3,274,216
edits
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
mNo edit summary |
||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pliktikos | |Transliteration C=pliktikos | ||
|Beta Code=plhktiko/s | |Beta Code=plhktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=[[πληκτική]], [[πληκτικόν]],<br><span class="bld">A</span> of, [[for striking]], or [[by striking]], [[πληκτικὴ θήρα]] = [[fishing]] [[by means of spearing]], Pl.''Sph.''220d; ἡ [[πληκτική]], τὸ πληκτικόν [μέρος], ib.220e, 221b; πληκτικὴ [[δύναμις]] Epicur.''Fr.'' 308.<br><span class="bld">2</span> [[ready to strike]], [[given to striking]], πληκτικός [ὁ σκορπίος] Arist.''Fr.'' 331; γυνὴ ἀνδρὸς… πληκτικώτερον Id.''HA''608b10.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[striking the senses]], [[overpowering]], [[οἶνος]], [[τροφή]], Ath.1.27a, Philum.''Ven.''9; π. τῇ ὀσμῇ Dsc.1.15, cf. S.E.''P.''1.125 (Comp.); of [[whitewashed]] rooms, Antyll. ap. Orib.9.13.5; [[τὸ πληκτικόν]] = [[overpowering effect]], Plu.2.693b, cf. 367c, 735d (cj.).<br><span class="bld">b</span> [[striking the mind]], [[impressive]], [[startling]], S.E.''P.''3.71 (Comp.), 240, etc. Adv. [[πληκτικῶς]] = [[in striking manner]] Alex.Aphr.''in Sens.''104.16, Ulp. ad D.20.56: Sup. πληκτικώτατα Ph.2.462 ([[nisi legendum|nisi leg.]] <b class="b3">τλητ-</b>). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] 1) zum Schlagen, Streiten geschickt, geneigt; [[θήρα]], mit Schlagen ausgeführt, Plat. Soph. 200 c, u. öfter; φιλολοίδορον [[μᾶλλον]] καὶ πληκτικώτερον, Arist. H. A. 9, 1. – 2) übertr. was schlagend auf die Sinne wirkt, betäubend, eben so was schlagend auf den Verstand wirkt, treffend, überzeugend, Sp., wie Plut. u. oft S. Emp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] 1) zum Schlagen, Streiten geschickt, geneigt; [[θήρα]], mit Schlagen ausgeführt, Plat. Soph. 200 c, u. öfter; φιλολοίδορον [[μᾶλλον]] καὶ πληκτικώτερον, Arist. H. A. 9, 1. – 2) übertr. was schlagend auf die Sinne wirkt, betäubend, eben so was schlagend auf den Verstand wirkt, treffend, überzeugend, Sp., wie Plut. u. oft S. Emp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui frappe les sens (vin, odeur, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> [[frappant]], [[qui fait impression]].<br />'''Étymologie:''' [[πλήσσω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πληκτικός -ή -όν [πλήττω] [[door verwonding]]:. [[πληκτικὴ θήρα]] = [[jacht door middel van verwonding]] Plat. Sph. 220d. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πληκτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[готовый наносить удары]], [[драчливый]] ([[γυνή]], σκόρπιος Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[совершаемый с помощью ударов]] (острогой): [[θήρα πληκτική]] Plat. [[ловля рыб острогой]];<br /><b class="num">3</b> [[побудительный]] ([[δύναμις]] Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[резкий]], [[сильный]] (ἀρώματα Sext.);<br /><b class="num">5</b> [[яркий]], [[отчетливый]] ([[φαντασία]] Sext.);<br /><b class="num">6</b> [[возбуждающий]], [[пьянящий]] (π. καὶ [[μανικός]], ''[[sc.]]'' [[οἶνος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πληκτικός''': -ή, -όν, ([[πλήσσω]]) ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς πλῆξιν ἢ [[κτύπημα]], πλ. [[θήρα]], ἡ διὰ κάμακος [[ἁλιεία]], Πλάτ. Σοφ. 200C· [[οὕτως]], ἡ πληκτική, τὸ πληκτικὸν [[αὐτόθι]] 220Ε, 221Β. 2) ἕτοιμος νὰ πλήξῃ, πλ. ὁ [[σκορπίος]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 312· γυνὴ ἀνδρός... πληκτικώτερον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1. 7. ΙΙ. μεταφ., ὁ προσβάλλων τὰς αἰσθήσεις, ὡς καὶ νῦν, τῇ ὀσμῇ πληκτικὸν Διοσκ. 1. 14· πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 125· τὸ πληκτικόν, τὸ πλῆξιν προξενοῦν, (ἴδε [[πληκτίζομαι]] ἐν τέλει). ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐπενεργείας ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 70, 240, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Ulpian. εἰς Δημ. 474. 1. ὑπερθ. -ώτατα, Φίλων 881D. | |lstext='''πληκτικός''': -ή, -όν, ([[πλήσσω]]) ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς πλῆξιν ἢ [[κτύπημα]], πλ. [[θήρα]], ἡ διὰ κάμακος [[ἁλιεία]], Πλάτ. Σοφ. 200C· [[οὕτως]], ἡ πληκτική, τὸ πληκτικὸν [[αὐτόθι]] 220Ε, 221Β. 2) ἕτοιμος νὰ πλήξῃ, πλ. ὁ [[σκορπίος]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 312· γυνὴ ἀνδρός... πληκτικώτερον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1. 7. ΙΙ. μεταφ., ὁ προσβάλλων τὰς αἰσθήσεις, ὡς καὶ νῦν, τῇ ὀσμῇ πληκτικὸν Διοσκ. 1. 14· πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 125· τὸ πληκτικόν, τὸ πλῆξιν προξενοῦν, (ἴδε [[πληκτίζομαι]] ἐν τέλει). ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐπενεργείας ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 70, 240, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Ulpian. εἰς Δημ. 474. 1. ὑπερθ. -ώτατα, Φίλων 881D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πληκτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που προκαλεί [[πλήξη]], ο [[ανιαρός]] (α. «[[πληκτικός]] [[άνθρωπος]]» β. «πληκτική [[παράσταση]]» γ. «πληκτικό [[μέρος]]» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ [[δύναμις]]», Επίκ.)<br /><b>2.</b> ο [[έτοιμος]] να χτυπήσει («[[πληκτικός]]... [[σκορπίος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταπειστικός]], [[αποδεικτικός]] («πιθανωτέραν καὶ πληκτικωτέραν φαντασίαν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πληκτική</i><br /><i>το</i> [[ψάρεμα]] με [[καμάκι]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πληκτικόν</i><br />α) το να ρίχνει [[κανείς]] ασβέστη στον τοίχο με [[μυστρί]], το ριχτό, το πεταχτό<br />β) (για [[κρασί]]) αυτό που φέρνει [[ζαλάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πληκτικά]]/ <i>πληκτικῶς</i> ΝΑ<br />με τρόπο που προκαλεί [[πλήξη]], ανιαρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το ρημ. επίθ., το οποίο στην αρχαία Ελλ. απαντά μόνο ως β' σύνθ., -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ή, -ό / [[πληκτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που προκαλεί [[πλήξη]], ο [[ανιαρός]] (α. «[[πληκτικός]] [[άνθρωπος]]» β. «πληκτική [[παράσταση]]» γ. «πληκτικό [[μέρος]]» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ [[δύναμις]]», Επίκ.)<br /><b>2.</b> ο [[έτοιμος]] να χτυπήσει («[[πληκτικός]]... [[σκορπίος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταπειστικός]], [[αποδεικτικός]] («πιθανωτέραν καὶ πληκτικωτέραν φαντασίαν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πληκτική</i><br /><i>το</i> [[ψάρεμα]] με [[καμάκι]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πληκτικόν</i><br />α) το να ρίχνει [[κανείς]] ασβέστη στον τοίχο με [[μυστρί]], το ριχτό, το πεταχτό<br />β) (για [[κρασί]]) αυτό που φέρνει [[ζαλάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πληκτικά]]/ <i>πληκτικῶς</i> ΝΑ<br />με τρόπο που προκαλεί [[πλήξη]], ανιαρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το ρημ. επίθ., το οποίο στην αρχαία Ελλ. απαντά μόνο ως β' σύνθ., -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> [[θαλασσόπληκτος]], [[φρενόπληκτος]] κ.ά. Για τη νεοελλ. σημ. του επιθ. «[[ανιαρός]]» <b>βλ. λ.</b> [[πλήττω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[impressive]]=== | ||
Albanian: madhështor; Armenian: տպավորիչ; Asturian: impresionante; Belarusian: уражальны; Bulgarian: впечатляващ; Catalan: impressionant; Chinese Mandarin: [[令人印象深刻]]; Czech: působivý; Dutch: [[indrukwekkend]], [[imposant]]; Esperanto: impona; Finnish: vaikuttava, muhkea; French: [[impressionnant]], [[épatant]]; Galician: impresionante; Georgian: შთამბეჭდავი; German: [[beeindruckend]], [[eindrucksvoll]], [[imposant]]; Greek: [[εντυπωσιακός]]; Ancient Greek: [[πληκτικός]], [[σεμνός]], [[σοβαρός]], [[φοβερός]]; Hebrew: מרשים; Hungarian: impresszív; Icelandic: tilkomumikill; Indonesian: impresif; Irish: iontach; Italian: [[impressionante]], [[spettacolare]], [[notevole]]; Japanese: 印象的な; Korean: 인상적; Maltese: impressjonanti; Norwegian: imponerende; Persian: چشمگیر; Plautdietsch: oppfaulent, be'endrucksvoll; Polish: imponujący; Portuguese: [[impressionante]]; Romanian: impresionant, mișcător; Russian: [[впечатляющий]], [[внушительный]]; Spanish: [[impresionante]]; Swedish: imponerande, maffig; Turkish: etkileyici; Ukrainian: вражаючий; Yiddish: אײַנדרוקספֿול | |||
}} | }} |