διάστρεμμα: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διάστρεμμα''': -ατος, τό, [[στρέβλωσις]], ἐξάρθρωσις, Ἱππ. κατ᾽ Ἰητρ. 748.
|lstext='''διάστρεμμα''': -ατος, τό, [[στρέβλωσις]], [[ἐξάρθρωσις]], Ἱππ. κατ᾽ Ἰητρ. 748.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[διάστρεμμα]]) [[διαστρέφω]]<br />βίαιη [[μετατόπιση]] οστού από [[άρθρωση]], [[εξάρθρωση]], [[στραμπούλισμα]], [[βγάλσιμο]] («ἐν τοῖσι πλευροῖσι διαστρέμματα ἔχουσι»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαφωνία]] || <b>αρχ.-μσν.</b> διαστρεβλωμένο [[πρόβλημα]] ή [[ζήτημα]] («ἐν πᾱσι τοῖς λοιποῖς τῶν ἐναντίων πρὸς ἡμᾶς προβλήμασι καὶ διαστρέμμασιν»).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διάστρεμμα -ατος, τό [διαστρέφω] geneesk., dislocatie.
|elnltext=διάστρεμμα -ατος, τό [διαστρέφω] geneesk., [[dislocatie]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=τό, <i>[[Verrenkung]]</i>, Hippocr.
|ptext=τό, <i>[[Verrenkung]]</i>, Hippocr.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[διάστρεμμα]]) [[διαστρέφω]]<br />βίαιη [[μετατόπιση]] οστού από [[άρθρωση]], [[εξάρθρωση]], [[στραμπούλισμα]], [[βγάλσιμο]] («ἐν τοῖσι πλευροῖσι διαστρέμματα ἔχουσι»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαφωνία]] || <b>αρχ.-μσν.</b> διαστρεβλωμένο [[πρόβλημα]] ή [[ζήτημα]] («ἐν πᾱσι τοῖς λοιποῖς τῶν ἐναντίων πρὸς ἡμᾶς προβλήμασι καὶ διαστρέμμασιν»).
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx====[[dislocation]]===
|trtx====[[dislocation]]===
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διάστρεμμα]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἔγκλισις]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἔξωσις]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang
}}
}}