ἑορτή: Difference between revisions

2,305 bytes added ,  Saturday at 15:37
m
Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1"
m (Text replacement - "Winer s Grammar" to "Winer's Grammar")
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eorti
|Transliteration C=eorti
|Beta Code=e(orth/
|Beta Code=e(orth/
|Definition=in Ion. Prose [[ὁρτή]] (so <span class="title">Schwyzer</span>726.21 (Milet., v B.C.), prob. in Ion Trag.21, but <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἑορτή <span class="title">Schwyzer</span>725.12 (Milet., vi B. C.)), ἡ, [[feast]], [[festival]], [[holiday]], ἐπεὶ καὶ πᾶσιν ἑ. <span class="bibl">Od.20.156</span>; ἑ. τοῖο θεοῖο <span class="bibl">21.258</span>; ἐούσης ὁρτῆς τῇ Ἥρῃ τοῖσι Ἀργείοισι <span class="bibl">Hdt.1.31</span>; [[ὁρτὴν ἄγειν]] = [[keep]] a [[feast]], ib.<span class="bibl">147</span>, cf. <span class="bibl">Th.4.5</span>, etc.; ἄξεις τότ' ἀμελιτῖτιν ὁρτὴν ἐξ ὁρτῆς <span class="bibl">Herod.5.85</span>; ὁρτὴν ποιευμένους <span class="bibl">Hdt.1.150</span>; ὁρτὴν ἀνάγειν <span class="bibl">Id.2.40</span>,<span class="bibl">48</span>, al.; ἑορτὰς ἑορτάσαι <span class="bibl">X.<span class="title">Ath.</span>3.2</span>; ἑορτὴν τῇ θεῷ ποιεῖν <span class="bibl">Th.2.15</span>; ἡ τῶν Παναθηναίων ἑ. <span class="bibl">D.4.35</span>: metaph., οἵας ἑορτῆς ἔστ' ἀπόπτυστοι θεοῖς στέργηθρ' ἔχουσαι, of the [[Eumenides]], <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span> 191</span>; ἑορτὴ ὄψεως <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>13.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, [[holiday-making]], [[amusement]], [[pastime]], παιδιᾶς καὶ ἑορτῆς χάριν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>276b</span>, etc.; so ἑορτὴν ἡγεῖσθαι τὸ τὰ δέοντα πρᾶξαι <span class="bibl">Th.1.70</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[proverb|prov.]], [[κατόπιν ἑορτῆς ἥκειν]] = to have come the day after the [[fair]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>447a</span>; [[ἀεργοῖς αἰὲν ἑορτά]] every day's a [[holiday]] to those who don't [[work]], <span class="bibl">Theoc. 15.26</span>, cf. <span class="bibl">Herod.6.17</span>; ἄγουσιν ἑ. οἱ κλέπται Suid. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[assembled multitude at a festival]], ὄχλος καὶ ἑ. καὶ στρατὸς καὶ πλῆθος <span class="bibl">Plot.6.6.12</span>.</span>
|Definition=in Ion. Prose [[ὁρτή]] (so ''Schwyzer''726.21 (Milet., v B.C.), prob. in Ion Trag.21, but<br><span class="bld">A</span> ἑορτή ''Schwyzer''725.12 (Milet., vi B. C.)), ἡ, [[feast]], [[festival]], [[holiday]], ἐπεὶ καὶ πᾶσιν ἑ. Od.20.156; ἑ. τοῖο θεοῖο 21.258; ἐούσης ὁρτῆς τῇ Ἥρῃ τοῖσι Ἀργείοισι [[Herodotus|Hdt.]]1.31; [[ὁρτὴν ἄγειν]] = [[keep]] a [[feast]], ib.147, cf. Th.4.5, etc.; ἄξεις τότ' ἀμελιτῖτιν ὁρτὴν ἐξ ὁρτῆς Herod.5.85; ὁρτὴν ποιευμένους [[Herodotus|Hdt.]]1.150; ὁρτὴν ἀνάγειν Id.2.40,48, al.; ἑορτὰς ἑορτάσαι X.''Ath.''3.2; ἑορτὴν τῇ θεῷ ποιεῖν Th.2.15; ἡ τῶν Παναθηναίων ἑ. D.4.35: metaph., οἵας ἑορτῆς ἔστ' ἀπόπτυστοι θεοῖς στέργηθρ' ἔχουσαι, of the [[Eumenides]], A.''Eu.'' 191; ἑορτὴ ὄψεως Ael.''VH''13.1.<br><span class="bld">2</span> generally, [[holiday-making]], [[amusement]], [[pastime]], παιδιᾶς καὶ ἑορτῆς χάριν [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''276b, etc.; so ἑορτὴν ἡγεῖσθαι τὸ τὰ δέοντα πρᾶξαι Th.1.70.<br><span class="bld">3</span> [[proverb|prov.]], [[κατόπιν ἑορτῆς ἥκειν]] = to have come the day after the [[fair]], [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 447a; [[ἀεργοῖς αἰὲν ἑορτά]] every day's a [[holiday]] to those who don't [[work]], Theoc. 15.26, cf. Herod.6.17; ἄγουσιν ἑ. οἱ κλέπται Suid.<br><span class="bld">4</span> [[assembled multitude at a festival]], ὄχλος καὶ ἑ. καὶ στρατὸς καὶ πλῆθος Plot.6.6.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0892.png Seite 892]] ἡ, ion. [[ὁρτή]], das Fest, der Festtag; Od. 20, 156; θεοῖο 21, 258; Folgde; nach Plat. defin. 415 a [[χρόνος]] ἱερὸς κατὰ νόμους; der plur. ist häufiger als der sing.; ἑορτὴν u. ἑορτὰς ἄγειν u. ἑορτάζειν, ein Fest feiern; πορσύνειν Eur. El. 625; ποιεῖν τινί Thuc. 2, 15 u. A. Uebh. Vergnügung, Ergötzlichkeit, Aesch. Eum. 182; καὶ ἡδοναί Plat. Rep. II, 364 c; καὶ [[παιδιά]] Phaedr. 236 b; ὄψεως Ael. V. H. 13, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0892.png Seite 892]] ἡ, ion. [[ὁρτή]], das Fest, der Festtag; Od. 20, 156; θεοῖο 21, 258; Folgde; nach Plat. defin. 415 a [[χρόνος]] ἱερὸς κατὰ νόμους; der plur. ist häufiger als der sing.; ἑορτὴν u. ἑορτὰς ἄγειν u. ἑορτάζειν, ein Fest feiern; πορσύνειν Eur. El. 625; ποιεῖν τινί Thuc. 2, 15 u. A. Übh. Vergnügung, Ergötzlichkeit, Aesch. Eum. 182; καὶ ἡδοναί Plat. Rep. II, 364 c; καὶ [[παιδιά]] Phaedr. 236 b; ὄψεως Ael. V. H. 13, 1.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[fête]] : ἑορτὴν ἄγειν <i>ou</i> ἑορτάζειν, célébrer une fête ; ἑορτὴν θεῷ ποιεῖν THC célébrer une fête en l'honneur d'un dieu;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> réjouissance, amusement <i>en gén.</i> : ἑορτὴ ὄψεως ÉL charme pour la vue.<br />'''Étymologie:''' DELG le mot fait penser à [[ἔρανος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑορτή:''' дор. [[ἑορτά]], ион. [[ὁρτή]] ἡ<br /><b class="num">1</b> [[праздник]], [[празднество]] (τῶν Παναθηναίων Dem.): ἑορτὴν или ἑορτὰς ἄγειν Thuc., Plut. и ἑορτάζειν Xen. справлять праздник, праздновать; ἑορτὴν ποιεῖν τινι Thuc. справлять праздник в честь кого-л.; ἐν (ταῖς) ἑορταῖς Plat. во время праздника; [[κατόπιν]] ἑορτῆς ἥκειν погов. Plat. прийти после праздника, т. е. слишком поздно;<br /><b class="num">2</b> [[забава]], [[развлечение]] Aesch., Thuc.: παιδιᾶς καὶ ἑορτῆς [[χάριν]] Plat. для веселья и забавы.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑορτή''': ἐν δὲ τῇ Ἰων. πεζογραφίᾳ ὁρτὴ (οὕτω καὶ ἐν Τραγ. στίχῳ Ἴωνος τοῦ τραγῳδιοποιοῦ παρ’ Ἀθήν. 258F), ἡ: - [[ἑορτή]], [[πανήγυρις]], [[ἐπεὶ]] καὶ πᾶσιν ἑορτὴ Ὀδ. Υ. 156· νῦν μὲν γὰρ κατὰ δῆμον ἑορτὴ [[τοῖο]] θεοῖο Φ. 258· ἑορτῆς στέργηθρ’ ἔχειν Αἰσχύλ. Εὐρ. 191· ἐούσης ὁρτῆς τῇ Ἥρῃ τοῖσι Ἀργείοισι Ἡρόδ. 1. 31· ὁρτὴν ἄγειν, ἑορτάζειν, ὁ αὐτ. 147, 150, Θουκ. 4. 5, κλ.· ὁρτὴν ἀνάγειν Ἡρόδ. 2. 40, 48, κ. ἀλλ. ἑορτὴν ἑορτάζειν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 3. 2· ἑορτὴν τῷ θεῷ ποιεῖ, Θουκ. 2. 15. 2) [[καθόλου]], [[τέρψις]], «διασκέδασις», παιδιᾶς καὶ ἑορτῆς [[χάριν]] Πλάτ. Φαῖδρ. 276Β, κλπ., οὕτω καὶ ἑορτὴν ἡγεῖσθαί τι Θουκ. 1. 70. 3) παροιμ., κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν, «ἐπὶ τῶν ἀπὸ καλοῦ πράγματος ἀπολειμένων» (Διογενιαν. 5. 73), Πλάτ. Γοργ. 447Α· ἀέργοις αἰὲν ἑορτά, ἑκάστη [[ἡμέρα]] εἶνε ἑορτὴ εἰς τοὺς ἀέργους, Θεόκρ. 15. 26, πρβλ. [[ἐροτή]]. ΙΙ. ἐν τῇ Παλ. καὶ τῇ Καινῇ Διαθ. ἡ [[μεγάλη]] τῶν Ἑβραίων [[ἑορτή]], ὁτὲ μὲν τῆς λέξεως [[πάσχα]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΔ΄, 25), Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. β΄, 41, κατὰ Ἰωάν. ιγ΄, 1, ὁτὲ δὲ [[ἄνευ]] αὐτῆς, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 14), Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κϛʹ, 5, κ. ἀλλ. - ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων = ἡ ἑορτὴ τοῦ [[πάσχα]] Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΓ΄, 15, ΛΑ΄, 17, Δευτερ. ιϛʹ, 16)· ἥγγιζε δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων, ἡ λεγομένη [[πάσχα]] Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. κβ΄, 1· ἡ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας Ἑβδ. (Δευτ. ιϛʹ, 16, κτλ.)· 2) ἐκκλησιαστικὴ [[ἑορτή]], [[μάλιστα]] τὸ χριστιανικὸν [[πάσχα]], ἡ μεγίστη πασῶν τῶν ἑορτῶν, Διον. Ἀλεξ. 1336Α (Εἰρην. 1228C), Εὐσέβ. ΙΙ. 181Β, Ἀθαν. 232C, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 624Β, κλ. - δεσποτικὴ [[ἑορτή]], πρὸς ἀνάμνησιν σπουδαίου τινὸς συμβεβηκότος τοῦ βίου τοῦ Χριστοῦ· δεσποτικὴ λοιπὸν ἑορτὴ [[εἶναι]] τὸ Πάσχα, τὰ Χριστούγεννα, τὰ Φῶτα, ἡ Πεντηκοστή, ἡ Ἀνάληψις, ἡ Περιτομὴ καὶ ἡ Μεταμόρφωσις, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 1041Α, Γρηγέντ. 597Α, κ. ἄλλοι. - θεομητορικαὶ ἑορταί, αἱ τῆς μητρὸς τοῦ Σωτήρος, τοιαῦται δὲ [[εἶναι]] ἡ Γέννησις τῆς Θεοτόκου, τὰ Εἰσόδια, ὁ Εὐαγγελισμὸς καὶ ἡ Κοίμησις. Ἴδε Ὡρολόγ. τὸ Μέγα, κλ.
|lstext='''ἑορτή''': ἐν δὲ τῇ Ἰων. πεζογραφίᾳ ὁρτὴ (οὕτω καὶ ἐν Τραγ. στίχῳ Ἴωνος τοῦ τραγῳδιοποιοῦ παρ’ Ἀθήν. 258F), ἡ: - [[ἑορτή]], [[πανήγυρις]], [[ἐπεὶ]] καὶ πᾶσιν ἑορτὴ Ὀδ. Υ. 156· νῦν μὲν γὰρ κατὰ δῆμον ἑορτὴ [[τοῖο]] θεοῖο Φ. 258· ἑορτῆς στέργηθρ’ ἔχειν Αἰσχύλ. Εὐρ. 191· ἐούσης ὁρτῆς τῇ Ἥρῃ τοῖσι Ἀργείοισι Ἡρόδ. 1. 31· ὁρτὴν ἄγειν, ἑορτάζειν, ὁ αὐτ. 147, 150, Θουκ. 4. 5, κλ.· ὁρτὴν ἀνάγειν Ἡρόδ. 2. 40, 48, κ. ἀλλ. ἑορτὴν ἑορτάζειν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 3. 2· ἑορτὴν τῷ θεῷ ποιεῖ, Θουκ. 2. 15. 2) [[καθόλου]], [[τέρψις]], «διασκέδασις», παιδιᾶς καὶ ἑορτῆς [[χάριν]] Πλάτ. Φαῖδρ. 276Β, κλπ., οὕτω καὶ ἑορτὴν ἡγεῖσθαί τι Θουκ. 1. 70. 3) παροιμ., κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν, «ἐπὶ τῶν ἀπὸ καλοῦ πράγματος ἀπολειμένων» (Διογενιαν. 5. 73), Πλάτ. Γοργ. 447Α· ἀέργοις αἰὲν ἑορτά, ἑκάστη [[ἡμέρα]] εἶνε ἑορτὴ εἰς τοὺς ἀέργους, Θεόκρ. 15. 26, πρβλ. [[ἐροτή]]. ΙΙ. ἐν τῇ Παλ. καὶ τῇ Καινῇ Διαθ. ἡ [[μεγάλη]] τῶν Ἑβραίων [[ἑορτή]], ὁτὲ μὲν τῆς λέξεως [[πάσχα]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΔ΄, 25), Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. β΄, 41, κατὰ Ἰωάν. ιγ΄, 1, ὁτὲ δὲ [[ἄνευ]] αὐτῆς, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 14), Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κϛʹ, 5, κ. ἀλλ. - ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων = ἡ ἑορτὴ τοῦ [[πάσχα]] Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΓ΄, 15, ΛΑ΄, 17, Δευτερ. ιϛʹ, 16)· ἥγγιζε δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων, ἡ λεγομένη [[πάσχα]] Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. κβ΄, 1· ἡ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας Ἑβδ. (Δευτ. ιϛʹ, 16, κτλ.)· 2) ἐκκλησιαστικὴ [[ἑορτή]], [[μάλιστα]] τὸ χριστιανικὸν [[πάσχα]], ἡ μεγίστη πασῶν τῶν ἑορτῶν, Διον. Ἀλεξ. 1336Α (Εἰρην. 1228C), Εὐσέβ. ΙΙ. 181Β, Ἀθαν. 232C, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 624Β, κλ. - δεσποτικὴ [[ἑορτή]], πρὸς ἀνάμνησιν σπουδαίου τινὸς συμβεβηκότος τοῦ βίου τοῦ Χριστοῦ· δεσποτικὴ λοιπὸν ἑορτὴ [[εἶναι]] τὸ Πάσχα, τὰ Χριστούγεννα, τὰ Φῶτα, ἡ Πεντηκοστή, ἡ Ἀνάληψις, ἡ Περιτομὴ καὶ ἡ Μεταμόρφωσις, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 1041Α, Γρηγέντ. 597Α, κ. ἄλλοι. - θεομητορικαὶ ἑορταί, αἱ τῆς μητρὸς τοῦ Σωτήρος, τοιαῦται δὲ [[εἶναι]] ἡ Γέννησις τῆς Θεοτόκου, τὰ Εἰσόδια, ὁ Εὐαγγελισμὸς καὶ ἡ Κοίμησις. Ἴδε Ὡρολόγ. τὸ Μέγα, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> fête : ἑορτὴν ἄγειν <i>ou</i> ἑορτάζειν, célébrer une fête ; ἑορτὴν θεῷ ποιεῖν THC célébrer une fête en l’honneur d’un dieu;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> réjouissance, amusement <i>en gén.</i> : ἑορτὴ ὄψεως ÉL charme pour la vue.<br />'''Étymologie:''' DELG le mot fait penser à [[ἔρανος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἑορτῆς, ἡ, the Sept. for חָג; Greek writings from [[Homer]] [[down]]; in [[Herodotus]] [[ὁρτή]]; a [[feast]] [[day]], [[festival]]: ἡ [[ἑορτή]] [[τοῦ]] [[πάσχα]]: Winer's Grammar, 215 (202); Buttmann, 186 (161)); ἡ [[ἑορτή]] [[τῶν]] ἀζύμων, ἐν τῇ [[ἑορτή]], [[during]] the [[feast]], [[εἶναι]] ἐν τῇ [[ἑορτή]], to be [[engaged]] in celebrating the [[feast]], [[εἰς]] [[τήν]] ἑορτήν, for the [[feast]], ἀναβαίνειν (to [[Jerusalem]]) [[εἰς]] [[τήν]] ἑορτήν, ἔρχεσθαι [[εἰς]] [[τήν]] ἑορτήν, τῆς ἑορτῆς μεσούσης, in the [[midst]] of the [[feast]], [[κατά]] ἑορτήν, at [[every]] [[feast]] ([[see]] [[κατά]], II:3a. β.), ); [[τήν]] ἑορτήν ποιεῖν to [[keep]], [[celebrate]], the [[feast]], ); [[κατά]] τό [[ἔθος]] τῆς ἑορτῆς, [[after]] the [[custom]] of the [[feast]], Luke 2:42.
|txtha=ἑορτῆς, ἡ, the Sept. for חָג; Greek writings from Homer down; in [[Herodotus]] [[ὁρτή]]; a [[feast]] [[day]], [[festival]]: ἡ [[ἑορτή]] τοῦ [[πάσχα]]: Winer's Grammar, 215 (202); Buttmann, 186 (161)); ἡ [[ἑορτή]] τῶν ἀζύμων, ἐν τῇ [[ἑορτή]], [[during]] the [[feast]], [[εἶναι]] ἐν τῇ [[ἑορτή]], to be [[engaged]] in celebrating the [[feast]], εἰς [[τήν]] ἑορτήν, for the [[feast]], ἀναβαίνειν (to [[Jerusalem]]) εἰς [[τήν]] ἑορτήν, ἔρχεσθαι εἰς [[τήν]] ἑορτήν, τῆς ἑορτῆς μεσούσης, in the [[midst]] of the [[feast]], [[κατά]] ἑορτήν, at [[every]] [[feast]] ([[see]] [[κατά]], II:3a. β.), ); [[τήν]] ἑορτήν ποιεῖν to [[keep]], [[celebrate]], the [[feast]], ); [[κατά]] τό [[ἔθος]] τῆς ἑορτῆς, [[after]] the [[custom]] of the [[feast]], Luke 2:42.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑορτή:''' Ιων. [[ὁρτή]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[γλέντι]] ή [[πανηγύρι]], [[γιορτή]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ὁρτὴν</i> ή <i>ἑορτὴν ἄγειν</i>, [[εορτασμός]], στον ίδ., Θουκ.· <i>ἑορτὴν ἑορτάζειν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[παραθερισμός]], [[τέρψη]], [[διασκέδαση]], σε Αισχύλ., Θουκ.
|lsmtext='''ἑορτή:''' Ιων. [[ὁρτή]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[γλέντι]] ή [[πανηγύρι]], [[γιορτή]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ὁρτὴν</i> ή <i>ἑορτὴν ἄγειν</i>, [[εορτασμός]], στον ίδ., Θουκ.· <i>ἑορτὴν ἑορτάζειν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[παραθερισμός]], [[τέρψη]], [[διασκέδαση]], σε Αισχύλ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑορτή:''' дор. [[ἑορτά]], ион. [[ὁρτή]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> праздник, празднество (τῶν Παναθηναίων Dem.): ἑορτὴν или ἑορτὰς ἄγειν Thuc., Plut. и ἑορτάζειν Xen. справлять праздник, праздновать; ἑορτὴν ποιεῖν τινι Thuc. справлять праздник в честь кого-л.; ἐν (ταῖς) ἑορταῖς Plat. во время праздника; [[κατόπιν]] ἑορτῆς ἥκειν погов. Plat. прийти после праздника, т. е. слишком поздно;<br /><b class="num">2)</b> забава, развлечение Aesch., Thuc.: παιδιᾶς καὶ ἑορτῆς [[χάριν]] Plat. для веселья и забавы.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἑορτή''': ion. Prosa [[ὁρτή]] (durch Hyphärese)<br />{heortḗ}<br />'''Meaning''': [[Fest]], [[religiöse Feier]] (seit Od.).<br />'''Composita''' : Als Hinterglied in [[φιλέορτος]] (Ar. in lyr.) u. a.<br />'''Derivative''': Davon die späten Adj. [[ἑορταῖος]] [[zum Fest gehörig]] (D. H.), [[ἑορτώδης]] [[festlich]] (J., Ph.) und das Denominativum [[ἑορτάζω]], [[ὁρτάζω]] [[ein Fest feiern]] (ion. att.) mit [[ἑόρτασις]] (Pl.), -ιμος (J. usw.; Arbenz Die Adj. auf -ιμος 87), [[ἑόρτασμα]] (LXX), [[ἑορταστής]] (Poll., Max. Tyr.), [[ἑορταστικός]] [[zum Fest geeignet]] (Pl. ''Lg''. 829b u. a.).<br />'''Etymology''' : Verbalnomen mit suffixalem -τή (Schwyzer 501, Chantraine Formation 301f.), aber ohne sichere Anknüpfung. Nach Sonne KZ 13, 442 A. aus *ϝεϝορτή zu [[ἔροτις]], [[ἔρανος]] (s. d.), wozu noch mit Brugmann IF 13, 155ff. [[ἦρα]] usw. (s. d.). Zur Bildung usw. Solmsen Unt. 257, zum Spir. asper Sommer Lautstud. 124ff.<br />'''Page''' 1,531
|ftr='''ἑορτή''': ion. Prosa [[ὁρτή]] (durch Hyphärese)<br />{heortḗ}<br />'''Meaning''': [[Fest]], [[religiöse Feier]] (seit Od.).<br />'''Composita''': Als Hinterglied in [[φιλέορτος]] (Ar. in lyr.) u. a.<br />'''Derivative''': Davon die späten Adj. [[ἑορταῖος]] [[zum Fest gehörig]] (D. H.), [[ἑορτώδης]] [[festlich]] (J., Ph.) und das Denominativum [[ἑορτάζω]], [[ὁρτάζω]] [[ein Fest feiern]] (ion. att.) mit [[ἑόρτασις]] (Pl.), -ιμος (J. usw.; Arbenz Die Adj. auf -ιμος 87), [[ἑόρτασμα]] (LXX), [[ἑορταστής]] (Poll., Max. Tyr.), [[ἑορταστικός]] [[zum Fest geeignet]] (Pl. ''Lg''. 829b u. a.).<br />'''Etymology''': Verbalnomen mit suffixalem -τή (Schwyzer 501, Chantraine Formation 301f.), aber ohne sichere Anknüpfung. Nach Sonne KZ 13, 442 A. aus *ϝεϝορτή zu [[ἔροτις]], [[ἔρανος]] (s. d.), wozu noch mit Brugmann IF 13, 155ff. [[ἦρα]] usw. (s. d.). Zur Bildung usw. Solmsen Unt. 257, zum Spir. asper Sommer Lautstud. 124ff.<br />'''Page''' 1,531
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
Line 51: Line 51:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[feast]], [[festival in honour of a god]], [[gathering of people for merry-making]], [[holidaymaking]], [[public festival]]
|woodrun=[[feast]], [[festival in honour of a god]], [[gathering of people for merry-making]], [[holidaymaking]], [[public festival]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[festus dies]]'', [[holiday]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.70.7/ 1.70.7], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.126.4/ 1.126.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%201.126.5/ 1.126.5]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.6.1/ 1.6.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%201.6.1/ 1.6.1][https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.15.2/ 2.15.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.3.3/ 3.3.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.8.1/ 3.8.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.104.6/ 3.104.6]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.5.1/ 4.5.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.50.3/ 5.50.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.50.4/ 5.50.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.75.2/ 5.75.2], [<i>nonnulli codd.</i> <i>several manuscripts</i> εἷχον]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.57.1/ 6.57.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.73.2/ 7.73.2],<br><i>Ib.</i> <i>there</i> [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.10.2/ 8.10.2].
}}
{{trml
|trtx====[[pastime]]===
Armenian: ժամանց; Bulgarian: забавление, развлечение; Catalan: passatemps; Chinese Mandarin: 消遣, 娛樂/娱乐; Czech: zábava, kratochvíle; Dutch: [[hobby]], [[tijdverdrijf]], [[ontspanning]]; Faroese: dagdvølja; Finnish: ajanviete, viihdyke, huvi; French: [[passe-temps]]; German: [[Zeitvertreib]]; Greek: [[διασκέδαση]], [[αναψυχή]]; Ancient Greek: [[ἀπάτα]], [[ἀπάτη]], [[δάμωμα]], [[δήμωμα]], [[διαγωγή]], [[διατριβή]], [[ἑορτή]], [[ὁρτή]], [[παιδιά]], [[παιδιή]], [[ψυχαγωγία]]; Hebrew: בילוי‎; Hungarian: időtöltés; Irish: caitheamh aimsire, spórt; Italian: [[passatempo]]; Japanese: 娯楽; Latin: [[ludus]], [[oblectamen]], [[oblectamentum]]; Maori: runaruna; Norwegian Bokmål: tidsfordriv; Nynorsk: tidsfordriv; Pennsylvania German: Zeitverdreib; Persian: سرگرمی‎; Polish: rozrywka; Portuguese: [[passatempo]]; Russian: [[времяпрепровождение]], [[развлечение]], [[увеселение]], [[забава]]; Sanskrit: देवना; Scottish Gaelic: cur-seachad, caitheamh-aimsire; Spanish: [[pasatiempo]]; Swedish: förströelse, tidsfördriv; Tagalog: palipas-oras; Turkish: eğlence, hobi, meşgale
}}
}}