ποτήριον: Difference between revisions

m
no edit summary
(6_22)
mNo edit summary
 
(34 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=potirion
|Transliteration C=potirion
|Beta Code=poth/rion
|Beta Code=poth/rion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drinking-cup, wine-cup</b>, <span class="bibl">Alc.52</span>, <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>20a</span>.<span class="bibl">10</span>, <span class="bibl">Hdt.2.37</span>, <span class="bibl">3.148</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>120</span>, <span class="bibl">237</span>, etc.; <b class="b3">οὔποτ' ἐκ ταὐτοῦ μεθ' ἡμῶν πίεται π</b>. ib.<span class="bibl">1289</span>; π. ἀργυρᾶ <span class="title">IG</span>12.232, al.; κεραμεᾶ <span class="bibl">Ath.11.464a</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">the Cup</b> in the Eucharist, <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Cor.</span>11.25</span> sq. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">jar</b>, Gal.13.385. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b2">receptacle</b> for offerings in temples, <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>6.27</span> (pl., ii B. C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">absorbent preparation</b>, Gal.13.258, <span class="bibl">Alex.Trall.10</span> (pl.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> v. [[ποτίρριον]].</span>
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[cup]], [[drinking cup]], [[wine cup]], [[beaker]], [[chalice]] Alc.52, Sapph.Supp.20a.10, [[Herodotus|Hdt.]]2.37, 3.148, Ar.Eq.120, 237, etc.; οὔποτ' ἐκ ταὐτοῦ μεθ' ἡμῶν πίεται π. ib.1289; π. ἀργυρᾶ IG12.232, al.; κεραμεᾶ Ath.11.464a, etc.<br><span class="bld">2</span> the [[cup|Cup]] in the [[Eucharist]], 1 Ep.Cor.11.25 sq.<br><span class="bld">3</span> [[jug]], [[jar]], Gal.13.385.<br><span class="bld">4</span> [[receptacle]] for [[offering]]s in [[temple]]s, PTeb.6.27 (pl., ii B. C.).<br><span class="bld">II</span> [[absorbent]] [[preparation]], Gal.13.258, Alex.Trall.10 (pl.).<br><span class="bld">III</span> v. [[ποτίρριον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0689.png Seite 689]] τό, neutr. von [[ποτήριος]]; – 1) Trinkgefäß, Becher; nach Ath. XI, 459 c zuerst Simonds ἐν ἰάμβοις, wo noch mehr Beispiele angeführt sind; Ar. Equ. 120. 237, Her. 7, 119 u. A., bes. Luc. u. Plut. – 2) eine strauchartige Pflanze, Diosc., astragalus poterium Linn.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0689.png Seite 689]] τό, neutr. von [[ποτήριος]]; – 1) [[Trinkgefäß]], [[Becher]]; nach Ath. XI, 459 c zuerst Simonds ἐν ἰάμβοις, wo noch mehr Beispiele angeführt sind; Ar. Equ. 120. 237, Her. 7, 119 u. A., bes. Luc. u. Plut. – 2) eine strauchartige [[Pflanze]], Diosc., [[astragalus]] [[poterium]] Linn.
}}
{{bailly
|btext=ποτηρίου (τό) :<br />[[vase à boire]], [[coupe]].<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ποτήρ]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποτήριον ποτηρίου, τό [ποτήρ] [[drinkbeker]]; christ. [[kelk]]. NT.
}}
{{elru
|elrutext='''ποτήριον:''' τό [[чаша]], [[кубок]] Her., Arph., NT.
}}
{{eles
|esgtx=[[copa]]
}}
{{StrongGR
|strgr=neuter of a derivative of the alternate of [[πίνω]]; a [[drinking]]-[[vessel]]; by [[extension]], the contents thereof, i.e. a cupful ([[draught]]); [[figuratively]], a [[lot]] or [[fate]]: [[cup]].
}}
{{Thayer
|txtha=ποτηρίου, τό ([[diminutive]] of [[ποτήρ]]), a [[cup]], a [[drinking]] [[vessel]];<br /><b class="num">a.</b> [[properly]]: T WH [[omit]]; Tr brackets the [[verse]]); πίνειν ἐκ τοῦ ποτηρίου, τό [[ποτήριον]] τῆς ἐυλογιασς ([[see]] [[εὐλογία]], 4), ψυχροῦ, ὕδατος, WH [[reject]] the [[passage]]) cf. Winer's 635f (589f)); τό [[ποτήριον]] τίνος, genitive of the [[person]] giving the [[entertainment]] (cf. Rückert, Abendmahl, p. 217f): πίνειν, Winer's Grammar, 189 (178)); Winer's Grammar, 411 (410)).<br /><b class="num">b.</b> By a [[figure]] [[common]] to [[Hebrew]], Arabic, Syriac, and [[not]] [[unknown]] to Latin writers, [[one]]'s [[lot]] or [[experience]], [[whether]] [[joyous]] or [[adverse]], [[divine]] appointments, [[whether]] favorable or unfavorable, are likened to a [[cup]] [[which]] God presents [[one]] to [[drink]] (cf. Winer's Grammar, 32): so of [[prosperity]], πίνειν τό [[ποτήριον]] μου or ὁ [[ἐγώ]] [[πίνω]], to [[undergo]] the [[same]] calamities [[which]] I [[undergo]], Plautus Cas. 5,2, 53 (50) ut senex hoc eodem poculo quod ego bibi biberet, i. e. [[that]] he [[might]] be treated as [[harshly]] as I [[was]]); used of the [[divine]] penalties: [[Alcaeus]], [[Sappho]]), [[Herodotus]], [[Ctesias]] (401 B.C.>), [[Aristophanes]], Lucian, others; the Sept. for כּוס.)
}}
{{grml
|mltxt=[[ποτήρι]], το / [[ποτήριον]], ΝΜΑ, και [[ποτίρριον]] Α [[ποτήρ]]<br /><b>1.</b> [[δοχείο]], [[συνήθως]] γυάλινο, με το οποίο πίνει [[κανείς]] ένα [[υγρό]]<br /><b>2.</b> η [[ποσότητα]] υγρού που περιέχει ένα τέτοιο [[δοχείο]], το περιεχόμενό του («ήπιε [[πέντε]] ποτήρια μπίρα»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[θλίψη]], [[στενοχώρια]], [[πικρία]], [[φαρμάκι]] (α. «πιε το πικρόν [[ποτήριον]] της ξενιτιάς», Κάλβ.<br />β. «παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ [[ποτήριον]] τοῦτο», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «άγιο(ν) ποτήριο(ν)» — [[σκεύος]] κατασκευασμένο [[συνήθως]] από πολύτιμο [[μέταλλο]], διακοσμημένο με ανάγλυφες ιερές παραστάσεις, επιχρυσωμένο εσωτερικά, [[μέσα]] στο οποίο φυλάσσεται και από το οποίο δίδεται στους πιστούς ο καθαγιασμένος [[κατά]] τη [[θεία]] [[ευχαριστία]] [[οίνος]] και το οποίο συμβολίζει το [[ποτήρι]] που χρησιμοποίησε ο [[Χριστός]] [[κατά]] τον [[μυστικό]] [[δείπνο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[πιοτό]], η [[οινοποσία]] («έχει τον νου του μόνο στο [[ποτήρι]]»)<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] παλαιότερης μονάδας βάρους υγρών που ισοδυναμούσε με 0, 242361 λίτρες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ποτήριο</i><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] ροδίδες της τάξης [[ροδώδη]], ένα από τα κυριότερα είδη του οποίου, το Ποτήριο το ακανθώδες, απαντά και στην [[Ελλάδα]] και [[είναι]] γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[αφάνα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ποτήρι]] ζέσης»<br /><b>χημ.</b> [[σκεύος]] τών χημικών εργαστηρίων κατασκευασμένο από ειδικό πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται για τη [[θέρμανση]] ή τον βρασμό υγρών ουσιών ή διαλλυμάτων<br />β) «αυτός [[είναι]] γερό [[ποτήρι]]» — λέγεται για κάποιον που αντέχει στο [[ποτό]], που μπορεί να πιει πολύ<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ποτήριον]] Χριστού» — το [[μαρτύριο]] ή ο [[μαρτυρικός]] [[θάνατος]] για [[χάρη]] του Χριστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πιθάρι]] του οποίου το [[σχήμα]] μοιάζει με [[ποτήρι]]<br /><b>2.</b> ειδικό [[σκεύος]] τών ναών στο οποίο τοποθετούσαν τα διάφορα προσφερόμενα δώρα<br /><b>3.</b> απορροφητικό [[σκεύασμα]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] αγκαθωτού θάμνου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «κεραμεοῦν [[ποτήριον]]» — [[ποτήρι]] κατασκευασμένο από πηλό<br />β) «ἀργυροῦν [[ποτήριον]]» — [[ποτήρι]] κατασκευασμένο από [[ασήμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποτήριον:''' τό (√<i>ΠΟ</i> από κάποιους χρόνους του [[πίνω]]), [[ποτήρι]], [[κύπελλο]] για [[κρασί]], σε Ηρόδ., Αττ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτήριον''': τό, ὡς καὶ νῦν, Ἀκλαῖ. 52, Σαπφὼ 72, Ἡρόδ. 2. 37., 3. 148, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 120, 237, κ. ἀλλ.· οὔποτ’ ἐκ ταὐτοῦ μεθ’ ἡμῶν πίεται π. [[αὐτόθι]] 1289· π. ἀργυρᾶ, χρυσᾶ Συλλ. Ἐπιγρ. 138. 7, 19, 27, κ. ἀλλ.· κεραμεᾶ Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, κτλ. 2) τὸ [[ποτήριον]] τῆς εὐχαριστίας, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 15 κἑξ., Ἐκκλ. ΙΙ. [[εἶδος]] θάμνου, Astragalus poterium, Διοσκ. 3. 15, Πλίν. 25. 76, κτλ.
|lstext='''ποτήριον''': τό, ὡς καὶ νῦν, Ἀκλαῖ. 52, Σαπφὼ 72, Ἡρόδ. 2. 37., 3. 148, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 120, 237, κ. ἀλλ.· οὔποτ’ ἐκ ταὐτοῦ μεθ’ ἡμῶν πίεται π. [[αὐτόθι]] 1289· π. ἀργυρᾶ, χρυσᾶ Συλλ. Ἐπιγρ. 138. 7, 19, 27, κ. ἀλλ.· κεραμεᾶ Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, κτλ. 2) τὸ [[ποτήριον]] τῆς εὐχαριστίας, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 15 κἑξ., Ἐκκλ. ΙΙ. [[εἶδος]] θάμνου, [[Astragalus poterium]], Διοσκ. 3. 15, Πλίν. 25. 76, κτλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποτήριον]], ου, τό, [!πο, Root of [[some]] tenses of [[πίνω]]<br />a [[drinking]]-cup, [[wine]]-cup, Hdt., Attic
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':pot»rion 坡帖里按<br />'''詞類次數''':名詞(33)<br />'''原文字根''':飲(杯)<br />'''字義溯源''':杯,飲具;源自([[πίνω]])*=喝)。杯,在新約表明基督的苦難,主耶穌在十字架上為我們嘗了那苦杯,擔當我們的罪,完成了救贖,使我們可以同領祝福的杯( 林前10:16)<br />'''出現次數''':總共(32);太(7);可(7);路(5);約(1);林前(8);啓(4)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 杯(30) 太20:22; 太20:23; 太23:25; 太23:26; 太26:27; 太26:39; 可7:4; 可7:8; 可10:38; 可10:39; 可14:23; 可14:36; 路11:39; 路22:17; 路22:20; 路22:20; 路22:42; 約18:11; 林前10:16; 林前10:21; 林前10:21; 林前11:25; 林前11:25; 林前11:26; 林前11:27; 林前11:28; 啓14:10; 啓16:19; 啓17:4; 啓18:6;<br />2) 一杯(1) 可9:41;<br />3) 把一杯(1) 太10:42
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Άπό τό [[πίνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{elmes
|esmgtx=τό [[copa]] ἐπὶ ποτηρίου λέγε ζʹ <b class="b3">sobre una copa di siete veces</b> P VII 385 P VII 643 λαβὼν ζμύρναν καὶ λίβανον ἀρσενικὸν βάλε εἰς π. <b class="b3">toma mirra e incienso macho y échalo en una copa</b> P XXXVI 135 de bronce λαβὼν π. χάλκεον γράψον διὰ ζμυρνομέλανος τὴν προγεγραμμένην στήλην <b class="b3">toma una copa de bronce y escribe con tinta de mirra la inscripción anterior</b> P IV 3247 λόγος ... ἐν ποτηρίῳ χαλκῷ ἐπὶ ἐλαίου <b class="b3">fórmula en una copa de bronce con aceite</b> P V 64 ἐπὰν δὲ ἐπὶ ποτήρια εἴπῃς καὶ δώσῃς γυναικί, φιλήσει σε <b class="b3">si dices (la fórmula) sobre una copa y se la das a una mujer, te amará</b> P VII 622
}}
{{trml
|trtx=Afrikaans: koppie; Ainu: イタンキ, パケㇱ, トゥキ; Albanian: filxhan; Amharic: ጥዋ; Arabic: كَأْس‎, كُوب‎, فِنْجَان‎; Egyptian Arabic: فنجان‎, فنجال‎, كاس‎, كوباية‎; Hijazi Arabic: كاسة‎, كوب‎, فنجان‎; Aramaic: כסא‎; Classical Syriac: ܟܣܐ‎; Armenian: բաժակ; Asturian: copa, taza; Azerbaijani: fincan; Baba Malay: cangkir; Bashkir: сынаяҡ; Basque: kopa; Belarusian: ча́шка; Bengali: পেয়ালা; Bikol Central: tasa; Breton: hanaf; Brunei Malay: cawan; Bukar-Sadung Bidayuh: sangkir; Bulgarian: ча́ша; Burmese: ခွက်; Buryat: аяга; Catalan: tassa; Central Melanau: sakir, itel; Chechen: кад; Cherokee: ᎠᎫᎩᏍᏗ; Chinese Cantonese: 杯; Dungan: ванванзы, ванвар, цаван, җунзы; Hakka: 杯仔; Mandarin: 杯子; Min Nan: 杯仔; Coptic: ⲁⲫⲟⲧ; Cornish: hanaf, hanath; Corsican: tazza, coppa; Czech: šálek, hrnek; Danish: kop; Dutch: beker, kop, mok, tas, jat, kopje; Elfdalian: kapp; Esperanto: taso; Estonian: tass; Faroese: koppur; Finnish: kuppi; French: tasse, coupe; Galician: cunca, conca, copa; Georgian: ფინჯანი; German: [[Tasse]], [[Becher]], [[Kelch]]; Greek: [[φλιτζάνι]], [[κούπα]]; Ancient Greek: [[ποτήριον]], [[κοτύλη]], [[ποτήρ]]; Greenlandic: imertarfik; Hebrew: כּוֹס‎, סֵפֶל‎; Hindi: प्याला, कप; Hungarian: csésze, findzsa; Iban: chawan, changkir; Icelandic: bolli; Ido: taso; Indonesian: cangkir; Ingush: кад; Irish: cupán; Italian: tazza, coppa; Japanese: コップ, カップ, 茶碗, お猪口, 器, 盃; Kalmyk: ааһ; Kazakh: шыны аяқ, аяқ; Khakas: айах, чірче; Khmer: ពែង; Korean: 컵, 고뿌; Kumyk: пинжан; Kurdish Northern Kurdish: fîncan, tas; Kyrgyz: чыны, чөйчөк, аяк; Lao: ຈອກ, ຖ້ວຍ, ຖ້ວຽ; Latgalian: kauss, kubucs, garcs; Latin: [[cantharus]], [[poculum]], [[calix]]; Latvian: kauss, krūzīte, tase; Lithuanian: puodelis, puodukas; Low German: Köppen, Köppke, Koppke, Tass; Luhya: sikombe; Luxembourgish: Taass; Macedonian: шолја, филџан, чаша; Malay: cangkir, cawan; Maltese: kikkra; Maori: kapu; Mongolian: аяга; Motu: bio; Mòcheno: bikera; Navajo: bee adlání, bąąh haʼíizhahí; Nepali: कप; Ngazidja Comorian: ikomɓe; Norman: tâsse, coupe; Northern Sami: gohppu; Northern Norwegian: kopp; Occitan: tassa, copa; Ojibwe: onaagaans; Old English: cuppe; Old French: cope; Ossetian: пиала; Pashto: کوندازه‎, کنداره‎, پياله‎, جام‎; Persian: فنجان‎, پنگان‎; Plautdietsch: Tauss; Polish: filiżanka; Portuguese: xícara, chávena; copo; Punjabi: ਪਿਆਲਾ; Quechua: qiru; Romanian: ceașcă; Romansch: cuppin, cuppegn, coppa, cuppina, scadiola, scariola, tazza; Russian: ча́шка, ча́ша, ку́бок; Scottish Gaelic: cupa, copan; Serbo-Croatian: šalica; Cyrillic: шоља, шољица, чаша, филџан; Roman: šolja, šoljica, čaša, fildžan; Shor: айақ; Sinhalese: කෝප්පය; Slovak: šálka, hrnček; Slovene: skodelica; Sorbian Lower Sorbian: tasa, bjachaŕ; Upper Sorbian: šalka; Sotho: kopi; Southern Altai: айак, чӧчӧй; Spanish: [[taza]]; Swahili: kikombe; Swedish: kopp; Tagalog: tasa; Tajik: пиёла, косача, пингон, финҷон; Tamil: கோப்பை; Tatar: чашка, чынаяк, кәсә, касә; Thai: ถ้วย; Tibetan: ཕོར་པ; Tigrinya: ዋንጫ; Turkish: fincan, kâse; Turkmen: çanak, käse; Ugaritic: 𐎋𐎒; Ukrainian: ча́шка; Urdu: کپ‎, پیالا‎; Uyghur: پىيالە‎; Uzbek: piyola; Vietnamese: chén, ly, tách, cốc; Volapük: bovül, kafabovül, tiedabovül, gleipedabovül, tirüdülabovül; Walloon: djate; Welsh: cwpan; West Frisian: kop; White Hmong: khob; Yakut: сэлиэнэй, чааскы; Yiddish: כּוס‎; Yucatec Maya: u k’aabil ki’ ne'en; Yup'ik: keluskaq, caskaq; Yámana: ayšu-tuku; Zazaki: fîncon; Zhuang: boi
}}
}}