3,273,446
edits
(1b) |
|||
(35 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=praktikos | |Transliteration C=praktikos | ||
|Beta Code=praktiko/s | |Beta Code=praktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=πρακτική, πρακτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fit for action]] or [[concerned with action]], [[practical]], λεκτικοὶ καὶ π. καὶ μηχανικοί [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.3.1; φιλότεχνοι καὶ π. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 476a; <b class="b3">ζωὴ π., βίος π.</b>, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1098a3, ''Pol.''1325b16, etc.; <b class="b3">αἱ πρακτικαὶ ἀρχαί</b> the [[principle]]s [[of action]], Id.''EN''1144a35; <b class="b3">ἡ πρακτικὴ διάνοια</b>, opp. <b class="b3">ἡ θεωρητική</b>, ib. 1139a27, cf. ''Metaph.''1025b25, ''de An.''433a18; ἡ [[πρακτική]] (with or without [[ἐπιστήμη]]) [[practical science]], opp. [[theoretical]], [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 258e, 259d; τὸ [[ἰαμβεῖον]] πρακτικόν = [[representative of action]], Arist.''Po.''1460a1; μέλη π. Id.''Pol.''1341b34; <b class="b3">π. χρόνοι</b> [[time]]s [[appropriate for action]], Vett. Val.96.28.<br><span class="bld">2</span> [[active]], [[effective]], <b class="b3">τὸ πρακτικώτατον τῆς δυνάμεως</b> the [[most]] [[effective]] [[part]], Plb.1.30.9, cf. 10.25.2; <b class="b3">παρὰ θεῶν πρακτικώτερος</b> [[more effectual in carrying one's point]] with... [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.3; περὶ τὴν πολιτείαν πρακτικώτατος Plb. 7.10.5: so of things, [[drastic]], [[effective]], [[ῥίζα]] Dsc.3.54; also <b class="b3">νεῦρα πρακτικά</b> [[motor]] [[nerve]]s, Gal.1.321: [[πρακτικόν]], τό, [[spell]], [[magical rite]], PMag. Par.1.2359.<br><span class="bld">3</span> c. gen., [[able to effect]], <b class="b3">τῶν καλῶν, τῶν δικαίων</b>, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1099b31, 1129a8, etc.<br><span class="bld">4</span> [[active]], [[vigorous]], [[strong]], οἴνου τι πρακτικώτερον [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''91; ἰταμότης ὀξεῖα καὶ π. [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 311a; [ἡ ὀργὴ] πρακτικώτερον τοῦ μίσους [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1312b27.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[πρακτικῶς]] = [[actively]], [[with action]], [[working]], [[energetically]], [[vigorously]], [[διακεῖσθαι]] πρός τι Plb.6.25.4; [[ὠφελεῖν]] Archig. ap. Aët.9.28: Comp. πρακτικώτερον Plb. 5.18.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0693.png Seite 693]] zum Thun od. Handeln gehörig, thätig, geschäftig, rüstig; πρακτικώτερος, Ar. Equ. 91; ἡ πρακτική, im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0693.png Seite 693]] zum Thun od. Handeln gehörig, thätig, geschäftig, rüstig; πρακτικώτερος, Ar. Equ. 91; ἡ πρακτική, im <span class="ggns">Gegensatz</span> der γνωστική, Plat. Polit. 259 c; ἰταμότητος ὀξείας καὶ πρακτικῆς ἐνδεῖται, 311 a; πρακτικοί, neben φιλοθεάμονες καὶ φιλότεχνοι, Rep. V, 476 a; πρακτικώτεροί ἐσμεν, Arist. eth. 6, 12; καὶ ἀγχίνους, Pol. 11, 25, 8; πρακτικώτατος καὶ νουνεχέστατος περὶ τὴν πολιτείαν, 7, 10, 5; auch = Erfolg, Nachdruck habend, oft auch adv., πρακτικῶς [[πρός]] τι διακεῖσθαι, rüstig sein wozu, 6, 25, 4; τολμηρότερον καὶ πρακτικώτερον ἢ κατὰ τὴν ἡλικίαν χρώμενος ταῖς ἐπιβολαῖς, kühner und klüger, 5, 18, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[agissant]], [[actif]];<br /><b>2</b> [[efficace]] : [[παρά]] τινος puissant auprès de qqn (<i>propr.</i> qui agit de manière à obtenir de qqn).<br />'''Étymologie:''' [[πράσσω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρακτικός -ή -όν [πράττω] effectief, nuttig:; οἴνου γὰρ εὕροις ἄν τι πρακτικώτερον; kan je dan iets bedenken dat effectiever is dan wijn? Aristoph. Eq. 91; πρὸς πάντα πράγματ’ ἐστὶ πρακτικώτερον εὐκαιρία in alle zaken is tact efficiënter Men. Dysc. 128; van pers. succesvol:. ὅτι... παρὰ θεῶν πρακτικώτερος εἴη,... ὅστις... dat diegene van de goden meer succes zal krijgen die... Xen. Cyr. 1.6.3. op actie gericht, praktisch:; ἐπιστήμη πρακτική praktische kennis Plat. Plt. 258e; δύναμις... καθ’ ἣν ἔσται πρακτικός capaciteit waardoor hij actief zal worden Aristot. Pol. 1325b16; αἱ πρακτικαὶ ἀρχαί de principes van het handelen Aristot. EN 1144a35; πρακτικά (''[[sc.]]'' μελῆ) liederen gericht op handelen Aristot. Pol. 1341b34; van pers..; σέ... καὶ φίλον καὶ πρακτικὸν κρίνας omdat ik je als vriend en praktisch man beschouw Men. Dysc. 56; geschikt om te doen, met gen.:; π. τῶν καλῶν geschikt voor het verrichten van edele daden Aristot. EN 1099b31; adv. πρακτικῶς op actieve wijze:. τὸ γὰρ καλὸν ἐφ’ αὑτὸ πρακτικῶς κινεῖ want het schone heeft op actieve wijze aantrekkingskracht Plut. Per. 2.4. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρακτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[деятельный]], [[активный]]: πρακτικώτερον ποιεῖν τινα Xen. воспитать в ком-л. большую активность;<br /><b class="num">2</b> [[дельный]], [[боеспособный]] (τὸ [[μέρος]] τῆς δυνάμεως Polyb.);<br /><b class="num">3</b> [[умеющий воздействовать]]: παρὰ ἀνθρώπων πρακτικώτερος Xen. умеющий добиваться у людей лучших результатов; π. τῶν [[καλῶν]] Arst. способный на прекрасные поступки;<br /><b class="num">4</b> [[посвященный практическим интересам]], [[действенный]], [[практический]] ([[διάνοια]], [[ζωή]] Arst.);<br /><b class="num">5</b> [[решительный]], [[энергичный]] ([[ἰταμότης]] Plat.);<br /><b class="num">6</b> [[возбуждающий]] (''[[sc.]]'' [[οἶνος]] Arph.);<br /><b class="num">7</b> [[соответствующий действию]], [[драматический]] (τὸ [[ἰαμβεῖον]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρακτικός''': -ή, -όν, ([[πράσσω]]) ὁ εἰς τὴν πρᾶξιν ἀνήκων, ὁ πρὸς πρᾶξιν [[ἐπιτήδειος]], [[ἀνυστικός]], [[πρακτικός]], ὡς παρὰ μεταγεν. τὸ [[πραγματικός]]· λεκτικοὶ καὶ πρ. καὶ μηχανικοὶ Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 1· φιλότεχνοι καὶ πρ. Πλάτ. Πολ. 476Α· ζωὴ πρακτ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 13, κτλ.· αἱ πρ. ἀρχαί, αἱ τῶν πράξεων, [[αὐτόθι]] 6. 12, 35· ἡ πρ. [[διάνοια]], ἀντίθετον τῷ ἡ θεωρητική, [[αὐτόθι]] 6. 2, 3, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 2, π. Ψυχ. 3. 10, 2· καὶ ἡ πρακτικὴ ( | |lstext='''πρακτικός''': -ή, -όν, ([[πράσσω]]) ὁ εἰς τὴν πρᾶξιν ἀνήκων, ὁ πρὸς πρᾶξιν [[ἐπιτήδειος]], [[ἀνυστικός]], [[πρακτικός]], ὡς παρὰ μεταγεν. τὸ [[πραγματικός]]· λεκτικοὶ καὶ πρ. καὶ μηχανικοὶ Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 1· φιλότεχνοι καὶ πρ. Πλάτ. Πολ. 476Α· ζωὴ πρακτ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 13, κτλ.· αἱ πρ. ἀρχαί, αἱ τῶν πράξεων, [[αὐτόθι]] 6. 12, 35· ἡ πρ. [[διάνοια]], ἀντίθετον τῷ ἡ θεωρητική, [[αὐτόθι]] 6. 2, 3, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 2, π. Ψυχ. 3. 10, 2· καὶ ἡ πρακτικὴ (μετὰ τοῦ [[ἐπιστήμη]] ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), πρακτικὴ [[ἐπιστήμη]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν θεωρητικήν, Πλάτ. Πολιτ. 258Ε, 259D· τὰ πρακτικά, [[ἐνέργεια]], [[πρᾶξις]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5. 2) [[ἐνεργητικός]], [[δραστήριος]], [[ἱκανός]], [[ἀποτελεσματικός]], [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[πραγματικός]], τὸ πρακτικώτατον [[μέρος]] τῆς δυνάμεως, τὸ ἀποτελεσματικώτατον [[μέρος]], Πολύβ. 1. 30, 9, πρβλ. 10. 23, 2· πρ. [[παρά]] τινος, ὁ κατορθώνων νὰ λάβῃ [[παρά]] τινος ἐκεῖνο, [[ὅπερ]] ποθεῖ νὰ λάβῃ, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 3· [[περί]] τι Πολύβ. 7. 10, 5. 3) μετὰ γεν., ὁ ἱκανὸς νὰ κατορθώσῃ τι, τῶν καλῶν, τῶν δικαίων, κτλ., Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 9, 8., 5. 1, 3. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἰσχυρός]], [[δραστικός]], οἴνου πρακτικώτερον Ἀριστοφ. Ἱππ. 91· [[ἰταμότης]] [[ὀξεῖα]] καὶ πρ. Πλάτ. Πολιτ. 311Α· [ἡ ὀργὴ] πρακτικώτερον τοῦ μίσους Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 34· πρ. [[βίος]], [[βίος]] [[ἐνεργητικός]], [[αὐτόθι]] 7. 3, 7· ἰαμβεῖον πρ., ἁρμόζον εἰς δραματικὴν πρᾶξιν, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 24, 11. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., πρακτικῶς διακεῖσθαι [[πρός]] τι Πολύβ. 6. 25, 4· συγκρ. -ώτερον, ὁ αὐτ. 5. 18, 7. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 28: | Line 34: | ||
|lsmtext='''πρακτικός:''' -ή, -όν ([[πράσσω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατάλληλος]] για [[δράση]], [[κατάλληλος]] για [[απασχόληση]], εργασιομανής, [[πρακτικός]], σε Ξεν., Πλάτ.· <i>αἱ πρακτικαὶ ἀρχαί</i>, οι αρχές της δράσης, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[ενεργητικός]], [[δραστήριος]], σε Πολύβ.· πρακτικὸς [[παρά]] τινος, αυτός που κατορθώνει να λάβει από κάποιον αυτό που ποθεί, σε Ξεν. <b>3. I.</b> με γεν., [[ικανός]] να κατορθώσει [[κάτι]] κ.λπ., σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[δραστικός]], [[ισχυρός]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''πρακτικός:''' -ή, -όν ([[πράσσω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατάλληλος]] για [[δράση]], [[κατάλληλος]] για [[απασχόληση]], εργασιομανής, [[πρακτικός]], σε Ξεν., Πλάτ.· <i>αἱ πρακτικαὶ ἀρχαί</i>, οι αρχές της δράσης, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[ενεργητικός]], [[δραστήριος]], σε Πολύβ.· πρακτικὸς [[παρά]] τινος, αυτός που κατορθώνει να λάβει από κάποιον αυτό που ποθεί, σε Ξεν. <b>3. I.</b> με γεν., [[ικανός]] να κατορθώσει [[κάτι]] κ.λπ., σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[δραστικός]], [[ισχυρός]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[πρακτικός]], ή, όν [[πράσσω]]<br /><b class="num">I.</b> fit for [[action]], fit for [[business]], [[business]]-like, [[practical]], Xen., Plat.; αἱ πρ. ἀρχαί the principles of [[action]], Arist.<br /><b class="num">2.</b> [[active]], [[effective]], Polyb.; πρ. [[παρά]] τινος [[carrying]] one's [[point]] with [[another]], Xen.<br /><b class="num">3.</b> c. gen. [[able]] to [[effect]] a [[thing]], etc., Arist.<br /><b class="num">II.</b> of things, [[active]], [[vigorous]], Ar., Plat. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[business-like]] | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elmes | ||
| | |esmgtx=-όν subst. τὸ π. [[práctica]], [[operación mágica]] P IV 2359 | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx=Armenian: գործնական, պրակտիկ; Bulgarian: практичен; Catalan: pràctic; Czech: praktický; Dutch: [[praktisch]]; Esperanto: praktika; Finnish: käytännön-; French: [[pratique]]; Galician: práctico; German: [[praktisch]]; Greek: [[πρακτικός]]; Hebrew: מעשי; Hungarian: gyakorlati; Italian: [[pratico]]; Japanese: 実践的な; Korean: 실질적인; Persian: پراتیک; Polish: praktyczny; Portuguese: [[prático]]; Romanian: practic; Russian: [[практический]]; Spanish: [[práctico]]; Swedish: praktisk; Tagalog: panggamitin; Ukrainian: практичний; Volapük: plagik; Yiddish: פּראַקטיש | ||
}} | }} |