Aesch. трижды выбросить шестерку (при игре в кости), т. е. добиться необыкновенного счастья;<br /><b class="num">2)</b> (в виде приставки) досл. трижды, перен. крайне, весьма ([[τρισάθλιος]] Aesch.).
|lstext='''τρίς''': Ἐπίρρ. τοῦ [[τρεῖς]] (ὃ ἴδε), [[τρεῖς]] [[φοράς]], Λατ. ter, Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· τρὶς [[τόσος]] Ἰλ. Α. 213, κλπ.· τρὶς τόσον Ε. 136· δὶς καὶ τρὶς Θέογν. 633, Σοφ. Αἴ. 433, κλπ.· δὶς ἢ τρὶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1181· τρὶς τετράκι τε Πινδ. Ν. 7. 153· ἐς [[τρίς]], «ἕως [[τρεῖς]] [[φοράς]]», Ἡρόδ. 1. 86, 5, 105., Πινδ. Ο. 2. 123, καὶ Ἀττ.· ἐπὶ τρὶς Συλλ. Ἐπιγρ. 1122. 9. Ἀλλὰ [[συχνάκις]] κεῖται [[ἁπλῶς]] εἰς ἐνίσχυσιν τῆς ἐννοίας, τρὶς λελουμένη Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 6, κλπ.· [[μάλιστα]] ἐν τοῖς συνθέτοις, [[οἷον]] [[τρισάθλιος]], τρίσμακαρ, ὡς τὸ Λατιν. ter beatus, [[τρισευδαίμων]]· ἴδε πολλὰς τῶν ἑπομένων λέξεων καὶ πρβλ. τρι-, [[τριάζω]], τρικυμία· νεώτεροι [[ὅμως]] ἐκδόται γράφουσι πολλὰ τῶν συνθέτων τούτων [[διῃρημένως]], τρὶς [[ἄθλιος]], τρὶς [[κακοδαίμων]], τρὶς [[μάκαρ]]. - Παροιμ., τρὶς ἓξ βάλλειν, δηλ. ἐπιτυγχάνειν τοῦ ἀρίστου βόλου (ὑπαρχόντων τριῶν κύβων), [[ὅθεν]] [[ἁπλῶς]], [[κερδαίνω]], εἶμαι [[τυχηρός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 33, [[ἔνθα]] ἴδε Blomf., πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 968Ε· τρὶς ἕξ [[νικητήριος]] [[βόλος]] Παροιμιογρ.· ἢ τρὶς ἓξ ἢ [[τρεῖς]] κύβοι, «ἡ [[παροιμία]] παρὰ Φερεκρ. ἐν τοῖς Μυρμηκανθρώποις. κεῖται δὲ ἐπὶ τῶν ἀποκινδυνευόντων. τὸ μὲν γὰρ ἓξ τὴν παντελῆ νίκην δηλοῖ, τὸ δὲ [[τρεῖς]] κύβοι τὴν ἧτταν» Ζηνόβ. IV, 23. [ῐ· ὁ Ἡσ. ἐν Ἔργ. καὶ Ἡμ. 172 ἔχει ῑ ἐν ἄρσει, ἐν ἀρχῇ στίχου].
}}
{{elnl
|elnltext=τρίς [~ τρεῖς] adv. driemaal:; τρὶς τόσσα drie maal zoveel Il. 1.213; ἐς τρίς tot drie maal toe Hdt. 1.86.3; τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ τρίς dat gebeurde tot drie maal toe NT Act. Ap. 10.16; spreekw.: τρὶς ἓξ βαλεῖν drie maal zes werpen (succes hebben).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[adverb of [[τρεῖς]]<br />[[thrice]], [[three]] times, Lat. ter, Hom., etc.; τρὶς [[τόσος]] [[thrice]] as [[much]] or [[many]], Il., etc.; ἐς [[τρίς]] up to [[three]] times, [[even]] [[thrice]], Hdt., [[attic]]: —used to add [[force]] to a [[word]] in compds., [[such]] as [[τρισάθλιος]], [[τρίσμακαρ]], like Lat. ter [[beatus]], [[thrice]] blessed: — [[proverb]]., τρὶς ἓξ βάλλειν to [[throw]] [[thrice]] six, i. e. the [[highest]] [[throw]] ([[there]] [[being]] [[three]] [[dice]]), Aesch.
|mdlsjtxt=[adverb of [[τρεῖς]]<br />[[thrice]], [[three]] times, Lat. ter, Hom., etc.; τρὶς [[τόσος]] [[thrice]] as [[much]] or [[many]], Il., etc.; ἐς [[τρίς]] up to [[three]] times, [[even]] [[thrice]], Hdt., Attic: —used to add [[force]] to a [[word]] in compds., [[such]] as [[τρισάθλιος]], [[τρίσμακαρ]], like Lat. ter [[beatus]], [[thrice]] blessed: — [[proverb]]., τρὶς ἓξ βάλλειν to [[throw]] [[thrice]] six, i. e. the [[highest]] [[throw]] ([[there]] [[being]] [[three]] [[dice]]), Aesch.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
Line 57: Line 57:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[three times]]
|woodrun=[[three times]]
}}
{{elmes
|esmgtx=tb. γʹ adv. [[tres veces]] ref. a la frecuencia con la que hacer una determinada acción decir algo βλέπων πρὸς ἀπηλιώτην λέγε τρίς <b class="b3">mirando al este di tres veces</b> P IV 3175 πρὸς τὸν βορρᾶ καὶ τὸν λίβα βλέπων τρὶς τὰ αὐτὰ ὀνόματα λέγε <b class="b3">mirando al norte y al oeste di tres veces los mismos nombres</b> P IV 3184 γεύου τρὶς λέγων πρὸς Ἥλιον προσκύνησον <b class="b3">pruébalo y póstrate ante Helios diciendo tres veces</b> P III 470 (fr. lac.) ἐπὶ δὲ ἀγωγῆς πρὸς τὸν ἥλιον εἰπε γʹ τὸ ὄνομα <b class="b3">para un encantamiento di tres veces el nombre frente al sol</b> P XIII 238 προσεπίλεγε γʹ τὸ Ἰάω, εἶτα τοῦ θεοῦ ὄνομα τὸ μέγα <b class="b3">pronuncia además tres veces Iao, luego, el nombre del dios, el grande</b> P XII 154 ταῦτά σου εἰπόντος τρὶς σημεῖον ἔσται τῆς συστάσεως τόδε <b class="b3">cuando lo hayas dicho tres veces, ésta será la señal de la comunicación</b> P IV 209 ἐξορκίζω σὲ τρὶς κατὰ τῆς Ἑκάτης <b class="b3">te conjuro tres veces por Hécate</b> P IV 2957 ὅταν δὲ τὸν λόγον τοῦτον τελῇς, ἑκάστης ἡμέρας μὲν λέγε τρίς, ὥρᾳ γʹ, ςʹ, θʹ <b class="b3">cuando lleves a cabo esta fórmula, dila tres veces cada día en la hora tercera, sexta y novena</b> P XII 307 θυμοκάτοχον λεγόμενον τρίς <b class="b3">fórmula para contener la cólera que se dice tres veces</b> P LXXIX 1 P LXXX 1 ἐπὶ μήλου ἐπῳδή, τρίς <b class="b3">encantamiento con una manzana, tres veces</b> SM 72 1.5 θεαγωγὸς λόγος γʹ λεγόμενος ἀνεωγότων σου τῶν ὀφθαλμῶν <b class="b3">fórmula para atraer a la divinidad que se recita tres veces con los ojos abiertos</b> P IV 986 P IV 3217 ἐὰν εἴπῃς ἐπὶ σπάσματος ἢ συντρίμ<μ>ατος τὸ ὄνομα γʹ, καταχρίσας γῆν μετὰ ὄξους, ἀπαλλάξεις <b class="b3">si dices el nombre tres veces sobre una torcedura o fractura, habiendo rociado tierra con vinagre, la alejarás</b> P XIII 246 ταῦτα εἴπας γʹ ἔκλειξον τὸ φύλλον <b class="b3">después de decir esto tres veces, lame la hoja</b> P XIII 1051 P XIVa 11 πλάσον ἄρτον, πέμματα, δώδεκα κόρας καὶ ἐπίλεγε γʹ <b class="b3">amasa un pan, pasteles, doce figurillas y pronuncia la fórmula tres veces</b> P III 412 P XXXVI 104 λέγε γʹ καμμύων· εὐχαριστῶ σοι, κύριε Βαϊνχωωωχ <b class="b3">di tres veces cerrando los ojos: «te doy gracias, señor Baincoooc»</b> P IV 1060 P VII 574 silbar ιβʹ ἡμέρας συρίσας τρίς <b class="b3">silba durante doce días tres veces</b> P XIII 292 ἰδὼν δὲ τὴν δεῖνα τρὶς φύσημα ποίει μακρὸν εἰς αὐτὴν ἀτενίζων <b class="b3">al verla da tres veces un soplo fuerte mirándola fijamente</b> P X 21 aspirar ἕλκε ἀπὸ τῶν ἀκτίνων πνεῦμα γʹ ἀνασπῶν <b class="b3">extrae aliento de sus rayos aspirando tres veces</b> P IV 538 medir μέτρησον πεντήκοντα ἐννέα ἐπὶ τρὶς ἀναποδίζων <b class="b3">cuenta cincuenta y nueve pasos tres veces caminando hacia atrás</b> P XXXVI 273 llevar τὴν βοτάνην θυμιάσας ῥητίνῃ ἐκ πίτυος, εἰς γʹ περιένεγκας τὸν τόπον <b class="b3">quemando la planta con resina de pino, llevándola tres veces alrededor del lugar</b> P IV 2971 celebrar γίγνεται δὲ ὁ ἀπαθανατισμὸς οὗτος τρὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ <b class="b3">este rito de inmortalización tiene lugar tres veces al año</b> P IV 747
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[ter]]'', [[thrice]], [[three times]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.4.2/ 2.4.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.116.2/ 3.116.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.38.3/ 4.38.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.10.9/ 5.10.9]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.26.4/ 5.26.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.50.4/ 7.50.4].
}}
{{trml
|trtx====[[thrice]]===
Arabic: ثَلَاثَ مَرَّاتٍ, ثَلَاثًا; Breton: teir gwech; Bulgarian: трикратно; Catalan: tres vegades, tres voltes, tres cops; Cebuano: makatulo, katulo; Chinese Mandarin: [[三次]], [[三倍]]; Classical Nahuatl: ēxpa; Czech: třikrát; Danish: tre gange; Dutch: [[driemaal]], [[driewerf]]; Esperanto: trifoje; Estonian: kolm korda; Finnish: kolmesti, kolme kertaa, kolmasti; French: [[trois fois]]; Galician: tres veces; Georgian: სამჯერ; German: [[dreimal]]; Greek: [[τρις]]; Ancient Greek: [[τρίς]], [[τριάκις]]; Hebrew: פִּי שָׁלוֹשׁ, שָׁלוֹשׁ פְּעָמִים; Hindi: तिबारा, तिगुना; Hungarian: háromszor; Icelandic: þrisvar, þrívegis; Ido: trefoye; Irish: trí huaire; Italian: [[tre volte]]; Japanese: 三回, 三度, 三倍; Korean: 세 번; Latin: [[ter]]; Low German: dreimol; Luxembourgish: dräimol; Macedonian: три пати; Manchu: ᡳᠯᠠᠩᡤᡝᡵᡳ; Middle English: thries, thrie; Northern Sami: golbmii; Norwegian: tre ganger; Old English: þreowa; Polish: trzy razy, trzykrotnie, trzykroć; Portuguese: [[três vezes]]; Romanian: de trei ori; Russian: [[трижды]], [[три раза]]; Sanskrit: त्रिस्; Serbo-Croatian Cyrillic: трипут; Roman: tríput; Slovak: trikrát; Spanish: [[tres veces]]; Swedish: tre gånger, trefalt; Tagalog: makaitlo; Turkish: üç kere; Ugaritic: 𐎘𐎍𐎘𐎛𐎄; Ukrainian: тричі; Welsh: teirgwaith; Zulu: kathathu
}}
}}