3,278,189
edits
m (LSJ1 replacement) |
|||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataskevazo | |Transliteration C=kataskevazo | ||
|Beta Code=kataskeua/zw | |Beta Code=kataskeua/zw | ||
|Definition=fut. | |Definition=fut. κατασκευάσω, Att.<br><span class="bld">A</span> κατασκευῶ ''SIG''1097.9 (Athens, iv B.C.), ''IPE''12.32B53 (Olbia, iii B.C.): Dor. aor. <b class="b3">κατεσκεύαξα</b> Ti. Locr.94d, ''Test.Epict.''1.14, also [[κατεσκέαξα]] ''Africa Italiana'' 1.330 (Cyrene): Boeot. aor. inf. κατασκευάττη ''SIG''1185.13 (Tanagra, iii B.C.): Cypr. ka-te-se-ke-u-wa-se κατεσκεύϝασε ICS2.3, pf. κατασκεύᾰκα D.42.30: fut. Med. 3sg. κατεσκευᾶται ''SIG''1015.28 (Halic.): Dor. aor. Med. κατεσκευαξάμην ''Test.Epict.''1.9:—[[equip]], [[furnish fully with]]…, ([[πᾶσι]]) <b class="b3">κ. τὸ πλοῖον</b> [[with]] all [[appliance]]s, D.18.194:—Med., <b class="b3">τοὺς ἵππους Χαλκοῖς… προβλήμασι κ.</b> [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.1.51:—freq. in Pass., ἱρὸν θησαυροῖσί τε καὶ ἀναθήμασι κατεσκευασμένον [[Herodotus|Hdt.]]8.33, cf. 2.44; <b class="b3">κατασκευὴ Χρυσῶ τε καὶ ἀργύρω κατεσκ</b>. Id.9.82; οἷς ἡ Χώρα κατεσκεύασται Th.6.91.<br><span class="bld">2</span> without dat., [[furnish]], [[equip fully]], τὴν Χώραν X.''An.''1.9.19; κ. τινὰ ἐπὶ στρατιάν Id.''Cyr.''3.3.3; ([[ἐλέφαντας]]) κ. πρὸς τὴν πολεμικὴν Χρείαν ''OGI''54.12 (Adule, iii B.C.):—Med., <b class="b3">κ. τοὺς ὄνους</b> having got his asses [[ready]], [[Herodotus|Hdt.]]2.121.δ, etc.:—Pass., τῆς Ἀντάνδρου μελλούσης κατασκευάζεσθαι Th.4.75, cf. 8.24; <b class="b3">ἔργα κατασκευαασμένα</b> [[cultivated]] [[farm]]s, Anaxag.4; of persons, to [[be under treatment]], Phld. ''Lib.''p.3 O., al.<br><span class="bld">3</span> [[construct]], [[build]], γέφυραν [[Herodotus|Hdt.]]1.186 (Pass.); διδασκαλεῖον Antipho 6.11; πόλιν [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 557d; γυμνάσια Id.''Lg.''761c; <b class="b3">ἱερὰ θυσίας τε αὑτοῖς κ.</b> Id.''Criti.''113c; ἐπιτείχισμ' ἐπὶ τὴν Ἀττικήν D. 18.71: generally, [[prepare]], [[arrange]], [[establish]], κ. δημοκρατίαν X.''HG'' 2.3.36; δύναμιν τῇ πόλει And.3.39; συμπόσιον [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 363c; ἰσότητα τῆς οὐσίας Id.''Lg.''684d, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1265a39; ὀλιγαρχίαν Id.''Ath.'' 37.1; ναύτας D.50.36; <b class="b3">κ. τινὰς μελέτῃ</b> [[train]] them, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.1.43, etc.; [[turn out]], πολιτικούς Phld.''Rh.''2.264 S., al.:—Med., <b class="b3">κατασκευάζεσθαι ναυμαχίαν</b> [[prepare]] it, [[make ready for]] it, [[varia lectio|v.l.]] for [[παρασκευάζω]] in Th.2.85; [[make for oneself]], esp. [[build]] a house [[and furnish]] it, opp. ἀνασκευάζομαι Id.1.93, 2.17; [[unpack]], opp. [[ἀνασκευάζω]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.5.2; κ. ἐρημίαν αὑτῶ [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''730c, etc.; <b class="b3">κ. τράπεζαν</b> [[set up]] a [[bank]], Is.''Fr.''66; <b class="b3">κατασκευάζομαι τέχνην μυρεψικήν</b> I [[am setting up]] as a perfumer, Lys.''Fr.'' 1.2; τοὺς ἐγγυτάτω τῆς ἀγορᾶς κατεσκευασμένους Id.24.20; ([[πρόσοδον]]) <b class="b3">οὐ μικρὰν κατεσκευάσαντο</b> made themselves a [[good]] [income], D.27.61, cf. And.4.11.<br><span class="bld">4</span> of [[fraudulent]] [[transaction]]s, [[fabricate]], [[trump up]], πρόφασιν [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.4.17; τὸ ἀπόρρητον κατασκευάσαι D.2.6; λιποταξίου γραφὴν κατεσκεύασεν Id.21.103, cf.92; Χρέα ψευδῆ Id.42.30, cf.45.22 (Pass.); of persons, [[suborn]], λογοποιούς Din.1.35; [[set up]], ἢ… ἐπιτίθενται αὐτοὶ ἢ κατασκευάζουσιν ἕτερον [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1306a1; <b class="b3">οἱ κατεσκευασμένοι τῶν Θετταλῶν</b> men [[prepared for the purpose]], D.18.151; κατεσκ. δανεισταί Id.42.28: c. inf., τὸν ἀνεψιὸν… κατεσκεύασεν ἀμφισβητεῖν Id.55.1.<br><span class="bld">5</span> c. dupl. acc., [[make]], [[render]], ([[φρούρια]]) κ. ὡς ἐχυρώτατα [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.4.17; <b class="b3">ἀριστερὰ δεξιῶν ἀσθενέστερα κ</b>, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''795a; φοβερὸν κ. τὸ αὐτόχειρα γενέσθαι D.20.158; ἀνομοθέτητον ἑαυτῶ τὸν βίον Duris 10 J.; κ. τινὰ τοιοῦτον… Arist.''Rh.''1380a2 (also with Adv., <b class="b3">πρὸς ἑαυτὸν κ. εὖ τὸν ἀκροατήν</b> [[render]] the [[audience]] [[favourably]] [[disposed]] [[towards]] [[oneself]], 1419b11).<br><span class="bld">6</span> [[represent]] [[as]] so and so, <b class="b3">κ. τινὰς παροίνους, ὑβριστάς, ἀγνώμονας</b>, D.54.14, cf. 45.82; <b class="b3">εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις</b> unless you [[make out]] a [[Gorgias]] to [[be]] [[Nestor]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]'' 261c.<br><span class="bld">7</span> in [[argument]], [[maintain]], [[prove]], <b class="b3">τῶν ἐν Εὐβοίᾳ πραγμάτων… ὡς ἐγὼ αἴτιός εἰμι, κατεσκεύαζε</b> [[tried to make out]] that... D.21.110; κ. ὅτι… Arr.''Epict.''3.15.14, S.E.''P.''1.32; <b class="b3">κ. τῶ λόγῳ</b> [[establish]] a [[proposition]] by [[reasoning]], Damian.''Opt.''5; διὰ λόγου κατασκευασθήσεται Phld. ''Sign.''6.<br><span class="bld">8</span> in Logic, [[construct]] a positive argument, opp. [[ἀναιρέω]], [[ἀνασκευάζω]] (of negative arguments), Arist.''Rh.''1401b3, cf. Plu.2.1036b, etc.: Philos., <b class="b3">κ. τῶν ἀριθμῶν ἰδέαν</b> [[construct]], [[postulate]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1096a19, cf. ''Metaph.''984b25, al.<br><span class="bld">9</span> Geom., [[construct]], Euc.5.7 (Pass.), Archim.''Sph.Cyl.''2.6 (Pass.); [[solve by a construction]], [[πρόβλημα]] Papp. 54.25.<br><span class="bld">10</span> Rhet., [[frame]], ὀνόματα [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''16; [[elaborate]], κατεσκεύασται τὸ [[δοκοῦν]] εἶναι ἀφελές Id.''Is.''7; λόγος κατεσκευασμένος Str. 1.2.6.<br><span class="bld">11</span> abs. in Med., [[prepare oneself]] or [[make ready for]] doing, ὡς πολεμήσοντες Th.2.7; ὡς οἰκήσων X.''An.''3.2.24; ὡς εἰς μάχην Paus. 5.21.14.<br><span class="bld">12</span> Pass., of [[disease]], to [[become established]], κατασκευαζομένου τοῦ πάθους Gal.8.332. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[κατασκευάζω]]<br />Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]], φτειάχνω [[κάτι]] από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, [[δημιουργώ]] [[κάτι]] (α. «[[κατασκευάζω]] [[γέφυρα]]» β. «[[κατασκευάζω]] [[ἐπιτείχισμα]] ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επινοώ]] με δόλιους σκοπούς, [[μηχανεύομαι]] (α. «[[κατηγορία]] [ή [[πληροφορία]]] κατεσκευασμένη» β. «πρόφασιν κατασκευάσαι '[[ἐνθάδε]] οὐκ ἄπιστον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]]<br /><b>2.</b> [[κατορθώνω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κατασκευάζομαι</i><br />[[είμαι]] [[στόχος]] συνωμοσίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[προετοιμάζω]] για [[κάτι]], [[παίρνω]] όλα τα απαραίτητα [[μέτρα]] («κατασκευάζειν πρὸς πολεμικὴν χρείαν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφοδιάζω]] με τα απαραίτητα, [[εξοπλίζω]] (α. «[[κατασκευάζω]] τὴν χώραν», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[κατασκευάζω]] τινὰ ἐπὶ στρατιάν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «ἦν ἱρὸν | |mltxt=(AM [[κατασκευάζω]]<br />Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]], φτειάχνω [[κάτι]] από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, [[δημιουργώ]] [[κάτι]] (α. «[[κατασκευάζω]] [[γέφυρα]]» β. «[[κατασκευάζω]] [[ἐπιτείχισμα]] ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επινοώ]] με δόλιους σκοπούς, [[μηχανεύομαι]] (α. «[[κατηγορία]] [ή [[πληροφορία]]] κατεσκευασμένη» β. «πρόφασιν κατασκευάσαι '[[ἐνθάδε]] οὐκ ἄπιστον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]]<br /><b>2.</b> [[κατορθώνω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κατασκευάζομαι</i><br />[[είμαι]] [[στόχος]] συνωμοσίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[προετοιμάζω]] για [[κάτι]], [[παίρνω]] όλα τα απαραίτητα [[μέτρα]] («κατασκευάζειν πρὸς πολεμικὴν χρείαν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφοδιάζω]] με τα απαραίτητα, [[εξοπλίζω]] (α. «[[κατασκευάζω]] τὴν χώραν», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[κατασκευάζω]] τινὰ ἐπὶ στρατιάν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «ἦν ἱρὸν θησαυροῖσί τε πολλοῖσι καὶ ἀναθήμασι κατεσκευασμένον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγκαθιστώ]], [[εγκαθιδρύω]] («δημοκρατίαν κατεσκεύαζεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ασκώ]], [[γυμνάζω]] (α. «[[κατασκευάζω]] τινὰς [[μελέτη]]», <b>Ξεν.</b><br />β. «κατεσκεύαζεν εἰς τὸ δουλεύειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[παριστάνω]] κάποιον με τον έναν ή τον [[άλλο]] τρόπο, τον [[παρουσιάζω]] ότι [[είναι]] («παροίνους μέν τινας καὶ ὑβριστὰς κατασκευάσει» — θα κατασκευάσει μερικούς μεθύστακες και αδιάντροπους, θα παρουσιάσει μερικούς ότι [[είναι]] —[[δήθεν]]— μεθύστακες και αδιάντροποι, <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποδεικνύω]] [[κάτι]] με επιχειρήματα<br /><b>6.</b> [[προετοιμάζω]] δόλια, [[κατευθύνω]], [[καθοδηγώ]] κάποιον με δόλιο σκοπό («τὸν ἁνεψιὸν κατεσκεύασεν ἀμφισβητεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>7.</b> [[σχηματίζω]], [[συναρμόζω]] τις φράσεις ώστε να εντάσσονται στο ρητορικό ύφος («κατασκευάζειν ὀνόματα», Διον. Αλ.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «κατασκευάζομαι ναυμαχίαν» — προετοιμάζομαι για [[ναυμαχία]], [[ετοιμάζω]] τη [[ναυμαχία]]<br />β) «κατεσκεύασαντο καὶ ἐν τοῖς πύργοις» — εγκαταστάθηκαν [[μέσα]] στους πύργους, (<b>Θουκ.</b>)<br />γ) [[συγκεντρώνω]], [[συνάγω]] («πολὺς [[στόλος]] κατεσκευάζετο», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) «κατασκευάζομαι τράπεζαν» — [[ιδρύω]] [[τράπεζα]], [[γίνομαι]] [[τραπεζίτης]]<br />ε) «κατεσκεύασμαι τέχνην μυρεψικήν» — έχω γίνει [[μυρεψός]], [[παραγωγός]] και [[έμπορος]] μύρου <b>(Λυσ.)</b><br />στ) «πρόσοδον κατασκευάζομαι» — [[αποκτώ]] [[εισόδημα]]<br />ζ) «κατασκευάζομαι τῶν ἀριθμῶν ἰδέαν» — [[επινοώ]] μαθηματική [[παράσταση]]<br />η) «κατασκευάζομαι ὡς πολεμήσων, ὡς οἰκήσων κ.λπ.» — ετοιμάζομαι να πολεμήσω, να κατοικήσω κ.λπ.<br />θ) «[[κατασκευάζω]] τῷ λόγω» — [[διατυπώνω]] μια [[πρόταση]] με σαφή συλλογισμό (ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[σκευάζω]] «[[ετοιμάζω]], [[εφοδιάζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[σκευάζω]] <span style="color: red;"><</span> [[σκεῦος]]), [[πρβλ]]. [[επισκευάζω]], [[παρασκευάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 45: | Line 45: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Παρασύνθετο ἀπό τό [[παρασκευή]] + κατάληξη -αζω.<br><b>Παράγωγα:</b> [[κατασκεύασμα]], [[κατασκεύασμα]], [[κατασκεύασις]], [[κατασκευασμός]], [[κατασκευαστέος]], [[κατασκευαστής]], [[κατασκευαστικός]], [[κατασκευαστός]], [[κατασκευαστῶς]], [[κατασκευάστρια]], [[κατασκευασείω]] (ἐφετικό). | |mantxt=Παρασύνθετο ἀπό τό [[παρασκευή]] + κατάληξη -αζω.<br><b>Παράγωγα:</b> [[κατασκεύασμα]], [[κατασκεύασμα]], [[κατασκεύασις]], [[κατασκευασμός]], [[κατασκευαστέος]], [[κατασκευαστής]], [[κατασκευαστικός]], [[κατασκευαστός]], [[κατασκευαστῶς]], [[κατασκευάστρια]], [[κατασκευασείω]] (ἐφετικό). | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[fabricari]], [[conficere]]'', to [[build]], [[accomplish]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.68.3/ 3.68.3],<br>MED. ''[[parare]]'', to [[prepare]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.85.1/ 2.85.1], [<i>nonnulli codd.</i> <i>several manuscripts</i> παρασκ.].<br>''[[instruere]]'', to [[equip]], [[draw up]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.93.8/ 1.93.8],<br>''[[providere sibi domicilium]]'', to [[acquire a home for oneself]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.17.3/ 2.17.3],<br>''[[castra locare]]'', to [[pitch camp]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.44.3/ 6.44.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.51.3/ 6.51.3].<br>PASS. ''[[parari]]'', to [[be prepared]], [[be got ready]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.78.4/ 2.78.4],<br>''[[instrui]]'', to [[be equipped]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.91.7/ 6.91.7], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.24.3/ 8.24.3],<br>''[[communiri]]'', to [[be fortified]], [[be strengthened]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.75.1/ 4.75.1]. | |||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====equip=== | |trtx====[[equip]]=== | ||
Bulgarian: обзавеждам; Czech: vybavit; Dutch: [[uitrusten]]; Finnish: varustaa; Galician: equipar, esquipar; Georgian: აღჭურვა, აღჭურვავს; German: [[ausrüsten]], [[ausstatten]]; Italian: [[equipaggiare]]; Japanese: 装着; Latin: [[orno]], [[armo]]; Maori: whakarawe; Norman: êtchiper; Norwegian Bokmål: utruste; Polish: wyposażyć, wyposażać; Portuguese: [[equipar]]; Scottish Gaelic: uidheamaich; Spanish: [[equipar]]; Swedish: utrusta | Bulgarian: обзавеждам; Czech: vybavit; Dutch: [[uitrusten]]; Finnish: varustaa; Galician: equipar, esquipar; Georgian: აღჭურვა, აღჭურვავს; German: [[ausrüsten]], [[ausstatten]]; Italian: [[equipaggiare]]; Japanese: 装着; Latin: [[orno]], [[armo]]; Maori: whakarawe; Norman: êtchiper; Norwegian Bokmål: utruste; Polish: wyposażyć, wyposażać; Portuguese: [[equipar]]; Scottish Gaelic: uidheamaich; Spanish: [[equipar]]; Swedish: utrusta | ||
===build=== | ===[[build]]=== | ||
Afrikaans: bou; Albanian: ndërtoj; Amharic: መገንባት; Arabic: بَنَى; Algerian Arabic: بْنى; Moroccan Arabic: بْنى; Armenian: կառուցել, շինել, սարքել, կերտել; Assamese: সাজ, বনা; Azerbaijani: qurmaq; Belarusian: будаваць, пабудаваць; Bengali: নির্মাণ করা; Breton: sevel; Bulgarian: строя, градя; Burmese: ဆောက်; Catalan: construir, edificar; Chechen: хьал да; Cherokee: ᎠᏁᏍᎨᎭ, ᎠᏐᏲᎭ; Chinese Mandarin: 建設, 建设, 建造; Classical Nahuatl: chīhua; Cornish: gwruthyl, byldya, derevel, drehevel; Czech: stavět, postavit, budovat, vybudovat; Danish: bygge; Dutch: [[bouwen]]; Esperanto: konstrui; Estonian: ehitama; Ewe: tu; Faroese: byggja; Finnish: rakentaa; French: [[construire]], [[édifier]], [[ériger]], [[bâtir]]; Ge'ez: ሐነጸ; Georgian: აშენება, აგება; German: [[bauen]]; Gothic: 𐍄𐌹𐌼𐍂𐌾𐌰𐌽; Greek: [[χτίζω]]; Ancient Greek: [[οἰκοδομέω]], [[δέμω]], [[μηχανάομαι]], [[πήγνυμι]], [[ποιέω]], τεύχω; Hebrew: בָּנָה; Hindi: तामीर करना, निर्माण करना; Hungarian: épít; Icelandic: byggja; Ido: konstruktar; Indonesian: membangun, mendirikan; Ingush: хьал де; Irish: tóg; Old Irish: con·utaing; Italian: [[costruire]], [[edificare]]; Japanese: 建てる, 築く, 建設する, 構築する; Kashubian: bùdowac; Kazakh: салу, құру; Khmer: សង់, កសាង; Korean: 만들다; Kurdish Central Kurdish: دروستکردن; Kyrgyz: куруу, салуу; Ladino: fraguar; Lao: ກໍ່ສ້າງ, ກໍ່, ສ້າງ; Latin: [[munio]], [[aedifico]], [[struo]], [[construo]]; Latvian: celt; Lingala: tónga; Lithuanian: statyti; | Afrikaans: bou; Albanian: ndërtoj; Amharic: መገንባት; Arabic: بَنَى; Algerian Arabic: بْنى; Moroccan Arabic: بْنى; Armenian: կառուցել, շինել, սարքել, կերտել; Assamese: সাজ, বনা; Azerbaijani: qurmaq; Belarusian: будаваць, пабудаваць; Bengali: নির্মাণ করা; Breton: sevel; Bulgarian: строя, градя; Burmese: ဆောက်; Catalan: construir, edificar; Chechen: хьал да; Cherokee: ᎠᏁᏍᎨᎭ, ᎠᏐᏲᎭ; Chinese Mandarin: 建設, 建设, 建造; Classical Nahuatl: chīhua; Cornish: gwruthyl, byldya, derevel, drehevel; Czech: stavět, postavit, budovat, vybudovat; Danish: bygge; Dutch: [[bouwen]]; Esperanto: konstrui; Estonian: ehitama; Ewe: tu; Faroese: byggja; Finnish: rakentaa; French: [[construire]], [[édifier]], [[ériger]], [[bâtir]]; Ge'ez: ሐነጸ; Georgian: აშენება, აგება; German: [[bauen]]; Gothic: 𐍄𐌹𐌼𐍂𐌾𐌰𐌽; Greek: [[χτίζω]]; Ancient Greek: [[οἰκοδομέω]], [[δέμω]], [[μηχανάομαι]], [[πήγνυμι]], [[ποιέω]], τεύχω; Hebrew: בָּנָה; Hindi: तामीर करना, निर्माण करना; Hungarian: épít; Icelandic: byggja; Ido: konstruktar; Indonesian: membangun, mendirikan; Ingush: хьал де; Irish: tóg; Old Irish: con·utaing; Italian: [[costruire]], [[edificare]]; Japanese: 建てる, 築く, 建設する, 構築する; Kashubian: bùdowac; Kazakh: салу, құру; Khmer: សង់, កសាង; Korean: 만들다; Kurdish Central Kurdish: دروستکردن; Kyrgyz: куруу, салуу; Ladino: fraguar; Lao: ກໍ່ສ້າງ, ກໍ່, ສ້າງ; Latin: [[munio]], [[aedifico]], [[struo]], [[construo]]; Latvian: celt; Lingala: tónga; Lithuanian: statyti; Low German: boen; Macedonian: гради; Malay: membina; Malayalam: നിർമ്മിക്കുക; Maltese: bena; Maori: hanga; Mongolian: барих, босгох; Nepali: निर्माण गर्नु; Norman: construithe, bâti; Norwegian Bokmål: bygge; Nynorsk: byggja; Occitan: construire; Old English: timbran; Old Norse: byggja; Oromo: ijaaruu; Persian: ساختن; Polish: budować, zbudować, wybudować, stawiać, postawić, wznosić, wznieść; Portuguese: [[construir]]; Romanian: clădi, construi; Russian: [[строить]], [[построить]]; Scots: build, big; Scottish Gaelic: tog; Serbo-Croatian Cyrillic: градити, изградити; Roman: graditi, izgraditi; Shan: ၵေႃႇသၢင်ႈ; Slovak: stavať, postaviť; Slovene: graditi; Sorbian Lower Sorbian: twariś; Sotho: haha; Spanish: [[construir]], [[edificar]]; Swahili: kujenga; Swedish: anlägga, bygga, förfärdiga, uppföra, uppresa, upprätta; Sylheti: ꠛꠣꠘꠣꠘꠤ, ꠢꠣꠎꠣ; Tajik: сохтан; Thai: ก่อ, สร้าง, ก่อสร้าง; Tibetan: བརྒྱབ, བཟོས; Turkish: yapmak, inşa etmek, kurmak; Ukrainian: будувати, збудувати; Urdu: تعمیر کرنا; Uyghur: سالماق, قىلماق; Uzbek: qurmoq, solmoq; Venetian: costruir; Vietnamese: xây, xây dựng; Volapük: bumön; Walloon: basti; Welsh: codi, adeiladu; White Hmong: kho; Yiddish: בויען, אויסבויען; Zhuang: hwnj, caux | ||
}} | }} |