χερνής: Difference between revisions

m
Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''"
(6)
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chernis
|Transliteration C=chernis
|Beta Code=xernh/s
|Beta Code=xernh/s
|Definition=ῆτος, Dor. χερνάς, ᾶτος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">poor, needy</b>, <b class="b3">ἐν χερνῆσι δόμοις</b> &lt;*&gt;<span class="title">El.</span>207 (lyr.); χερνῆτα βίον <span class="title">AP</span>6.39 (Arch.); with fem. Subst., <b class="b3">γυνὴ χ</b>. Gal. ap. Orib.inc.<span class="bibl">22(6).13</span>; χέρνης Hsch., but χερνής Hdn. &lt;*&gt;.<span class="bibl">1.64</span>; fem. χερνῆσσα ib.<span class="bibl">1.250</span>. (Acc. to Hsch. from <b class="b3">χέρνα</b>, ἡ<b class="b2"> poverty</b>: but acc. to <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1277a38</span> <b class="b3">ὁ ζῶν ἀπὸ τῶν χειρῶν</b>.) </span>
|Definition=ῆτος, Dor. [[χερνάς]], ᾶτος, ὁ, [[poor]], [[needy]], <b class="b3">ἐν χερνῆσι δόμοις</b> †''El.''207 (lyr.); χερνῆτα βίον ''AP''6.39 (Arch.); with fem. Subst., <b class="b3">γυνὴ χ.</b> Gal. ap. Orib.inc.22(6).13; χέρνης [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], but χερνής Hdn. .1.64; fem. χερνῆσσα ib.1.250. (Acc. to [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] from [[χέρνα]], ἡ [[poverty]]: but acc. to [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1277a38 <b class="b3">ὁ ζῶν ἀπὸ τῶν χειρῶν</b>.)  
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1350.png Seite 1350]] (auch χέρνης accentuirt, wogegen Arcad. p. 97, 7 spricht), ῆτος, ὁ, der Arme, Dürftige, der von seiner Hände Arbeit lebt, der Taglöhner; auch adj., ἐν χερνῆσι δόμοις [[ναίω]] Eur. El. 205; χερνῆτα βίον ἔσχον Archi. 11 (VI, 39). – Nach Aristot. pol. 3, 4,12 auf [[χείρ]] zurückzuführen, doch scheint [[χῆρος]], [[χηρεύω]], careo nahe zu liegen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1350.png Seite 1350]] (auch χέρνης accentuirt, wogegen Arcad. p. 97, 7 spricht), ῆτος, ὁ, der Arme, Dürftige, der von seiner Hände Arbeit lebt, der Taglöhner; auch adj., ἐν χερνῆσι δόμοις [[ναίω]] Eur. El. 205; χερνῆτα βίον ἔσχον Archi. 11 (VI, 39). – Nach Aristot. pol. 3, 4,12 auf [[χείρ]] zurückzuführen, doch scheint [[χῆρος]], [[χηρεύω]], careo nahe zu liegen.
}}
{{bailly
|btext=ῆτος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui vit du travail de ses mains ; pauvre, misérable.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''χερνής:''' ῆτος adj. бедный, скудный, жалкий (δόμοι Eur.; [[βίος]] Anth.).<br />ῆτος ὁ [[живущий трудами своих рук]], [[поденщик]], [[бедняк]] Arst., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χερνής''': ῆτος, Δωρ. χερνάς, ᾶτος, ὁ, ὁ διὰ τῆς ἐργασίας τῶν ἰδίων του χειρῶν ζῶν, [[ἐργάτης]], ἄπορος [[ἄνθρωπος]], ὡς τὸ [[πένης]], Ἀνθ. Παλατ. 7. 709. 2) ὡς ἐπίθ., [[ἐνδεής]], [[πτωχικός]], ἐν δόμοις χερνῆσι Εὐρ. Ἠλ. 205 χερνῆτα βίον Ἀνθ. Παλατ. 6. 39. - Τὴν λέξιν γράφει παροξύτονον μὲν (χέρνης) ὁ Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] νῦν χερνὴς) κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[πλάνης]], [[ὀξύτονον]] δὲ (χερνὴς) ὁ Ἀρκάδ. 96, κατ’ ἐγγυτέραν ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[γυμνής]]· καὶ ὁ τονισμὸς [[οὗτος]] βεβαιοῦται ἐκ τοῦ θηλ. τύπου χερνῆσσα μνημονευομένου ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδ. ([[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ. ἐκ τοῦ χέρνα, [[πενία]], [[ὅπερ]] συγγενὲς τῷ [[χῆρος]], [[χηρεύω]], careo· ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 12, ὁ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶν).
|lstext='''χερνής''': ῆτος, Δωρ. χερνάς, ᾶτος, ὁ, ὁ διὰ τῆς ἐργασίας τῶν ἰδίων του χειρῶν ζῶν, [[ἐργάτης]], ἄπορος [[ἄνθρωπος]], ὡς τὸ [[πένης]], Ἀνθ. Παλατ. 7. 709. 2) ὡς ἐπίθ., [[ἐνδεής]], [[πτωχικός]], ἐν δόμοις χερνῆσι Εὐρ. Ἠλ. 205 χερνῆτα βίον Ἀνθ. Παλατ. 6. 39. - Τὴν λέξιν γράφει παροξύτονον μὲν (χέρνης) ὁ Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] νῦν χερνὴς) κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[πλάνης]], [[ὀξύτονον]] δὲ (χερνὴς) ὁ Ἀρκάδ. 96, κατ’ ἐγγυτέραν ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[γυμνής]]· καὶ ὁ τονισμὸς [[οὗτος]] βεβαιοῦται ἐκ τοῦ θηλ. τύπου χερνῆσσα μνημονευομένου ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδ. ([[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ. ἐκ τοῦ χέρνα, [[πενία]], [[ὅπερ]] συγγενὲς τῷ [[χῆρος]], [[χηρεύω]], careo· ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 12, ὁ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶν).
}}
{{bailly
|btext=ῆτος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui vit du travail de ses mains ; pauvre, misérable.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆτος, και χέρνης, -ητος, και δωρ. τ. [[χερνάς]], -ᾱτος, ό, και τ. θηλ. [[χερνῆτις]], -ήτιδος, και [[χερνῆσσα]], -ήσσης, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ζει από την [[εργασία]] τών χεριών του, [[χειρώνακτας]], [[φτωχός]] (α. «γυνὴ [[χερνῆτις]] [[ἀληθής]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οἱ χερνῆτες<br />οὗτοι δ' εἰσίν, [[ὥσπερ]] σημαίνει καὶ τοὔνομ' αὐτούς, οἱ ζῶντες ἀπὸ τῶν χειρῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φτωχικός]], στερημένος (α. «ἐν χερνῆσι δόμοις», <b>Ευρ.</b><br />β. «χερνῆτα βίον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει ως <i>α΄</i> συνθετικό τη λ. [[χείρ]] (για τη [[μορφή]] <i>χερ</i>- του θ. <b>βλ. λ.</b> [[χειρ]] και [[χέρνιψ]]), παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη ως [[προς]] το β' συνθετικό. Κατά μία [[άποψη]], το β' συνθετικό της λ. ανάγεται στο ρ. <i>νέω</i> (ΙΙ) «[[γνέθω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>νῆ</i>-<i>μα</i>, <i>νή</i>-<i>θω</i>), [[άποψη]] η οποία στηρίζεται στη [[χρήση]] του θηλ. [[χερνῆτις]] στον στ. Μ 433 της <i>Ιλιάδας</i> για μια [[γυναίκα]] που γνέθει. Στη [[συνέχεια]] η σημ. της λ. γενικεύθηκε σε «αυτός που δουλεύει με τα χέρια» και κατ' [[επέκταση]] «εγδεής, [[φτωχός]]». Ωστόσο, σημασιολογικά προβλήματα γεννά η [[παρουσία]] της λ. [[χείρ]] στον τ., η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πλεοναστική και περιττή σε μια λ. που αναφέρεται σε [[εργασία]], όπως [[είναι]] το [[γνέσιμο]], όπου η [[χρήση]] τών χεριών θεωρείται αυτονόητη. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η οποία [[είναι]] πιθανή από σημασιολογική [[πλευρά]], [[αλλά]] προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, η λ. [[χερνής]] έχει προέλθει με [[απλολογία]] από έναν τ. <i>χερ</i>-<i>αρν</i>-<i>ητ</i>-, όπου το β' συνθετικό ανάγεται στο ρ. [[ἄρνυμαι]] «[[προσπαθώ]] να εξασφαλίσω, [[αποκτώ]], [[κερδίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>μισθ</i>-<i>αρνῶ</i>). Τέλος, οι αρχαίοι γραμματικοί, προκειμένου να ερμηνεύσουν τη λ. [[χερνής]], υπέθεταν την ύπαρξη ενός κύριου τ. [[χέρνα]] με σημ. «[[πενία]]». Ο τ. [[χερνάς]] αναφέρεται ως δωρ. τ., η ύπαρξη του, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=-ῆτος, και χέρνης, -ητος, και δωρ. τ. [[χερνάς]], -ᾱτος, ό, και τ. θηλ. [[χερνῆτις]], -ήτιδος, και [[χερνῆσσα]], -ήσσης, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ζει από την [[εργασία]] τών χεριών του, [[χειρώνακτας]], [[φτωχός]] (α. «γυνὴ [[χερνῆτις]] [[ἀληθής]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οἱ χερνῆτες<br />οὗτοι δ' εἰσίν, [[ὥσπερ]] σημαίνει καὶ τοὔνομ' αὐτούς, οἱ ζῶντες ἀπὸ τῶν χειρῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φτωχικός]], στερημένος (α. «ἐν χερνῆσι δόμοις», <b>Ευρ.</b><br />β. «χερνῆτα βίον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει ως <i>α΄</i> συνθετικό τη λ. [[χείρ]] (για τη [[μορφή]] <i>χερ</i>- του θ. <b>βλ. λ.</b> [[χειρ]] και [[χέρνιψ]]), παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη ως [[προς]] το β' συνθετικό. Κατά μία [[άποψη]], το β' συνθετικό της λ. ανάγεται στο ρ. <i>νέω</i> (ΙΙ) «[[γνέθω]]» ([[πρβλ]]. [[νῆμα]], [[νήθω]]), [[άποψη]] η οποία στηρίζεται στη [[χρήση]] του θηλ. [[χερνῆτις]] στον στ. Μ 433 της <i>Ιλιάδας</i> για μια [[γυναίκα]] που γνέθει. Στη [[συνέχεια]] η σημ. της λ. γενικεύθηκε σε «αυτός που δουλεύει με τα χέρια» και κατ' [[επέκταση]] «εγδεής, [[φτωχός]]». Ωστόσο, σημασιολογικά προβλήματα γεννά η [[παρουσία]] της λ. [[χείρ]] στον τ., η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πλεοναστική και περιττή σε μια λ. που αναφέρεται σε [[εργασία]], όπως [[είναι]] το [[γνέσιμο]], όπου η [[χρήση]] τών χεριών θεωρείται αυτονόητη. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η οποία [[είναι]] πιθανή από σημασιολογική [[πλευρά]], [[αλλά]] προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, η λ. [[χερνής]] έχει προέλθει με [[απλολογία]] από έναν τ. <i>χερ</i>-<i>αρν</i>-<i>ητ</i>-, όπου το β' συνθετικό ανάγεται στο ρ. [[ἄρνυμαι]] «[[προσπαθώ]] να εξασφαλίσω, [[αποκτώ]], [[κερδίζω]]» ([[πρβλ]]. [[μισθαρνῶ]]). Τέλος, οι αρχαίοι γραμματικοί, προκειμένου να ερμηνεύσουν τη λ. [[χερνής]], υπέθεταν την ύπαρξη ενός κύριου τ. [[χέρνα]] με σημ. «[[πενία]]». Ο τ. [[χερνάς]] αναφέρεται ως δωρ. τ., η ύπαρξη του, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χερνής:''' -ῆτος, Δωρ. [[χερνάς]], -ᾶτος, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[κάποιος]] που ζει από τα χέρια του, [[μεροκαματιάρης]], [[φτωχός]] [[άνθρωπος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., [[φτωχός]], [[ενδεής]], <i>ἐν δόμοις χερνῆσι</i>, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''χερνής:''' -ῆτος, Δωρ. [[χερνάς]], -ᾶτος, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[κάποιος]] που ζει από τα χέρια του, [[μεροκαματιάρης]], [[φτωχός]] [[άνθρωπος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., [[φτωχός]], [[ενδεής]], <i>ἐν δόμοις χερνῆσι</i>, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χερνής]], ῆτος,<br /><b class="num">1.</b> doric [[χερνάς]], ᾶτος, one who lives by his hands, a day-[[labourer]], a [[poor]] man, Anth.<br /><b class="num">2.</b> as adj. [[poor]], [[needy]], ἐν δόμοις χερνῆσι Eur. [deriv. uncertain]
}}
{{FriskDe
|ftr='''χερνής''': -ῆτος<br />{khernḗs}<br />'''Forms''': f. auch [[χερνῆσσα]] (Hdn. Gr. 1, 250).<br />'''Meaning''': Beiw. von [[δόμος]], [[βίος]], [[γυνή]] = [[πένης]], [[λάτρις]], [[χειροτέχνης]] H., [[arm]], [[kärglich]] (E. ''El''. 207 [lyr.], ''AP'' 6, 39, Gal. ap. Orib.), οἱ χερνῆτες [[Handwerker]], [[Tagelöhner]] (Arist. ''Pol''. 1277<sup>a</sup>, 38: "οἱ ζῶντες ἀπὸ τῶν [[χειρῶν]]");<br />'''Derivative''': Daneben [[χερνήτης]], dor. -ήτας m. [[Handwerker]], [[Tagelöhner]] (Simon. 124A, A.''Pr''. 893 [lyr.], D.H. u.a.), f. -ῆτις [[Handarbeiterin]], [[Tagelöhnerin]] (Μ 433, Parth., ''AP'' u.a.); auch χερνήτορες = χερνῆται (Man.). Adj. τὸ χερνητικόν ‘Hand- werkerstand' (Arist.). Rückbildung [[χέρνα]] γὰρ ἡ [[πενία]] H., wohl nur um der Etymologie willen konstruiert.<br />'''Etymology''': Von Μ 433 ausgehend, wo von einer Spinnerin die Rede ist, haben die Erklärer seit Prellwitz (s. bes. Fraenkel Nom. ag. 1, 86 f.) in [[χερνῆτις]] eine Zusammenbildung (Univerbierung) von [[χείρ]] und [[νέω]] [[spinnen]] gesehen, somit eig. [[mit den Händen spinnend]], [[Handspinnerin]]; daraus sekundär [[χερνήτης]], [[χερνής]] in der allg. Bed. [[Handwerker]], [[Tagelöhner]], Adj. [[arm]], [[kärglich]]. Da aber in einer solchen Bildung das Vorderglied ziemlich sinnlos wäre — wie könnte man zu dieser Zeit spinnen, wenn nicht mit den Händen? —, hat Schwyzer RhM 77, 105 A. 2 das Wort als Haplologie für *χεραρνητ- (χερ- für χειρ- nach [[χέρνιψ]]) [[mit den Händen erwerbend]] (zu [[ἄρνυμαι]]; vgl. [[μισθαρνέω]], -ος, -ης) erklärt, was semantisch ungleich besser paßt. — Zur Bildung außer Fraenkel a. O. noch Schwyzer 451 u. 561.Ältere Erklärungen bei Bq (abgelehnt).<br />'''Page''' 2,1089
}}
{{trml
|trtx====[[poor]]===
Aghwan: 𐕄𐔼𐕎𐕒𐕡𐔸; Albanian: varfër; Alemannic German: àrm; Arabic: فَقِير‎; Egyptian Arabic: فقير‎; Hijazi Arabic: فقير‎; Armenian: աղքատ, չքավոր, քյասիբ; Aromanian: aruptu, discultsu, caimen, ftoh, ftohu, oarfãn, fucãrã; Asturian: probe; Azerbaijani: kasıb, yoxsul, fağır, füqəra, fağır-füqarə, kasıb-kusub, imkansız; Bashkir: ярлы; Basque: behartsu; Belarusian: бедны; Bengali: গরিব, মিসকিন, বেচারা; Bikol Central: pobre, mahidap; Breton: paour; Bulgarian: беден; Burmese: ဆင်းရဲ; Catalan: pobre; Chamicuro: pople; Chinese Cantonese: 窮, 穷; Mandarin: 貧窮, 贫穷, 貧乏, 贫乏, 窮, 穷; Min Dong: 窮, 穷; Czech: chudý; Dalmatian: pauper; Danish: fattig; Dutch: [[arm]], [[armoedig]], [[berooid]]; Elfdalian: fattin; Emilian: pôver; English: [[almsless]], [[badly off]], [[bankrupt]], [[beggared]], [[beggarly]], [[boracic]], [[broke]], [[broken]], [[broker than the Ten Commandments]], [[dead broke]], [[destitute]], [[dirt poor]], [[down and out]], [[down on one's luck]], [[down on one's uppers]], [[empty-handed]], [[flat]], [[flat broke]], [[hard up]], [[impecunious]], [[impoverished]], [[in need]], [[indigent]], [[insolvent]], [[lower-class]], [[necessitous]], [[needy]], [[oofless]], [[pauperized]], [[penniless]], [[penurious]], [[pinched]], [[poor]], [[poor as a church mouse]], [[poor as a rat]], [[poor as Job]], [[possessionless]], [[poverty-ridden]], [[poverty-stricken]], [[shillingless]], [[skint]], [[stone-broke]], [[stony-broke]], [[strapped]], [[wealthless]]; Esperanto: malriĉa; Estonian: vaene; Faroese: fátækur; Finnish: köyhä; French: [[pauvre]]; Friulian: puar, pùar; Galician: pobre; Georgian: ღარიბი; German: [[arm]]; Pennsylvania German: arm, aarem; Gothic: 𐌿𐌽𐌻𐌴𐌸𐍃, 𐌰𐍂𐌼𐍃; Greek: [[φτωχός]]; Ancient Greek: [[ἄβιος]], [[ἀβούτης]], [[ἀδύνατος χρήμασι]], [[ἀκέρμις]], [[ἄκληρος]], [[ἀκτέανος]], [[ἀκτήμων]], [[ἀκτήν]], [[ἀλειφόβιος]], [[ἀμαζών]], [[ἄνολβος]], [[ἄπλουτος]], [[ἄπορος]], [[ἀραιός]], [[ἀσθενής]], [[ἀτελής]], [[αὐτολήκυθος]], [[ἀχήν]], [[ἀχρήματος]], [[ἀχρήμων]], [[ἄχρυσος]], [[ἀχύρμιος]], [[γλίσχρος]], [[γυμνηλός]], [[γυμνής]], [[δυσείμων]], [[δύσπορος]], [[κεχρημένος]], [[λιπερνής]], [[λιποδεής]], [[λισσός]], [[λιτός]], [[λυπρός]], [[πενέστης]], [[πένης]], [[πτωχός]], [[σπανιστικός]], [[σπανιστός]], [[χερνάς]], [[χερνής]], [[χερνήτης]], [[χρεῖος]]; Greenlandic: piitsoq; Hawaiian: hoʻohune, hoʻoʻilihune; Hebrew: עָנִי‎, דלת העם‎; Hindi: ग़रीब, दीन, फ़क़ीर, फकीर, मिस्कीन, बेचारा, गरीब; Hungarian: szegény; Icelandic: fátækur; Ido: povra; Indonesian: miskin; Ingush: къе; Interlingua: povre; Inuktitut Inuttut: ajutsak, annguvik; Irish: bocht, daibhir; Italian: [[povero]]; Japanese: 貧しい, 貧乏な; Javanese: mlarat; Kazakh: кедей, жарлы; Khmer: ក្រ; Korean: 가난하다, 빈곤하다; Kumyk: пакъыр; Kurdish Central Kurdish: دەست کورت‎, ھەژار‎, فەقیر‎; Northern Kurdish: feqîr, xizan; Kyrgyz: жарды, кедей; Ladin: puere; Ladino Latin: prove; Lao: ຈົນ, ທຸກຈົນ; Latin: [[pauper]], [[egens]]; Latvian: nabags; Ligurian: pöveo, poveru; Limburgish: erm; Lithuanian: skurdus, vargingas; Livonian: joutõm; Lombard: pover, por; Luxembourgish: aarm; Lü: ᦷᦑᧅᦕᦱᧃ; Macedonian: сиромашен; Malay: miskin; Maltese: fqir; Maori: pōhara; Maranao: miskin; Marathi: गरीब, दीन; Mirandese: probe; Mongolian Cyrillic: ядуу; Navajo: doo atʼį́į da; Norman: pauvre, pouôrre; Northern Sami: geafi; Norwegian Bokmål: fattig, blakk; Occitan: paure; Old English: earm; Pashto: بېچاره‎, غريب‎, فقير‎; Persian: فقیر‎, مسکین‎; Piedmontese: pòver; Plautdietsch: oam; Polish: biedny, ubogi; Portuguese: [[pobre]], [[necessitado]], [[humilde]], [[empobrecido]]; Quechua: wakcha; Romani: ćorro; Romanian: sărac, sărman, pauper, mizer, nevoiaș; Romansch: pauper, pover; Russian: [[бедный]], [[нищий]]; Sanskrit: दीन, ध्रिगु; Sardinian: poaru, pobaru, poberu; Scottish Gaelic: truagh, bochd; Serbo-Croatian Cyrillic: сиро̀машан, у̏бог, бе̑дан, бије̑дан; Roman: siròmašan, ȕbog, bȇdan, bijȇdan; Sicilian: pòviru, pòvuru, povru; Slovak: chudobný, biedny; Slovene: reven, ubog; Somali: sabool; Sorbian Lower Sorbian: chudy; Upper Sorbian: chudy; Southern Altai: бакыр, јоксус, јокту; Spanish: [[pobre]]; Swahili: maskini; Swedish: fattig; Tagalog: mahirap, dukha, maralita; Tajik: камбағал, бечора, фақир; Tatar: ярлы, фәкыйрь; Telugu: బీద, పేద; Thai: จน, ยากจน; Tibetan: སྐྱོ་པོ; Tocharian B: snaitstse; Turkish: fakir, yoksul, züğürt, fukara, kembağal; Turkmen: garyp, biçäre; Udi: касиб; Udmurt: куанер; Ugaritic: 𐎀𐎁𐎊𐎐; Ukrainian: бі́дний; Urdu: غریب‎, دین‎; Uyghur: كەمبەغەل‎, پېقىر‎, بىچارە‎; Uzbek: kambagʻal, faqir, gʻarib, bechora; Venetian: poro, poaro, povaro, pore; Vietnamese: nghèo, khó; Volapük: pöfik; Walloon: pôve, målureus; Welsh: tlawd, llwm; West Frisian: earm; Yiddish: אָרעם‎, דלותדיק‎, בדלות‎
}}
}}