σποράς: Difference between revisions

m
Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sporas
|Transliteration C=sporas
|Beta Code=spora/s
|Beta Code=spora/s
|Definition=άδος, ὁ, ἡ, mostly pl., [[scattered]], <span class="bibl">Hdt.4.113</span>; of ship [[scattered]] by a storm or a defeat, <span class="bibl">Th.1.49</span>, <span class="bibl">3.69</span>,<span class="bibl">77</span>; <b class="b3">βουκολικαὶ Μοῖσαι σ. ποκά</b>, i.e. [[not collected]] into a volume, <span class="title">AP</span>9.205 (Artemid.); <b class="b3">νησιώτης σ. βίος</b> a [[vagrant]] life, <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span> 701</span> (lyr.); so of men, <b class="b3">σποράδες . . τὸ ἀρχαῖον ᾤκουν</b>, i.e. not in communities, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1252b23</span>; of birds, opp. [[ἀγελαῖος]] (cf. [[σποραδικός]]), <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>617b21</span>; σ. ἀστέρες <span class="bibl">Id.<span class="title">Mete.</span>344a15</span>, cf. <span class="bibl">346a20</span>; <b class="b3">λόγοι σ</b>. [[unconnected]], Plu.2.431d; <b class="b3">σ. νᾶσοι</b> [[scattered]], [[not in a group]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">Pae.</span>5.38</span>, cf. <span class="bibl">D.S.3.44</span>; hence <b class="b3">αἱ Σποράδες</b> the islands off the west coast of Asia Minor, opp. <b class="b3">αἱ Κυκλάδες</b>, <span class="bibl">A.R.4.1711</span>, <span class="bibl">Str.2.5.21</span>; of diseases, [[sporadic]], opp. endemic, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>5</span> (Littrá [[σποράδεες]], with cod. M).
|Definition=σποράδος, ὁ, ἡ, mostly pl., [[scattered]], [[Herodotus|Hdt.]]4.113; of ship [[scattered]] by a storm or a defeat, Th.1.49, 3.69,77; <b class="b3">βουκολικαὶ Μοῖσαι σ. ποκά</b>, i.e. [[not collected]] into a volume, ''AP''9.205 (Artemid.); <b class="b3">νησιώτης σ. βίος</b> a [[vagrant]] life, E.''Rh.'' 701 (lyr.); so of men, <b class="b3">σποράδες.. τὸ ἀρχαῖον ᾤκουν</b>, i.e. not in communities, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1252b23; of birds, opp. [[ἀγελαῖος]] (cf. [[σποραδικός]]), Id.''HA''617b21; σ. ἀστέρες Id.''Mete.''344a15, cf. 346a20; <b class="b3">λόγοι σ.</b> [[unconnected]], Plu.2.431d; <b class="b3">σ. νᾶσοι</b> [[scattered]], [[not in a group]], Pi.''Pae.''5.38, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.44; hence <b class="b3">αἱ Σποράδες</b> the islands off the west coast of Asia Minor, opp. <b class="b3">αἱ Κυκλάδες</b>, A.R.4.1711, Str.2.5.21; of diseases, [[sporadic]], opp. [[endemic]], Hp.''Acut.''5 (Littrá [[σποράδεες]], with cod. M).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />épars, dispersé ; σποράδες λόγοι PLUT discours sans suite ; <i>particul.</i> [[αἱ]] [[Σποράδες]] (νῆσοι) les Sporades, <i>îles de la mer Égée, sur la côte O de l'Asie mineure</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σπείρω]].
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />épars, dispersé ; σποράδες λόγοι PLUT discours sans suite ; <i>particul.</i> αἱ [[Σποράδες]] (νῆσοι) les Sporades, <i>îles de la mer Égée, sur la côte O de l'Asie mineure</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σπείρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σποράς -άδος [~ σπείρω] [[verstrooid]], [[verspreid]]:. σποράδες νοῦσοι sporadische ziekten (die niet als epidemie voorkomen) Hp. Acut. 5.
}}
{{elru
|elrutext='''σποράς:''' άδος (ᾰ) adj.<br /><b class="num">1</b> [[рассеянный]], [[разбросанный]]: σποράδες κατὰ [[δύο]] Her. рассыпавшись попарно; (αἱ [[νῆες]]) σποράδες πρὸς τὴν Πελοπόννησον κατηνέχθησαν Thuc. корабли были в беспорядке отнесены (бурей) к Пелопоннесу;<br /><b class="num">2</b> [[живущий в одиночку]] (ζῷα Arst.): [[νησιώτης]] σ. [[βίος]] Eur. жизнь на уединенном острове;<br /><b class="num">3</b> [[отрывочный]], [[несвязный]] (οἱ λόγοι διεσπαρμένοι καὶ σποράδες Plut.): Μοῖσαι σποράδες Anth. разрозненные стихотворения - см. тж. [[Σποράδες]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], η, ΝΑ, και [[σποράς]], -[[άδος]], ὁ, Α<br />(<b>το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) [[Σποράδες]]<br />[[ονομασία]] διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική [[άποψη]] εξετάζονται [[κατά]] ομάδες («Βόρειες [[Σποράδες]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως [[γένος]], [[αγέλη]], [[στρατιά]] κ.ά., [[καθώς]] και με το [[βίος]]) α) (για ζώα) αυτός που ζει [[μόνος]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον αγελαίο («κορυδαλῶν δὲ ἐστὶ δύο γένη... ἡ δὲ ἑτέρα ἀγελαία καὶ οὐ [[σποράς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (για τρόπο ζωής) πλάνητος, [[πλανητικός]], [[χωρίς]] μόνιμη [[εγκατάσταση]] («[[νησιώτης]] σποράδα κέκτηται βίον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ</i> και <i>οἱ σποράδες</i><br />α) (για πρόσ. και πράγμ.) διασκορπισμένος, διεσπαρμένος, εγκατεσπαρμένος, [[σκόρπιος]] (α. «ἐγίνοντο σποράδες κατὰ μίαν τε καὶ δύο [Ἀμαζόνες], <b>Ηρόδ.</b><br />β. [για πλοία που διασκόρπισε ο [[εχθρός]] ή η [[τρικυμία]]]<br />i. «καταδιώξαντες σποράδας ἐς τὴν ἤπειρον», <b>Θουκ.</b><br />ii. «ἀπ' αὐτῆς σποράδες πρὸς τὴν Πελοπόννησον κατηνέχθησαν», <b>Θουκ.</b><br />γ. [για αστέρες] «σποράδες ἀστέρες», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (ειδικά για νοσήματα) αυτά που εμφανίζονται [[παντού]] και [[πάντοτε]], που δεν [[είναι]] ενδημικά («σποράδες ἔωσιν αἱ νοῦσοι», Ιπποκρ.)<br />γ) (για [[λόγια]]) ασύνδετα, [[χωρίς]] ειρμό, [[χωρίς]] [[συνάφεια]] («λόγοι σποράδες», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[σπορ]]- του [[σπείρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>σπολ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=-[[άδος]], η, ΝΑ, και [[σποράς]], -[[άδος]], ὁ, Α<br />(<b>το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) [[Σποράδες]]<br />[[ονομασία]] διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική [[άποψη]] εξετάζονται [[κατά]] ομάδες («Βόρειες [[Σποράδες]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως [[γένος]], [[αγέλη]], [[στρατιά]] κ.ά., [[καθώς]] και με το [[βίος]]) α) (για ζώα) αυτός που ζει [[μόνος]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον αγελαίο («κορυδαλῶν δὲ ἐστὶ δύο γένη... ἡ δὲ ἑτέρα ἀγελαία καὶ οὐ [[σποράς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (για τρόπο ζωής) πλάνητος, [[πλανητικός]], [[χωρίς]] μόνιμη [[εγκατάσταση]] («[[νησιώτης]] σποράδα κέκτηται βίον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ</i> και <i>οἱ σποράδες</i><br />α) (για πρόσ. και πράγμ.) διασκορπισμένος, διεσπαρμένος, εγκατεσπαρμένος, [[σκόρπιος]] (α. «ἐγίνοντο σποράδες κατὰ μίαν τε καὶ δύο [Ἀμαζόνες], <b>Ηρόδ.</b><br />β. [για πλοία που διασκόρπισε ο [[εχθρός]] ή η [[τρικυμία]]]<br />i. «καταδιώξαντες σποράδας ἐς τὴν ἤπειρον», <b>Θουκ.</b><br />ii. «ἀπ' αὐτῆς σποράδες πρὸς τὴν Πελοπόννησον κατηνέχθησαν», <b>Θουκ.</b><br />γ. [για αστέρες] «σποράδες ἀστέρες», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (ειδικά για νοσήματα) αυτά που εμφανίζονται [[παντού]] και [[πάντοτε]], που δεν [[είναι]] ενδημικά («σποράδες ἔωσιν αἱ νοῦσοι», Ιπποκρ.)<br />γ) (για [[λόγια]]) ασύνδετα, [[χωρίς]] ειρμό, [[χωρίς]] [[συνάφεια]] («λόγοι σποράδες», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[σπορ]]- του [[σπείρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[σπολάς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σποράς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ ([[σπείρω]]), κατά κανόνα στον πληθ., διασκορπισμένος, διεσπαρμένος, [[διάσπαρτος]], σκόρπιος, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για ανθρώπους, <i>σποράδες ᾤκουν</i>, δηλ. όχι σε κοινότητες, σε Αριστ.· αἱ [[Σποράδες]] (ενν. <i>νῆσοι</i>), νησιά [[απέναντι]] από τη δυτική [[ακτή]] της Μικράς Ασίας, σε αντίθ. προς το <i>αἱ Κυκλάδες</i>, σε Στράβ.
|lsmtext='''σποράς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ ([[σπείρω]]), κατά κανόνα στον πληθ., διασκορπισμένος, διεσπαρμένος, [[διάσπαρτος]], σκόρπιος, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για ανθρώπους, <i>σποράδες ᾤκουν</i>, δηλ. όχι σε κοινότητες, σε Αριστ.· αἱ [[Σποράδες]] (ενν. <i>νῆσοι</i>), νησιά [[απέναντι]] από τη δυτική [[ακτή]] της Μικράς Ασίας, σε αντίθ. προς το <i>αἱ Κυκλάδες</i>, σε Στράβ.
}}
{{elnl
|elnltext=σποράς -άδος [~ σπείρω] verstrooid, verspreid:. σποράδες νοῦσοι sporadische ziekten (die niet als epidemie voorkomen) Hp. Acut. 5.
}}
{{elru
|elrutext='''σποράς:''' άδος (ᾰ) adj.<br /><b class="num">1)</b> [[рассеянный]], [[разбросанный]]: σποράδες κατὰ [[δύο]] Her. рассыпавшись попарно; (αἱ [[νῆες]]) σποράδες πρὸς τὴν Πελοπόννησον κατηνέχθησαν Thuc. корабли были в беспорядке отнесены (бурей) к Пелопоннесу;<br /><b class="num">2)</b> [[живущий в одиночку]] (ζῷα Arst.): [[νησιώτης]] σ. [[βίος]] Eur. жизнь на уединенном острове;<br /><b class="num">3)</b> [[отрывочный]], [[несвязный]] (οἱ λόγοι διεσπαρμένοι καὶ σποράδες Plut.): Μοῖσαι σποράδες Anth. разрозненные стихотворения - см. тж. [[Σποράδες]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σποράς]], άδος, [[σπείρω]]<br />[[mostly]] in plural [[scattered]], [[dispersed]], Hdt., Thuc.; of men, σποράδες ᾤκουν, i. e. not in communities, Arist.; αἱ [[Σποράδες]] (sc. νῆσοἰ the islands off the [[west]] [[coast]] of [[Asia]] [[Minor]], opp. to αἱ Κυκλάδες, Strab.
|mdlsjtxt=[[σποράς]], άδος, [[σπείρω]]<br />[[mostly]] in plural [[scattered]], [[dispersed]], Hdt., Thuc.; of men, σποράδες ᾤκουν, i. e. not in communities, Arist.; αἱ [[Σποράδες]] (''[[sc.]]'' νῆσοἰ the islands off the [[west]] [[coast]] of [[Asia]] [[Minor]], opp. to αἱ Κυκλάδες, Strab.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[scattered]]
|woodrun=[[scattered]]
}}
}}