3,273,735
edits
(1ba) |
|||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pleonektikos | |Transliteration C=pleonektikos | ||
|Beta Code=pleonektiko/s | |Beta Code=pleonektiko/s | ||
|Definition= | |Definition=πλεονεκτική, πλεονεκτικόν, [[greedy]], [[grasping]], of persons, Isoc.12.243; ἡ [[πονηρία]] πλεονεκτικόν D.25.24: Comp. and Sup. [[πλεονεκτικώτερος]], [[πλεονεκτικώτατος]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1333b10, ''Rh.''1418b37. Adv. [[πλεονεκτικῶς]] = [[disposed to take too much]], [[greedily]], [[graspingly]] [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 91b, ''OGI''665.16 (Egypt, i A. D.); π. ἔχειν πρός τινα D.22.56; also, [[at an advantage]], [[μάχεσθαι]] Aen.Tact.16.18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] ή, όν, zum [[πλεονέκτης]] gehörig, ihm eigen, in seiner Art, zur [[πλεονεξία]] geneigt, Isocr. 12, 243; im a dv., Plat. Phaed. 91 b, vgl. πλεονεκτικῶς ἔχειν [[πρός]] τινα, Dem. 24, 168, u. öfter; πλεονεκτικὸν καὶ θηριώδη ζῆν βίον, Pol. 4, 3, 1; πλεονεκτικώτατος, 6, 48, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] ή, όν, zum [[πλεονέκτης]] gehörig, ihm eigen, in seiner Art, zur [[πλεονεξία]] geneigt, Isocr. 12, 243; im a dv., Plat. Phaed. 91 b, vgl. πλεονεκτικῶς ἔχειν [[πρός]] τινα, Dem. 24, 168, u. öfter; πλεονεκτικὸν καὶ θηριώδη ζῆν βίον, Pol. 4, 3, 1; πλεονεκτικώτατος, 6, 48, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[cupide]], [[arrogant]], [[violent]];<br /><i>Sp.</i> πλεονεκτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλεονεκτικός -ή -όν [πλεονέκτης] [[op winst gericht]]:. ἀρετὰς... πλεονεκτικωτέρας kwaliteiten die meer winst opleveren Aristot. Pol. 1333b10. [[hebzuchtig]]; subst.. [[τό πλεονεκτικόν]] = [[hebzucht]] Luc. 13.8. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλεονεκτικός:''' 3, [[жадный]], [[своекорыстный]], [[хищнический]] ([[βίος]] Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλεονεκτικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ λάβῃ παρὰ πολλά, [[ἄπληστος]], [[πλεονέκτης]] ἐπὶ προσώπων, Ἰσοκρ. 283D· [[βίος]] Δημ. 777. 3· πλεονεκτικώτερος, -τατος Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14. 15, Ρητ. 3. 17. 17. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Φαίδων 91Β· πλ. ἔχειν [[πρός]] τινα Δημ. 610. 10. | |lstext='''πλεονεκτικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ λάβῃ παρὰ πολλά, [[ἄπληστος]], [[πλεονέκτης]] ἐπὶ προσώπων, Ἰσοκρ. 283D· [[βίος]] Δημ. 777. 3· πλεονεκτικώτερος, -τατος Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14. 15, Ρητ. 3. 17. 17. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Φαίδων 91Β· πλ. ἔχειν [[πρός]] τινα Δημ. 610. 10. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πλεονεκτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πλεονέκτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει πλεονεκτήματα, που βρίσκεται σε καλύτερη [[θέση]] σε [[σχέση]] με έναν [[άλλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ρέπει [[προς]] την [[πλεονεξία]] («... δικαίως | |mltxt=-ή, -ό / [[πλεονεκτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πλεονέκτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει πλεονεκτήματα, που βρίσκεται σε καλύτερη [[θέση]] σε [[σχέση]] με έναν [[άλλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ρέπει [[προς]] την [[πλεονεξία]] («... δικαίως καλεῖσθαι πλεονεκτικούς», Ισοκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλεονεκτικώς</i> / πλεονεκτικῶς, ΝΜΑ, [[πλεονεκτικά]] Ν<br />με τρόπο πλεονεκτικό, με πλεονεκτήματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[ροπή]] [[προς]] την [[πλεονεξία]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλεονεκτικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδιώκει να λάβει [[πάρα]] [[πολλά]], [[άπληστος]], σε Δημ. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.· [[πλεονεκτικῶς]] ἔχειν, σε Δημ. | |lsmtext='''πλεονεκτικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδιώκει να λάβει [[πάρα]] [[πολλά]], [[άπληστος]], σε Δημ. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.· [[πλεονεκτικῶς]] ἔχειν, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πλεονεκτικός]], ή, όν<br />disposed to [[take]] too [[much]], [[greedy]], Dem., etc. adv. -κῶς, Plat.; πλ. ἔχειν Dem. | |mdlsjtxt=[[πλεονεκτικός]], ή, όν<br />disposed to [[take]] too [[much]], [[greedy]], Dem., etc. adv. -κῶς, Plat.; πλ. ἔχειν Dem. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[aggressive]], [[exacting]], [[grasping]], [[greedy]], [[getting more than one's share]], [[pushing]] | |||
}} | }} |