χλῆδος: Difference between revisions

m
no edit summary
(13)
 
mNo edit summary
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chlidos
|Transliteration C=chlidos
|Beta Code=xlh=dos
|Beta Code=xlh=dos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">slime, mud, the rubbish carried down by a flood</b> or <b class="b2">swept out of a house</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>16</span>, <span class="bibl">D.55.22</span>, 27: metaph., ἀργυρίου χλῆδον λαβών <span class="bibl">Crates Com.28</span> (on the accent v. Hdn.Gr.<span class="bibl">1.142</span>; χλίδος Suid.).</span>
|Definition=ὁ, [[refuse]], [[slime]], [[mud]], [[the rubbish carried down by a flood]] or [[swept out of a house]], A.''Fr.''16, D.55.22, 27: metaph., ἀργυρίου χλῆδον λαβών Crates Com.28 (on the accent v. Hdn.Gr.1.142; χλίδος Suid.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1358.png Seite 1358]] ὁ, auch χληδός betont, Schlamm, Gemülm, Unrath, Schutt, bes. die Unreinigkeiten, die ein reißender Strom mit sich führt, oder die ausgekehrt werden; Aesch. frg. 14; τὸν χλῆδον ἐμβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν Dem. 55, 22. 27, [[varia lectio|v.l.]] χλίδον, vgl. B. A. 315.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[décombres]], [[débris]], [[ordures]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
{{elru
|elrutext='''χλῆδος:''' ὁ [[отбросы]], [[сор]], [[мусор]] Aesch., Dem.
}}
{{ls
|lstext='''χλῆδος''': ὁ, φρυγανώδη χώματα, ἀποκαθάρματα, καὶ τὰ ὑπὸ ποταμῶν ἢ χειμάρρων καταβιβαζόμενα, ἢ ὅσα σαρώνει τις καὶ ῥίπτει ἔξω τῆς οἰκίας, Λατ. quisquiliae, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 14, Δημ. 1278. 4., 1279. 42. - Ὁ Σουΐδ. γράφει [[χλίδος]]. Ὁ ὀρθὸς τονισμὸς [[εἶναι]] γνωστὸς ἐκ τοῦ Ἀρκαδ. 47, (εἰ καὶ παρ’ αὐτῷ φέρεται χλῖδος) καὶ ἐκ τοῦ Ἁρποκρ. [[ἔνθα]] [[χλῆδος]], πρβλ. τὴν λ. [[χέραδος]].
}}
{{grml
|mltxt=και χληδός, ὁ, Α<br />[[λάσπη]] με σκουπίδια που παρασύρει και κατεβάζει [[ποταμός]] ή [[χείμαρρος]] («τὸν χλῆδον ἐκβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. [[χλέος]], που εμφανίζει την [[ίδια]] σημ. και το ίδιο αρκτικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]]. Ωστόσο, οι τ. παραμένουν δυσερμήνευτοι από μορφολογική [[άποψη]], [[εκτός]] από το [[επίθημα]] με οδοντικό -<i>δ</i>-, το οποίο [[είναι]] δυνατόν ίσως να διακρίνει [[κανείς]] στον τ. [[χλῆδος]]. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τών τ. με το αρχ. σλαβ. <i>glĕnŭ</i> «[[πηλός]], [[κολλώδης]] [[υγρασία]]» και άλλους σλαβ. τ. δεν θεωρείται πιθανή].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χλῆδος:''' ὁ, [[πηλός]], [[λάσπη]], [[σκουπίδι]], σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χλῆδος]], ὁ,<br />[[slime]], mud, [[rubbish]], Dem.
}}
{{FriskDe
|ftr='''χλῆδος''': {khlē̃dos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': etwa [[Schutt]], [[Unrat]], [[Kehricht]] (A.''Fr''. 16 = 264 M., D. 55, 22 u. 27, Krates Kom. 27, Hdn.), = ὁ σωρὸς τῶν λίθων H.<br />'''Etymology''': Unerklärt. Machek Ling. Posn. 5, 70 vergleicht slav., z.B. russ.-ksl. ''glěnъ'' [[Schleim]], [[zähe Feuchtigkeit]] (Suffixwechsel ''d'': ''n''). Anders über die slav. Wörter Vasmer s. ''glenь'' (zu russ. ''glína'' [[Lehm]], [[Ton]]; s. auch [[γλοιός]]).<br />'''Page''' 2,1103
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[refuse]]
}}
}}