3,273,293
edits
m (Text replacement - "(<\/b>) ([аАбБвВгГдДеЕёЁжЖзЗиИйЙкКлЛмМнНоОпПрРсСтТуУфФхХцЦчЧшШщЩъЪыЫьЬэЭюЮяЯ]+), ([аАбБвВгГдДеЕёЁжЖзЗиИйЙкКлЛмМнНоОпПрРсСтТу...) |
|||
(29 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ascholia | |Transliteration C=ascholia | ||
|Beta Code=a)sxoli/a | |Beta Code=a)sxoli/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[occupation]], [[business]], [[engagement]], πρᾶγμαἀσχολίας ὑπέρτερον Pi.''I.''1.2,cf.Th.1.90,8.72, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]''58d; [[πρᾳότης]] καὶ ἀσχολία Lys.6.34; ἀσχολία καὶ [[ἀπραγμοσύνη]] D.21.141; opp. [[ἡσυχία]], Th.1.70; <b class="b3">ἐμοί τις ἀ. ἐστίν</b> I have an [[engagement]], [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 335c; <b class="b3">δι' ἀσχολίαν</b> because of [[business]], Eub.119.12; later, [[office]], [[function]], ''BGU''1202.3(i B. C.).<br><span class="bld">II</span> [[want of time]] or [[leisure]], <b class="b3">ἀσχολίαν ἄγειν φιλοσοφίας πέρι</b> to have no [[leisure]], for [[pursuing]] it, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]''66d; [[ἀσχολίαν ἄγειν]] to [[be engaged]] or [[be occupied]], Id.''Ap.''39e; ἀσχολίαν ἔχειν πρός τι Plu.Comp. Sol.Publ.2; opp. [[σχολή]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1333a35; ἐν ἀσχολίᾳ λέγειν Pl. ''Tht.''172d; <b class="b3">ἀσχολίαν παρέχειν τινί</b> [[cause]] one [[trouble]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.3.12; μυρίας . . ἡμῖν παρέχει ἀσχολίας τὸ σῶμα [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]''66b: c. inf., [[hinder]] one [[from]] doing, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.1.13; <b class="b3">ἀσχολία μοι ἦν παρεῖναι</b> I had no [[time]], Antipho6.12; πολλὴν ἀ. ἔχειν τοῦ ἐπιμεληθῆναι [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.3.11; τοῦ (prob. for [[τῷ]]) εὐφραίνεσθαι πολλὰς ἀ. παρέχει Id.''Cyr.''8.7.12; ἀσχολίαν ἔχει τὸ μὴ [εἰς τὸ] πράττειν τὸ δεόμενον Id.''HG''6.1.16. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀσχολίη]] <i>AP</i> 9.428.6 (Antip.Thess.)<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[ocupación]], [[actividad]] op. [[ἡσυχία]] Th.1.70, ὑπερόριος ἀ. actividad al otro lado de la frontera</i> Th.8.72, ὀψιαίτερον δι' ἀσχολίαν ἥκειν llegar más tarde por negocios</i> Eub.117.12, οἱ ἄρχοντες ἀσχολίαν ἄγουσι los magistrados están ocupados</i> Pl.<i>Ap</i>.39e, ἀπέλυσαν ἕκαστον ἐπὶ τὴν ἰδίαν ἀσχολίαν [[LXX]] 3<i>Ma</i>.5.34, τῆς ... περὶ τὰς διαλύσεις ἀσχολίας ἀπέστη Plb.21.15.13, ἐν ᾗ ἀσχολίᾳ ἔσμεν <i>PTeb</i>.12.20 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>[[compromiso]] τὸ τεὸν ... πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον tu asunto es aún más importante que mi compromiso (de componer un peán)</i>, Pi.<i>I</i>.1.2, ἔφη ... ἀσχολίας ... τινος οὔσης αὐτοὺς ὑπολειφθῆναι dijo que cierto compromiso les había retenido</i> Th.1.90, εἰ μή τίς σοι ἀ. τυγχάνει οὖσα si por casualidad no tienes ningún compromiso</i> Pl.<i>Phd</i>.58d, ἐμοί τις ἀ. ἐστίν tengo un compromiso</i> Pl.<i>Prt</i>.335c<br /><b class="num">•</b>[[cargo]] ὁ τῆς ἀσχολίας λόγος el sueldo del cargo</i>, <i>BGU</i> 1202.4 (I a.C.), cf. <i>PTeb</i>.24.64, 29.18 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[celo]], [[ahínco]] τῇ ... ἀσχολίᾳ μου ἔδοξας ἐπεγγελᾶν <i>POxy</i>.938.7 (III/IV d.C.), ἀσχαλία· [[ἐνδελεχισμός]] Hsch.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[falta de tiempo libre]] c. [[εἰμί]], ἔχω, [[ἄγω]] e inf., inf. subst. o rég. prep. [[faltar tiempo para]] μοι ἀ. ἦν παρεῖναι no tuve tiempo de estar presente</i> Antipho 6.12, πολλὴν ... ἀσχολίαν ἔχειν τοῦ ἐπιμεληθῆναι X.<i>Mem</i>.1.3.11, τοῦ εὐφραίνεσθαι πολλὰς ἀσχολίας παρέχει X.<i>Cyr</i>.8.7.12, ἀσχολίαν ἔχει τὸ μὴ πράττειν ἀεὶ τὸ δεόμενον X.<i>HG</i> 6.1.16, ἀσχολίαν ἄγομεν φιλοσοφίας πέρι no tenemos tiempo para dedicarlo a la filosofía</i> Pl.<i>Phd</i>.66d, ἀσχολίαν ἔχειν πρὸς τὰ μείζω carecer de tiempo para ocupaciones primordiales</i> Plu.<i>Comp.Sol.Publ</i>.2, ἀπαίδευτον ὑπὸ ἀσχολίας Pl.<i>Tht</i>.174d, πρᾳότης καὶ ἀ. clemencia y falta de tiempo</i> del tribunal, Lys.6.34, ἐν ἀσχολίᾳ ... λέγειν hablar con falta de tiempo</i> Pl.<i>Tht</i>.172d, ἀ. καὶ [[ἀπραγμοσύνη]] falta de tiempo y pereza</i> D.21.141, ὥστε ἀσχολίαν με ἔχειν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ <i>PHamb</i>.22.3 (III a.C.), op. [[σχολή]] Arist.<i>Pol</i>.1333<sup>a</sup>35, τίς ἐς Μούσας οὔατος ἀ.; ¿qué falta de tiempo puede haber para escuchar a las Musas?</i>, <i>AP</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">2</b> [[molestia]], [[preocupación]] μυρίας ... ἡμῖν ἀσχολίας παρέχει τὸ σῶμα el cuerpo nos proporciona un sinfín de preocupaciones</i> Pl.<i>Phd</i>.66b, τοῖς μὲν (ἀνδράσι) γεωργίαι ἀσχολίαν παρέχουσι, τοῖς δὲ τέχναι X.<i>Cyr</i>.4.3.12, ἀ. μεγάλη ἔκτισται παντὶ ἀνθρώπῳ [[LXX]] <i>Si</i>.40.1, ἀνέμφαντος ... φροντίδων ἄλλων καὶ ἀσχολιῶν Plu.2.45c<br /><b class="num">•</b>[[dificultad]], [[traba]] ἃ μικρὰν ἔχοντα τὴν ἀσχολίαν cosas que tienen una pequeña dificultad</i> Plb.5.98.3. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0382.png Seite 382]] ἡ, Mangel an Muße, οὔατος ἐς Μούσας Ant. Th. 14 (IX, 428); Beschäftigung, Pind. I. 1, 2; [[περί]] τι Pol. 21, 12; Abhaltung, ἀσχολίαν ἄγειν, beschäftigt, abgehalten sein, Plat. Phaed. 66 d; Apol. 39 e; ἀσχολίαν ἔχειν τινός Xen. Mem. 1, 3, 11; [[πρός]] τι Plut. Sol. et Popl. 2; ἀσχολίαν παρέχειν τινί, Hindernisse in den Weg legen, Plat. Phaed. 66 b; sequ. inf. Xen. Cyr. 8, 1, 13; τῷ εὐφραίνεσθαι 8, 7, 12 u. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0382.png Seite 382]] ἡ, Mangel an Muße, οὔατος ἐς Μούσας Ant. Th. 14 (IX, 428); Beschäftigung, Pind. I. 1, 2; [[περί]] τι Pol. 21, 12; Abhaltung, ἀσχολίαν ἄγειν, beschäftigt, abgehalten sein, Plat. Phaed. 66 d; Apol. 39 e; ἀσχολίαν ἔχειν τινός Xen. Mem. 1, 3, 11; [[πρός]] τι Plut. Sol. et Popl. 2; ἀσχολίαν παρέχειν τινί, Hindernisse in den Weg legen, Plat. Phaed. 66 b; sequ. inf. Xen. Cyr. 8, 1, 13; τῷ εὐφραίνεσθαι 8, 7, 12 u. öfter. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[manque de loisir]] ; ἀσχολίας οὔσης THC faute de loisir ; ἀσχολίαν ἔχειν τινός XÉN, [[περί]] τινος PLAT, πρός τι PLUT n'avoir pas le loisir de s'occuper de qch;<br /><b>2</b> [[occupation]], [[affaire]] ; <i>en mauv. part</i> affaires, embarras, difficulté : ἀσχολίαν παρέχειν τινί XÉN causer à qqn de l'embarras ; μυρίας τινὶ παρέχειν ἀσχολίας PLAT causer à qqn mille difficultés ; τινί παρέχειν ἀσχολίαν avec l'inf. XÉN empêcher qqn de faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσχολος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσχολία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[занятость]], [[недосуг]] Arst., Dem., Plut.: ἀσχολίας οὔσης Thuc. за отсутствием свободного времени; ἀσχολίαν ἔχειν или ἄγειν τινός и εἴς τι Xen., περί τινος Plat. и πρός τι Plut. не иметь времени для чего-л.;<br /><b class="num">2</b> [[занятие]], [[забота]], [[дело]], Pind., Lys., Plat., Plut.;<br /><b class="num">3</b> [[затруднение]], [[помеха]], [[препятствие]] (ἀσχολίαν παρέχειν τινί Xen., Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσχολία''': ἡ, ἐνασχόλησις, [[ἐργασία]], Πινδ. Ι. 1. 2, Θουκ. 8.72, κτλ.· πρᾳότης καὶ [[ἀσχολία]] Λυσ. 106. 15· ἀσχ. καὶ [[ἀπραγμοσύνη]] Δημ. 560. 22· ἀντίθ. τῷ [[ἡσυχία]], Θουκ. 1. 70· ἐμοὶ ἀσχ. τίς ἐστιν, ἔχω ἀσχολίαν τινά, Πλάτ. Πρωτ. 335C· δι' ἀσχολίαν, ἕνεκεν ἀσχολίας, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12· ὑπ' ἀσχολίας Πλάτ. Θεαίτ. 172D. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] σχολῆς, ἀσχολίας τινὸς οὔσης Θουκ. 1. 90· ἀσχ. ἔχειν φιλοσοφίας πέρι, μη ἔχειν σχολὴν πρὸς ἐπιδίωξιν, σπουδὴν αὐτῆς, Πλάτ. Φαίδων 66D· ἀσχ. ἄγειν, σχολάζειν, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 39Ε· ἀντίθετ. τῷ [[σχολή]], Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14, 12· ἀσχ. παρέχειν τινί, [[παρέχω]] εἴς τινα ἐνόχλησιν, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 12· μύριας… ἡμῖν παρέχει ἀσχολίας τὸ [[σῶμα]] Πλάτ. Φαίδων 66Β· καὶ μετ' ἀπαρ., [[ἐμποδίζω]] τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 13 ἀσχ. μοι ἦν παρεῖναι, δὲν εἶχον εὐκαιρίαν [[ὥστε]] νὰ παρευρεθῶ, Ἀντιφῶν 42. 38, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 58D· εἰς δὲ τὸ ἀπαρέμφατον συχν. προτάσσεται τὸ ἄρθρον, ἀσχ. τοῦ ποιεῖν Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 11, (καὶ ἡ δοτ. τῷ ἔπρεπε πιθαν. νὰ [[εἶναι]] τοῦ ἐν Κύρ. 8. 7, 12)· [[ὡσαύτως]], εἰς τὸ μὴ ποιεῖν ὁ αὐτ. Ἑλλ. 6. 1, 16. | |lstext='''ἀσχολία''': ἡ, ἐνασχόλησις, [[ἐργασία]], Πινδ. Ι. 1. 2, Θουκ. 8.72, κτλ.· πρᾳότης καὶ [[ἀσχολία]] Λυσ. 106. 15· ἀσχ. καὶ [[ἀπραγμοσύνη]] Δημ. 560. 22· ἀντίθ. τῷ [[ἡσυχία]], Θουκ. 1. 70· ἐμοὶ ἀσχ. τίς ἐστιν, ἔχω ἀσχολίαν τινά, Πλάτ. Πρωτ. 335C· δι' ἀσχολίαν, ἕνεκεν ἀσχολίας, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12· ὑπ' ἀσχολίας Πλάτ. Θεαίτ. 172D. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] σχολῆς, ἀσχολίας τινὸς οὔσης Θουκ. 1. 90· ἀσχ. ἔχειν φιλοσοφίας πέρι, μη ἔχειν σχολὴν πρὸς ἐπιδίωξιν, σπουδὴν αὐτῆς, Πλάτ. Φαίδων 66D· ἀσχ. ἄγειν, σχολάζειν, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 39Ε· ἀντίθετ. τῷ [[σχολή]], Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14, 12· ἀσχ. παρέχειν τινί, [[παρέχω]] εἴς τινα ἐνόχλησιν, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 12· μύριας… ἡμῖν παρέχει ἀσχολίας τὸ [[σῶμα]] Πλάτ. Φαίδων 66Β· καὶ μετ' ἀπαρ., [[ἐμποδίζω]] τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 13 ἀσχ. μοι ἦν παρεῖναι, δὲν εἶχον εὐκαιρίαν [[ὥστε]] νὰ παρευρεθῶ, Ἀντιφῶν 42. 38, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 58D· εἰς δὲ τὸ ἀπαρέμφατον συχν. προτάσσεται τὸ ἄρθρον, ἀσχ. τοῦ ποιεῖν Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 11, (καὶ ἡ δοτ. τῷ ἔπρεπε πιθαν. νὰ [[εἶναι]] τοῦ ἐν Κύρ. 8. 7, 12)· [[ὡσαύτως]], εἰς τὸ μὴ ποιεῖν ὁ αὐτ. Ἑλλ. 6. 1, 16. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἀσχολία]] | |sltr=[[ἀσχολία]] [[lack]] of [[leisure]] τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, [[πρᾶγμα]] καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον [[θήσομαι]] (I. 1.2) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσχολία:''' ἡ, [[ασχολία]], [[ενασχόληση]], [[εργασία]], [[έλλειψη]] ανάπαυλας, σε Θουκ.· [[ἀσχολία]] ἔχειν φιλοσοφίας [[πέρι]], δεν έχω χρόνο για να ασχοληθώ μ' αυτό (δηλ. για να επιδιώξω τη [[φιλοσοφία]]), σε Πλάτ.· [[ἀσχολία]] ἄγειν, [[ασχολούμαι]] ή απασχολούμαι, στον ίδ.· <i>ἀσχολίαν παρέχειν τινί</i>, [[προκαλώ]] [[ανησυχία]] σε κάποιον, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀσχολία:''' ἡ, [[ασχολία]], [[ενασχόληση]], [[εργασία]], [[έλλειψη]] ανάπαυλας, σε Θουκ.· [[ἀσχολία]] ἔχειν φιλοσοφίας [[πέρι]], δεν έχω χρόνο για να ασχοληθώ μ' αυτό (δηλ. για να επιδιώξω τη [[φιλοσοφία]]), σε Πλάτ.· [[ἀσχολία]] ἄγειν, [[ασχολούμαι]] ή απασχολούμαι, στον ίδ.· <i>ἀσχολίαν παρέχειν τινί</i>, [[προκαλώ]] [[ανησυχία]] σε κάποιον, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=an [[occupation]], [[business]], [[want]] of [[leisure]], Thuc.; ἀσχ. ἔχειν φιλοσοφίας [[πέρι]] to [[have]] no [[leisure]] for pursuing it, Plat.; ἀσχ. ἄγειν to be [[engaged]] or [[occupied]], Plat.; ἀσχ. παρέχειν τινί to [[cause]] one [[trouble]], Plat. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[business]], [[press of business]], [[want of leisure]], [[want of time]], [[occupation]] | |woodrun=[[business]], [[press of business]], [[want of leisure]], [[want of time]], [[occupation]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἐνασχόληση]], [[ἐργασία]]). Ἀπό τό [[ἄσχολος]] → α στερητ. + [[σχολή]] (=[[ἀπραξία]]) τοῦ [[ἔχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τό [[ἄσχολος]]: [[ἀσχολέω]] -ῶ, [[ἀσχόλημα]]. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[negotium]]'', [[business]], [[affair]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.70.7/ 1.70.7], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.90.5/ 1.90.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.72.1/ 8.72.1]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[difficulty]]=== | |||
Arabic: صُعُوبَة; Asturian: dificultá; Azerbaijani: çətinlik; Belarusian: цяжкасць, труднасць; Bulgarian: трудност, мъчнотия; Catalan: dificultat; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Crimean Tatar: mesele, qıyınlıq; Czech: obtížnost; Danish: sværhed, vanskelighed; Dutch: [[moeilijkheid]]; Esperanto: malfacileco, malfacilo; Finnish: vaikeus, hankaluus; French: [[difficulté]]; Galician: dificultade; German: [[Schwierigkeit]]; Greek: [[δυσκολία]]; Ancient Greek: [[ἄκανθα]], [[ἀμηχανία]], [[ἀμύξ]], [[ἄναντες]], [[ἀπόρημα]], [[ἀπορησία]], [[ἀπόρησις]], [[ἀπορία]], [[ἀπορίη]], [[ἀργαλεότης]], [[ἀσχολία]], [[ἀτεραμνότης]], [[διαπορία]], [[δυσέργεια]], [[δυσέργημα]], [[δυσεργία]], [[δυσκολία]], [[δυσοδία]], [[δυσχέρεια]], [[δυσχρήστημα]], [[δυσχρηστία]], [[δυσχωρία]], [[ἔνστασις]], [[ἐπίστασις]], [[ἐρυμνότης]], [[περισκέλεια]], [[περισκελία]], [[περίστασις]], [[πιεσμός]], [[πλάνη]], [[πρόβλημα]], [[στεῖνος]], [[στενοχώρημα]], [[στενοχώρησις]], [[στενοχωρία]], [[στένωσις]], [[τὰ ἄπορα]], [[τὰ δυσχερῆ]], [[ταλαιπώρημα]], [[ταλαιπωρία]], [[ταλαιπωρίη]], [[τὸ ἄπορον]], [[τὸ δυσεργές]], [[τὸ δύσκολον]], [[τὸ δυσπετές]], [[τὸ δυσχερές]], [[χαλεπότης]], [[ψῦξις]]; Greenlandic: sapernassuseq; Haitian Creole: difikilte; Hebrew: קושי; Hindi: कठिनाई, मुसीबत, दिक़्क़त, दिक्कत; Hungarian: nehézség; Indonesian: kesukaran; Irish: deacracht; Italian: [[difficoltà]]; Japanese: 難しさ; Korean: 어려움; Kyrgyz: кыйындык; Kyrgyz: кыйындык; Ladino: difikultad, difikoltá; Latin: [[difficultas]]; Macedonian: тешкотија; Malayalam: ബുദ്ധിമുട്ട്, കഷ്ടപ്പാട്; Maori: papatoieketanga, uauatanga; Middle English: resistence; Navajo: ił nanitłʼah; Norwegian Bokmål: vanske; Nynorsk: vanske; Occitan: dificultat; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: [[dificuldade]]; Romanian: dificultate; Russian: [[трудность]], [[сложность]]; Scottish Gaelic: duilgheadas, cruas, cruadal, spàirn, docaireachd, èiginn, teanntachd, staing; Serbo-Croatian Cyrillic: тешко̀ћа; Roman: teškòća; Slovak: obtiažnosť; Slovene: težavnost; Spanish: [[dificultad]]; Swedish: svårighet, besvär; Telugu: కష్టం; Tocharian B: āmāskai; Turkish: zorluk; Ukrainian: важкість, трудність, тяжкість; Urdu: مشکل, کٹھنائی | |||
}} | }} |