Anonymous

ἱκέτης: Difference between revisions

From LSJ
3,213 bytes added ,  16 November 2024
m
Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iketis
|Transliteration C=iketis
|Beta Code=i(ke/ths
|Beta Code=i(ke/ths
|Definition=ου, ὁ, (ἱκνέομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who comes to seek aid]] or [[protection]], [[suppliant]]; freq. in Hom. of [[one who comes to seek for purification after homicide]], <b class="b3">ἀνὴρ </b>. <span class="bibl">Il. 24.158</span>, cf. <span class="bibl">Od.9.270</span>,al.: later generally, ἱκέται ἱζόμενοι τοῦ θεοῦ <span class="bibl">Hdt.2.113</span>, cf. <span class="bibl">5.71</span>; ἱ. σέθεν ἔρχομαι <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>5.19</span>, cf. <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>634</span>, <span class="bibl">Th.1.136</span>; ἱ. πατρῴων τάφων <span class="bibl">Id.3.59</span>; δέξασθαι ἱκέτην <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>27</span> (anap.); of pilgrims to a healing shrine, ἐγκεκοιμις μένων τῶν ἱκετᾶν <span class="title">IG</span>4.951.90 (Epid.); ὑβρίζειν . . εἰς ἱκέτας Phld.<span class="title">Ir.</span>p.35 W.:—wrongly expld.as <b class="b2">protector of suppliants</b> by some Gramm. in <span class="bibl">Od.16.422</span>.</span>
|Definition=ἱκέτου, ὁ, ([[ἱκνέομαι]]) one who comes to [[seek]] [[aid]] or [[protection]], [[suppliant]]; freq. in Hom. of [[one]] who comes to [[seek]] for [[purification]] after [[homicide]], <b class="b3">ἀνὴρ ἱκέτης</b> Il. 24.158, cf. Od.9.270,al.: later generally, ἱκέται ἱζόμενοι τοῦ θεοῦ [[Herodotus|Hdt.]]2.113, cf. 5.71; ἱ. σέθεν ἔρχομαι Pi.''O.''5.19, cf. [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''634, Th.1.136; ἱκέτης πατρῴων τάφων Id.3.59; δέξασθαι ἱκέτην A.''Supp.''27 (anap.); of [[pilgrim]]s to a [[healing]] [[shrine]], ἐγκεκοιμις μένων τῶν ἱκετᾶν ''IG''4.951.90 (Epid.); [[ὑβρίζειν]].. εἰς ἱκέτας Phld.''Ir.''p.35 W.:—wrongly expld.as [[protector]] of [[suppliant]]s by some Gramm. in Od.16.422.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1248.png Seite 1248]] ὁ (ἵκω), der zu einem Andern kommt, um seinen Schutz oder seine Hülfe in Anspruch zu nehmen, der Schutzflehende; bes. der um Reinigung von einer Blutschuld fleht; er setzt sich mit dem Oelzweige in der Hand am Altar oder am Hausheerde nieder u. gilt dann als unverletzlich; [[ἀνήρ]], Il. 24, 158; [[ἱκέτης]] δέ τοι εὔχεται εἶναι Od. 16, 67; [[αἰδοῖος]] 7, 165; neben [[ξένος]] 9, 270 Hes. O. 325, beide im Schutze des Zeus; Od. 16, 422 verstehen es die Alten von dem, der den Schutzflehenden aufnimmt, dem Schutzherrn, wie [[ξένος]] den Gast u. den Wirth bedeutet; doch kann es auch da in der gew. Bdtg aufgefaßt werden; [[ἔρχομαι]] [[σέθεν]] Pind. Ol. 5, 19; ἅπτομαι γουνάτων N. 7, 13; Tragg. oft; ἔστι γὰρ δόμων [[ἱκέτης]] ὅδ' [[ἀνήρ]] Aesch. Eum. 547; δέξαιθ' ἱκέτην τὸν θηλυγενῆ στόλον Suppl. 27; [[ἱκέτης]] δαιμόνων ἀφιγμένος Soph. O. C. 640; ἱκέται καθεζόμεσθα βώμιοι θεῶν Eur. Heracl. 33; θεοῦ Her. 2, 113; τῆς γυναικὸς [[ἱκέτης]] γενόμενος Thuc. 1, 136; πατρῴων τάφων 3, 59; [[ἱκέτης]] [[προσπίπτω]] Xen. Cyr. 4, 6, 2; τῶν Ἀχαιῶν Plat. Rep. III, 393 d; Sp., wie Plut. Them. 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1248.png Seite 1248]] ὁ (ἵκω), der zu einem Andern kommt, um seinen Schutz oder seine Hülfe in Anspruch zu nehmen, der Schutzflehende; bes. der um Reinigung von einer Blutschuld fleht; er setzt sich mit dem Oelzweige in der Hand am Altar oder am Hausheerde nieder u. gilt dann als unverletzlich; [[ἀνήρ]], Il. 24, 158; [[ἱκέτης]] δέ τοι εὔχεται εἶναι Od. 16, 67; [[αἰδοῖος]] 7, 165; neben [[ξένος]] 9, 270 Hes. O. 325, beide im Schutze des Zeus; Od. 16, 422 verstehen es die Alten von dem, der den Schutzflehenden aufnimmt, dem Schutzherrn, wie [[ξένος]] den Gast u. den Wirth bedeutet; doch kann es auch da in der gew. Bdtg aufgefaßt werden; [[ἔρχομαι]] [[σέθεν]] Pind. Ol. 5, 19; ἅπτομαι γουνάτων N. 7, 13; Tragg. oft; ἔστι γὰρ δόμων [[ἱκέτης]] ὅδ' [[ἀνήρ]] Aesch. Eum. 547; δέξαιθ' ἱκέτην τὸν θηλυγενῆ στόλον Suppl. 27; [[ἱκέτης]] δαιμόνων ἀφιγμένος Soph. O. C. 640; ἱκέται καθεζόμεσθα βώμιοι θεῶν Eur. Heracl. 33; θεοῦ Her. 2, 113; τῆς γυναικὸς [[ἱκέτης]] γενόμενος Thuc. 1, 136; πατρῴων τάφων 3, 59; [[ἱκέτης]] [[προσπίπτω]] Xen. Cyr. 4, 6, 2; τῶν Ἀχαιῶν Plat. Rep. III, 393 d; Sp., wie Plut. Them. 24.
}}
{{ls
|lstext='''ἱκέτης''': ῐ, ου, ὁ, (ἵκω) ὁ ἐρχόμενος [[ὅπως]] ζητήσῃ βοήθειαν ἢ προστασίαν, φυγὰς [[ὅστις]] θέτει τὴν ἱκετηρίαν του ἐπὶ τοῦ βωμοῦ ἢ ἐπὶ τῆς ἑστίας οἰκίας τινός, μεθ, ὃ ἦτο ἀπαραβίαστος· ἰδίως ὁ ἐρχόμενος [[ὅπως]] ἐξαγνισθῇ [[μετὰ]] ἀνθρωποκτονίαν ἣν ἔπραξεν, [[ἀνήρ]] [[ἱκέτης]] Ἰλ. Ω. 158, πρβλ. Ὀδ. Ο. 277· ὁ [[τοιοῦτος]] ἦτο ἤδη ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Διὸς Ι. 270· ἐθεωρεῖτο [[ἄξιος]] σεβασμοῦ ([[αἰδοῖος]]) Η. 165· καὶ ἀπέλαυε τῶν ἱερῶν δικαιωμάτων τοῦ ξένου, Θ. 546, κτλ.· ἱκέται ἱζόμενοι τοῦ θεοῦ Ἡρόδ. 1. 113, πρβλ. 5. 71· ἱκ. [[σέθεν]] [[ἔρχομαι]] Πινδ. Ο. 5. 45, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 634, Θουκ. 1. 136· ἱκ πατρώῳν τάφων ὁ αὐτ. 3. 59· δέξασθαι ἱκέτην Αἰσχύλ. Ἱκ. 28· - ἐν Ὀδ. Η. 422 ἡ λ. [[ἱκέτης]] ἐκλαμβάνεται ὑπὸ τῶν ἀρχ. σχολιαστ. ὡς σημαίνουσα τὸν προσδεχόμενον ἱκέτας, «ὡς ἄν τις εἴποι τὸν ἱκετοδόχον»· ἀλλὰ δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχῃ [[λόγος]] [[ὅπως]] ἀποχωρήσωμεν τῆς κοινῆς σημασίας· - [[ἱκτήρ]], [[ἵκτωρ]], [[προσίκτωρ]], προστροπαῖος [[εἶναι]] λέξεις ἰσοδύναμοι, ἀλλ, ἀνήκουσιν εἰς τοὺς μεθ, Ὅμηρον, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 930. - Ὅρα περὶ τῆς ὅλης ὑποθέσεως Müller ἐν Εὐμ. § 51 κἑξ., καὶ ἴδε [[Ἰξίων]]. - Πρβλ. [[ἱκέτις]], [[ἵκτης]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui vient en suppliant, suppliant ; [[ἱκέτης]] τινός, qui vient en suppliant auprès de qqn, <i>ou au contr.</i> qui vient supplier pour qqn <i>ou</i> pour qch.<br />'''Étymologie:''' R. Ἱκ, venir, v. [[ἱκνέομαι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui vient en suppliant, suppliant ; [[ἱκέτης]] τινός, qui vient en suppliant auprès de qqn, <i>ou au contr.</i> qui vient supplier pour qqn <i>ou</i> pour qch.<br />'''Étymologie:''' R. Ἱκ, venir, v. [[ἱκνέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱκέτης:''' ου (ῐ) ὁ [[просящий о защите]], [[молящий об убежище или помощи]] (δαιμόνων Soph.; θεοῦ Her.; πατρῴων [[τάφων]] Thuc.; Ἀχαιῶν Plat.): ἱκέται τέ [[τοί]] εἰμεν Hom. мы молим тебя об убежище; ἱ. ἵζετο πρὸς [[τὤγαλμα]] Her. (Килон) искал убежища у изображения божества; τῆς γυναικὸς ἱ. γενόμενος Thuc. (Фемистокл), обратившись с мольбой об убежище к жене (Адмета).
}}
{{ls
|lstext='''ἱκέτης''': ῐ, ου, ὁ, (ἵκω) ὁ ἐρχόμενος [[ὅπως]] ζητήσῃ βοήθειαν ἢ προστασίαν, φυγὰς [[ὅστις]] θέτει τὴν ἱκετηρίαν του ἐπὶ τοῦ βωμοῦ ἢ ἐπὶ τῆς ἑστίας οἰκίας τινός, μεθ, ὃ ἦτο ἀπαραβίαστος· ἰδίως ὁ ἐρχόμενος [[ὅπως]] ἐξαγνισθῇ μετὰ ἀνθρωποκτονίαν ἣν ἔπραξεν, [[ἀνήρ]] [[ἱκέτης]] Ἰλ. Ω. 158, πρβλ. Ὀδ. Ο. 277· ὁ [[τοιοῦτος]] ἦτο ἤδη ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Διὸς Ι. 270· ἐθεωρεῖτο [[ἄξιος]] σεβασμοῦ ([[αἰδοῖος]]) Η. 165· καὶ ἀπέλαυε τῶν ἱερῶν δικαιωμάτων τοῦ ξένου, Θ. 546, κτλ.· ἱκέται ἱζόμενοι τοῦ θεοῦ Ἡρόδ. 1. 113, πρβλ. 5. 71· ἱκ. [[σέθεν]] [[ἔρχομαι]] Πινδ. Ο. 5. 45, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 634, Θουκ. 1. 136· ἱκ πατρώῳν τάφων ὁ αὐτ. 3. 59· δέξασθαι ἱκέτην Αἰσχύλ. Ἱκ. 28· - ἐν Ὀδ. Η. 422 ἡ λ. [[ἱκέτης]] ἐκλαμβάνεται ὑπὸ τῶν ἀρχ. σχολιαστ. ὡς σημαίνουσα τὸν προσδεχόμενον ἱκέτας, «ὡς ἄν τις εἴποι τὸν ἱκετοδόχον»· ἀλλὰ δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχῃ [[λόγος]] [[ὅπως]] ἀποχωρήσωμεν τῆς κοινῆς σημασίας· - [[ἱκτήρ]], [[ἵκτωρ]], [[προσίκτωρ]], προστροπαῖος [[εἶναι]] λέξεις ἰσοδύναμοι, ἀλλ, ἀνήκουσιν εἰς τοὺς μεθ, Ὅμηρον, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 930. - Ὅρα περὶ τῆς ὅλης ὑποθέσεως Müller ἐν Εὐμ. § 51 κἑξ., καὶ ἴδε [[Ἰξίων]]. - Πρβλ. [[ἱκέτις]], [[ἵκτης]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ικέτιδα και [[ικέτις]] (ΑΜ [[ἱκέτης]], θηλ. [[ἱκέτις]], -ιδος)<br />αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά [[βοήθεια]] και [[προστασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον οποίο έχει διαπράξει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱκ</i>- τών ρ. <i>ἵκω</i>, <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φτάνω]], [[πετυχαίνω]] τον στόχο μου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηχ</i>-[[έτης]], <i>οικ</i>-[[έτης]]). Ο τ. μαρτυρείται στη μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>iketa</i>, ενώ απ' αυτόν δημιουργήθηκαν ανθρωπωνύμια όπως: <i>Ἱκετάων</i>, <i>Ἱκέτυλλος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ικέσιος]], [[ικετεύω]], [[ικετήριος]], [[ικετικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ικετήσιος]], [[ικετώσυνος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ικεταδόκος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικετοδόχος]]].
|mltxt=ο, θηλ. ικέτιδα και [[ικέτις]] (ΑΜ [[ἱκέτης]], θηλ. [[ἱκέτις]], -ιδος)<br />αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά [[βοήθεια]] και [[προστασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον οποίο έχει διαπράξει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱκ</i>- τών ρ. <i>ἵκω</i>, <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φτάνω]], [[πετυχαίνω]] τον στόχο μου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] ([[πρβλ]]. [[ηχέτης]], [[οικέτης]]). Ο τ. μαρτυρείται στη μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>iketa</i>, ενώ απ' αυτόν δημιουργήθηκαν ανθρωπωνύμια όπως: <i>Ἱκετάων</i>, <i>Ἱκέτυλλος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ικέσιος]], [[ικετεύω]], [[ικετήριος]], [[ικετικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ικετήσιος]], [[ικετώσυνος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ικεταδόκος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικετοδόχος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱκέτης:''' [ῐ], -ου, ὁ ([[ἵκω]]), [[πρόσωπο]] που καταφθάνει επιζητώντας [[προστασία]], [[ικέτης]] ή [[δραπέτης]], που απλώνει την <i>ἱκετηρίαν</i> του στο βωμό ή στην [[εστία]], με την οποία [[κίνηση]] θεωρείται [[πλέον]] [[απαραβίαστος]]· [[ιδίως]], αυτός που επιζητεί εξαγνισμό, [[εξιλέωση]], ύστερα από [[ανθρωποκτονία]], σε Όμηρ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἱκέτης:''' [ῐ], -ου, ὁ ([[ἵκω]]), [[πρόσωπο]] που καταφθάνει επιζητώντας [[προστασία]], [[ικέτης]] ή [[δραπέτης]], που απλώνει την <i>ἱκετηρίαν</i> του στο βωμό ή στην [[εστία]], με την οποία [[κίνηση]] θεωρείται [[πλέον]] [[απαραβίαστος]]· [[ιδίως]], αυτός που επιζητεί εξαγνισμό, [[εξιλέωση]], ύστερα από [[ανθρωποκτονία]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱκέτης:''' ου (ῐ) ὁ просящий о защите, молящий об убежище или помощи (δαιμόνων Soph.; θεοῦ Her.; πατρῴων [[τάφων]] Thuc.; Ἀχαιῶν Plat.): ἱκέται τέ [[τοί]] εἰμεν Hom. мы молим тебя об убежище; ἱ. ἵζετο πρὸς [[τὤγαλμα]] Her. (Килон) искал убежища у изображения божества; τῆς γυναικὸς ἱ. γενόμενος Thuc. (Фемистокл), обратившись с мольбой об убежище к жене (Адмета).
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[suppliant]], also attributiv. <b class="b2">seeking refuge</b> (Il.),<br />Other forms: f. <b class="b3">ἱκέτις</b>, <b class="b3">-ιδος</b> (Hdt.).<br />Derivatives: 1. <b class="b3">ἱκέσιος</b> <b class="b2">belonging to the ἱκέτης etc.</b>, surname of Zeus as protector of the suppliants, (trag. etc.); 2. <b class="b3">ἱκεσία</b> [[asking protection]], [[supplication]] (E., Aeschin.); 3. <b class="b3">ἱκετήσιος</b> = <b class="b3">ἱκέσιος</b> (ν 213), after <b class="b3">φιλοτήσιος</b> etc. (Chantr. Form. 41f.; Fraenkel Nom. ag. 2, 151f.); beside it <b class="b3">ἱκτήριος</b> from <b class="b3">ἱκτήρ</b> (s. <b class="b3">ἵκω</b>); through mixing <b class="b3">ἱκετηρία</b> (sc. <b class="b3">ῥάβδος</b>) prop. <b class="b2">the twig (of the laurel- or olive) of the suppliants</b> (IA), <b class="b3">ἱκετῆρες</b> = <b class="b3">ἱκέται</b> (S. O. T. 185; lyr.), <b class="b3">ἱκετηρίς</b> f. (Orph. H.); reversed <b class="b3">ἵκτης</b> (Lyc. 763); 4. <b class="b3">ἱκετικός</b> = <b class="b3">ἱκέσιος</b> (Ph., Aq.). 5. <b class="b3">Ίκέτυλλος</b> PN (Att. inscr.; Leumann Glotta 32, 219 a. 225 n. 1). Denomin. <b class="b3">ἱκετεύω</b> <b class="b2">be suppliant</b> (Il.) with <b class="b3">ἱκετεία</b> (Att.), also <b class="b3">ἱκέτευμα</b> (Th.), <b class="b3">ἱκέτευσις</b> (Suid.) = <b class="b3">ἱκεσία</b>; <b class="b3">ἱκετευτικός</b> (Sch.).<br />Origin: IE [Indo-European] [893] <b class="b2">*seik-</b> <b class="b2">reach, grasp the hand</b><br />Etymology: From <b class="b3">ἵκω</b>, <b class="b3">ἱκέσθαι</b>, s. v.; several details on the formation in Fraenkel Nom. ag. (s. index); on the meaning J. van Herten <b class="b3">Θρησκεία</b>, <b class="b3">εὑλάβεια</b>, <b class="b3">ἱκέτης</b>. Diss. Utrecht. Amsterdam 1934.
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[suppliant]], also attributiv. [[seeking refuge]] (Il.),<br />Other forms: f. [[ἱκέτις]], <b class="b3">-ιδος</b> (Hdt.).<br />Derivatives: 1. [[ἱκέσιος]] <b class="b2">belonging to the ἱκέτης etc.</b>, surname of Zeus as protector of the suppliants, (trag. etc.); 2. [[ἱκεσία]] [[asking protection]], [[supplication]] (E., Aeschin.); 3. [[ἱκετήσιος]] = [[ἱκέσιος]] (ν 213), after [[φιλοτήσιος]] etc. (Chantr. Form. 41f.; Fraenkel Nom. ag. 2, 151f.); beside it [[ἱκτήριος]] from [[ἱκτήρ]] (s. [[ἵκω]]); through mixing [[ἱκετηρία]] (''[[sc.]]'' [[ῥάβδος]]) prop. <b class="b2">the twig (of the laurel- or olive) of the suppliants</b> (IA), [[ἱκετῆρες]] = [[ἱκέται]] (S. O. T. 185; lyr.), [[ἱκετηρίς]] f. (Orph. H.); reversed [[ἵκτης]] (Lyc. 763); 4. [[ἱκετικός]] = [[ἱκέσιος]] (Ph., Aq.). 5. [[Ίκέτυλλος]] PN (Att. inscr.; Leumann Glotta 32, 219 a. 225 n. 1). Denomin. [[ἱκετεύω]] [[be suppliant]] (Il.) with [[ἱκετεία]] (Att.), also [[ἱκέτευμα]] (Th.), [[ἱκέτευσις]] (Suid.) = [[ἱκεσία]]; [[ἱκετευτικός]] (Sch.).<br />Origin: IE [Indo-European] [893] <b class="b2">*seik-</b> [[reach]], [[grasp the hand]]<br />Etymology: From [[ἵκω]], [[ἱκέσθαι]], s. v.; several details on the formation in Fraenkel Nom. ag. (s. index); on the meaning J. van Herten [[Θρησκεία]], [[εὑλάβεια]], [[ἱκέτης]]. Diss. Utrecht. Amsterdam 1934.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἱκέτης''': {hikétēs}<br />'''Forms''': f. [[ἱκέτις]], -ιδος (Hdt. usw.).<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Schutzflehender]], auch attributivisch [[schutzflehend]] (seit Il.),<br />'''Derivative''': Davon 1. [[ἱκέσιος]] ‘zum [[ἱκέτης]] gehörig’, Beiname des Zeus als des Beschützers der Schutzflehenden, [[schutzflehend]] (Trag. usw.); 2. [[ἱκεσία]] [[Schutzflehen]], [[Hilfsgesuch]], [[Bitte]] (E., Aeschin. usw.); 3. [[ἱκετήσιος]] = [[ἱκέσιος]] (ν 213), nach [[φιλοτήσιος]] usw. (Chantraine Formation 41f.; Fraenkel Nom. ag. 2, 151f.); daneben [[ἱκτήριος]] von [[ἱκτήρ]] (s. [[ἵκω]]); durch Vermischung [[ἱκετηρία]] (sc. [[ῥάβδος]]) eig. ‘der Zweig (des Lorbeer- oder Ölbaums) der Schutzflehenden’, [[Bittgesuch]] (ion. att.), ἱκετῆρες = ἱκέται (S. ''O''. ''T''. 185; lyr.), [[ἱκετηρίς]] f. (Orph. Π.); umgekehrt [[ἵκτης]] (Lyk. 763); 4. [[ἱκετικός]] = [[ἱκέσιος]] (Ph., Aq.). 5. ‘Ικέτυλλος PN (att. Inschr.; Leumann Glotta 32, 219 u. 225 A. 1). Denominativum [[ἱκετεύω]] [[Schutzflehender sein]], [[anflehen]] (seit Il.) mit [[ἱκετεία]] (att.), auch [[ἱκέτευμα]] (Th. u. a.), [[ἱκέτευσις]] (Suid.) = [[ἱκεσία]]; [[ἱκετευτικός]] (Sch.).<br />'''Etymology''' : Von [[ἵκω]], [[ἱκέσθαι]], s. d.; mehrere Einzelheiten zur Bildung bei Fraenkel Nom. ag. (s. Index); zur Bedeutung J. van Herten Θρησκεία, [[εὐλάβεια]], [[ἱκέτης]]. Diss. Utrecht. Amsterdam 1934.<br />'''Page''' 1,717
|ftr='''ἱκέτης''': {hikétēs}<br />'''Forms''': f. [[ἱκέτις]], -ιδος (Hdt. usw.).<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Schutzflehender]], auch attributivisch [[schutzflehend]] (seit Il.),<br />'''Derivative''': Davon 1. [[ἱκέσιος]] ‘zum [[ἱκέτης]] gehörig’, Beiname des Zeus als des Beschützers der Schutzflehenden, [[schutzflehend]] (Trag. usw.); 2. [[ἱκεσία]] [[Schutzflehen]], [[Hilfsgesuch]], [[Bitte]] (E., Aeschin. usw.); 3. [[ἱκετήσιος]] = [[ἱκέσιος]] (ν 213), nach [[φιλοτήσιος]] usw. (Chantraine Formation 41f.; Fraenkel Nom. ag. 2, 151f.); daneben [[ἱκτήριος]] von [[ἱκτήρ]] (s. [[ἵκω]]); durch Vermischung [[ἱκετηρία]] (''[[sc.]]'' [[ῥάβδος]]) eig. ‘der Zweig (des Lorbeer- oder Ölbaums) der Schutzflehenden’, [[Bittgesuch]] (ion. att.), ἱκετῆρες = ἱκέται (S. ''O''. ''T''. 185; lyr.), [[ἱκετηρίς]] f. (Orph. Π.); umgekehrt [[ἵκτης]] (Lyk. 763); 4. [[ἱκετικός]] = [[ἱκέσιος]] (Ph., Aq.). 5. ‘Ικέτυλλος PN (att. Inschr.; Leumann Glotta 32, 219 u. 225 A. 1). Denominativum [[ἱκετεύω]] [[Schutzflehender sein]], [[anflehen]] (seit Il.) mit [[ἱκετεία]] (att.), auch [[ἱκέτευμα]] (Th. u. a.), [[ἱκέτευσις]] (Suid.) = [[ἱκεσία]]; [[ἱκετευτικός]] (Sch.).<br />'''Etymology''' : Von [[ἵκω]], [[ἱκέσθαι]], s. d.; mehrere Einzelheiten zur Bildung bei Fraenkel Nom. ag. (s. Index); zur Bedeutung J. van Herten Θρησκεία, [[εὐλάβεια]], [[ἱκέτης]]. Diss. Utrecht. Amsterdam 1934.<br />'''Page''' 1,717
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό ρίζα ικ- τοῦ [[ἱκνέομαι]] -οῦμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{elmes
|esmgtx=ὁ [[suplicante]] de un dios μαντοσύνην ἀπ' ἀμβροσίου στομάτοιο ἔννεπε τῷ ἱκέτῃ <b class="b3">transmite a tu suplicante el oráculo que procede de tu divina boca</b> P II 87 ἵλαθί μοι, τῷ σῷ ἱκέτῃ <b class="b3">séme propicio a mí, tu suplicante</b> P II 165 ὅτι δοῦλός εἰμι σὸς καὶ ἱκέτης καὶ ὕμνησά σου τὸ αὐθεντικὸν ὄνομα <b class="b3">porque yo soy tu esclavo y suplicante y he alabado tu nombre verdadero</b> P XIII 637 τὴν σὴν μορφὴν ἐπίτειλον, ἀνθρώπῳ, ὁσίῳ ἱκέτῃ <b class="b3">envíame tu forma a mí, un hombre piadoso suplicante</b> P XVIIb 22
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[supplex]]'', [[suppliant]], [[humble]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.24.7/ 1.24.7], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.103.2/ 1.103.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.126.10/ 1.126.10], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.128.1/ 1.128.1], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> τοὺς ἱκ.]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.133.1/ 1.133.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.136.3/ 1.136.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.14.1/ 3.14.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.59.2/ 3.59.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%203.59.4/ 3.59.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.70.5/ 3.70.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.75.5/ 3.75.5]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.80.1/ 3.80.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.81.2/ 3.81.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.81.3/ 3.81.3].
}}
{{trml
|trtx====[[protector]]===
Arabic: حَامٍ‎; Armenian: պահապան; Azerbaijani: qoruyucu, havadar, himayədar; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: защитник; Catalan: protector; Chamorro: a'adahi; Czech: ochránce; Danish: beskytter; Dutch: [[beschermer]], [[beschermheer]], [[behoeder]]; Faroese: verndari; Finnish: suojelija; French: [[protecteur]], [[guardien]]; Galician: protector; German: [[Beschützer]]; Ancient Greek: [[ἀλεξήτειρα]], [[ἀλεξητήρ]], [[ἀλκτήρ]], [[ἀντιλήμπτωρ]], [[ἀντιλήπτωρ]], [[ἐπίκουρος]], [[ἐπιστάτης]], [[ἐπίτροπος]], [[ἱκέτης]], [[κηδεμών]], [[κηδευτής]], [[πρόξεινος]], [[πρόξενος]], [[πρόξηνος]], [[προσκεπαστής]], [[προστάτης]], [[σκεπαστής]], [[σκοπός]], [[ὑπερασπιστής]], [[φύλαξ]], [[χραισμήτωρ]]; Irish: cosantóir; Italian: [[protettore]], [[protettrice]]; Kurdish Central Kurdish: حافیز‎, پاڕێزگار‎; Northern Kurdish: parastvan, parastvan; Latin: [[patronus]], [[patrona]], [[protector]], [[protectrix]], [[tutor]], [[fautor]], [[praeses]]; Old English: sċildend; Portuguese: [[protetor]]; Romanian: protector, protectoare; Russian: [[защитник]], [[защитница]]; Sanskrit: नाथ; Scottish Gaelic: tèarmannair; Spanish: [[protector]], [[protectora]], [[valedor]]; Swedish: beskyddare, protektor; Turkish: hami, koruyucu, mevla, sahip, veli; Ukrainian: захисник, захисниця; Urdu: محافظ
}}
}}