3,273,773
edits
(6_10) |
|||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=lēstrikos | |Transliteration B=lēstrikos | ||
|Transliteration C=listrikos | |Transliteration C=listrikos | ||
|Beta Code=lh&# | |Beta Code=lh|striko/s | ||
|Definition= | |Definition=λῃστρική, λῃστρικόν,<br><span class="bld">A</span> = [[λῃστικός]], for which it is a frequent v.l., of ships, <b class="b3">τριακόντορος λ.</b> (cf. [[λῃστρίς]]) Th.4.9, cf. App.''Pun.''25, etc.; λ. σκάφη [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.43: metaph., of ἑταῖραι, τὰ λ. τῆς Ἀφροδίτης ''AP''5.43 (Rufin.), 160 (Hedyl. or Asclep.); λ. τρόπῳ ''BGU''1061.14 (i B.C.).<br><span class="bld">2</span> of persons, Str.7.2.2; also λ. δύναμις Plu.''Sert.''18; βίος λ. [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]'' 1256b1; [[ἔθνη]] ib.1338b23; τὸ λ. ἦθος Str.12.8.9; ὁ λ. πόλεμος App. ''Mith.''96. Adv. [[λῃστρικῶς]] Str.2.5.26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de brigand <i>ou</i> de pirate ; τὸ λῃστρικόν vaisseau de pirate <i>ou</i> troupe de pirates.<br />'''Étymologie:''' [[λῃστής]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[λῃστικός]], [[ναῦς]], Thuc. 4.9; [[βίος]], Arist. <i>Pol</i>. 1.5, wie DS. 2.48; [[δύναμις]], Plut. <i>Sert</i>. 18, λῃστρικοί, οἱ, <i>[[Räuber]]</i>, Strab. VII.293, τὸ λῃστρικόν, <i>die [[Räuberbande]]</i>, oft als [[varia lectio|v.l.]] für λῃστικόν. Auch übertragen, τὰ λῃστρικὰ τῆς Ἀφροδίτης φεύγετε, Simonds 58 (V.161).<br><b class="num">• Adv.</b>, = [[λῃστικῶς]], Strab. II.126 und Sp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῃστρικός:''' [[разбойничий]], [[пиратский]] ([[τριακόντορος]] Thuc.; [[σκάφη]] Diod.); разбойничий, разбойный ([[βίος]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῃστρικός''': -ή, -όν, = [[λῃστικός]], ἀνθ’ οὗ εὕρηται [[συχνάκις]] ὡς διάφ. γραφὴ (Λοβ. εἰς Φρύν. 242), ἐπὶ πλοίων, [[τριακόντορος]] λ. (πρβλ. [[λῃστρίς]]), Θουκ. 4. 9, πρβλ. Ἀππ. Καρχηδ. 25, κτλ.· λ. [[σκάφη]] Διόδ. 3. 43. 2) ἐπὶ προσ., Στράβ. 293, Πλούτ., κτλ.· [[βίος]] λ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 8· τὸ λ. [[ἦθος]] Στράβ. 575· ὁ λ. [[πόλεμος]] Ἀππ. Μιθρ. 96· - μεταφορ., τὰ λ. τῆς Ἀφροδίτης, ἀντίθετ. τῷ [[ναῦς]], πειρατικὰ πλοῖα, Ἀνθ. Π. 5. 44 καὶ 161. Ἐπίρρ. -κῶς, Στράβ. 126, ἐν τέλ., Πλούτ., κτλ.· συγκρ. -ώτερον, ἴδε [[παρασκευάζω]] Β. ΙΙ. 3. | |lstext='''λῃστρικός''': -ή, -όν, = [[λῃστικός]], ἀνθ’ οὗ εὕρηται [[συχνάκις]] ὡς διάφ. γραφὴ (Λοβ. εἰς Φρύν. 242), ἐπὶ πλοίων, [[τριακόντορος]] λ. (πρβλ. [[λῃστρίς]]), Θουκ. 4. 9, πρβλ. Ἀππ. Καρχηδ. 25, κτλ.· λ. [[σκάφη]] Διόδ. 3. 43. 2) ἐπὶ προσ., Στράβ. 293, Πλούτ., κτλ.· [[βίος]] λ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 8· τὸ λ. [[ἦθος]] Στράβ. 575· ὁ λ. [[πόλεμος]] Ἀππ. Μιθρ. 96· - μεταφορ., τὰ λ. τῆς Ἀφροδίτης, ἀντίθετ. τῷ [[ναῦς]], πειρατικὰ πλοῖα, Ἀνθ. Π. 5. 44 καὶ 161. Ἐπίρρ. -κῶς, Στράβ. 126, ἐν τέλ., Πλούτ., κτλ.· συγκρ. -ώτερον, ἴδε [[παρασκευάζω]] Β. ΙΙ. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λῃστρικός]], -ή, -όν) [[ληστρίς]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές («ὁ λῃστρικὸς [[πόλεμος]]»<br /><b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προσιδιάζει στον τρόπο τών ληστών, αυτός που έχει τον χαρακτήρα ληστείας («ληστρική [[πράξη]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ληστρική [[σύνοδος]]» — [[έτσι]] ονομάστηκε η [[σύνοδος]] που είχε συγκληθεί το 449 μ.Χ. από τον Θεοδόσιο Β' στην Έφεσο και στην οποία υπερίσχυσε η υπό τον πατριάρχη Αλεξανδρείας [[μερίδα]], που ευνοούσε την αιρετική [[διδασκαλία]] τοὺ Ευτυχούς, τον μονοφυσιτισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για προφ. ή γραπτή [[αφήγηση]]) αυτή που πραγματεύεται για ληστές και πράξεις ληστών («ληστρική [[φιλολογία]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αθέμιτα [[κερδοσκοπικός]], [[αισχροκερδής]] («ληστρικές τιμές»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ληστρικό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[αρπακτικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πειρατικός]] («λῃστρικὰ [[σκάφη]] κατασκευάζοντες ἐλῄστευον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὰ λῃστρικὰ τῆς Ἀφροδίτης»<br /><b>μτφ.</b> οι εταίρες (<b>Ανθ. Παλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ληστρικῶς</i> και -<i>ά</i> (AM λῃστρικῶς) με τον τρόπο τών ληστών, αρπακτικά. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῃστρικός:''' -ή, -όν, = [[λῃστικός]], [[πειρατικός]], σε Θουκ., κ.λπ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λῃστρικός]], ή, όν = [[λῃστικός]]<br />[[piratical]], Thuc., etc. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[praedatorius]]'', [[piratical]], [[predatory]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.9.1/ 4.9.1]. | |||
}} | }} |