3,277,119
edits
(4b) |
m (Text replacement - " ; <b class="b3">" to "; <b class="b3">") |
||
(33 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=charopos | |Transliteration C=charopos | ||
|Beta Code=xaropo/s | |Beta Code=xaropo/s | ||
|Definition= | |Definition=χαροπή, χαροπόν, also ός, όν Arat.1152, [[epithet]] of dub. sense, perhaps<br><span class="bld">A</span> [[fierce]], λέοντες Od.11.611, ''h.Merc.''569, ''IG''42(1).131.12 (Epid.); λέων Hes.''Th.''321; κύνες ''h.Merc.''194; [[κύνα]], of Hecuba, ''Lyr.Adesp.'' 101; θῆρες S.''Ph.''1146 (lyr.); [[χαροποῖσι πιθήκοις]] ([[παρὰ προσδοκίαν]] for [[λέουσι]], in an oracle alluding to the Spartans) Ar.''Pax''1065 (hex.); of serpents, ''AP''10.22 (Bianor); [[grim]], Ἄρης ''IG''9(1).868.1 (Corc., vii/vi B. C., [[nisi legendum|nisi leg.]] [[Χάροπος]], gen. of [[Χάροψ]]); <b class="b3">γένεια</b>, of bears, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 5.363; [[κεραῖαι]], of a bull, ib.40.52; [[γενειάδες]], of dogs, ib.307. Adv. [[χαροπῶς]] Sch.Opp.''C.''3.510.<br><span class="bld">2</span> of eyes, [[flashing]], [[bright]], βλέποντος χαροποῖς τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑπὸ τὴν κόρυν οἷον οἱ λέοντες ἐν ἀναβολῇ τοῦ ὁρμῆσαι Philostr.''Her.''12a.''1''; τὸ χ. αὐτοῦ καὶ γοργόν Id.''Im.''1.23; χ. βλέμματος ἀστεροπαί ''AP''5.152 (Asclep.), cf. 155 (Mel.); ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν Ἀθάνας Theoc.20.25; [[ὄμμα χ]]., typical of a brave man, Arist.''Phgn.''807b1; of persons, [[flashing-eyed]], φοβερὰ καὶ χαροπὴ καὶ δεινῶς ἀνδρική (''[[sc.]]'' ἡ [[Ἀθηνᾶ]]) Luc.''DDeor.''19.1: neut. as adverb, χαροπὸν βλέπειν Philostr.''Im.''1.28; [[χαροπὸν στράπτουσιν ὀπωπαί]] (of the hare) Opp.''C.''3.510 (regul. Adv. [[χαροπῶς]] Sch. ad loc.).<br><span class="bld">b</span> [[glassy]], [[glazed]], [[dull]], of the eyes of wine drinkers, Al.''Ge.''49.12 (χαροποιοὶ.. ὑπὲρ οἶνον, [[varia lectio|v.l.]] ἀπὸ οἴνου, [[LXX]] [[l.c.]], [[si vera lectio|s. v.l.]]), Sm.''Pr.''23.29 (πελιοὶ [[LXX]] [[l.c.]]).<br><span class="bld">3</span> of one of the chief eye-colours in men and animals, perhaps [[bluish-grey]], distinguished from [[μέλας]], [[γλαυκός]], and [[αἰγωπός]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''492a3, ''GA''779b14; τὰ χ. ἢ μέλανα ὄμματα Luc.''DMort.''1.3; of persons, [[bluish-grey-eyed]] PPetr.1p.54, al. (iii B. C.), Theoc.12.35, cf. Philostr.''Im.''2.5, al.; of horses, Opp.''C.''1.310, 4.113; of dogs, [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''3.3, Arr.''Cyn.''5.1 (prob.), ''Gp.''19.2.1; of rams, ib.18.1.3; of [[παρδάλεις]], Eust. 1703.29; opp. [[μελανόφθαλμος]], S.E.''M.''7.198; persons with this eyecolour are [[φθινώδεες]] acc. to Hp.''Epid.''3.14 (where Gal.17(1).726 thinks Hp. ought to have mentioned a different colour, [[γλαυκός]]). Adv. Comp. [[χαροπώτερον]], μελαίνεσθαι (of the eyes) Hld.2.35.<br><span class="bld">4</span> of the sea, [[bluish-grey]], [[grey]], χαροποῖο θαλάσσης Orph.''Fr.''245.21, cf. ''A.''272, [S.] ''Fr.''1126.3, ''AP''12.53 (Mel.), 9.36 (Secund.), ''Anacreont.'' 53.30, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 4.187, al.; of the dawn, χ. ἠώς A.R.1.1280; of the moon, Arat.1152, Q.S.10.337; πρὸς ἕω λαμβάνει [ἡ σελήνη] χρόαν κυανοειδῆ καὶ χαροπήν Plu.2.934d; of certain stars, χ. καὶ ἀναλδέες εἱλίσσονται Arat.394, cf. 594.<br><span class="bld">5</span> metaph., [[grey]], [[ὑπὸ σὸν]] (''[[sc.]]'' [[τῆς Νεμέσεως]]) τροχὸν ἄστατον ἀστιβῆ χαροπὰ μερόπων στρέφεται Τύχα Mesom.''Nem.''8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[ᾰ] ή, όν,<br />au regard brillant, <i>d'où</i> :<br /><b> 1</b>. aux yeux clairs <i>ou</i> brillants, <i>ép. de certains animaux (lions</i> OD. 11.611, <i>h.Merc</i>. 569, <i>h.Ven</i>. 70; HÉS. <i>Th</i>. 321, <i>etc. ; chiens</i> <i>h.Merc</i>. 194 ; <i>ironiq. singes</i> AR. <i>Pax</i> 1030; <i>animaux sauvages en général</i>, SOPH. <i>Phil.</i> 1146); <i>p. suite (comme les yeux clairs par excellence sont les yeux gris ou bleu)</i> d'un bleu gris <i>ou</i> clair, d'une teinte azurée, <i>ép. de la mer</i>, SOPH. (CLÉM. 634, 8); ANACR. 57, 14; ORPH. <i>Arg</i>. 260; OPP. <i>H</i>. 4,312; Anth. 5,134; 9, 36, 643; 12, 53; <i>distinct de [[γλαυκός]] (bleu vert, verdâtre)</i> ARSTT. <i>HA</i> 1, 10;<br /><b> 2</b>. joyeux, heureux, MÉSOMÈD. fr. 1.8;<br /><i>Comp.</i> -ώτερος, THCR. 20, 25, <i>Sup.</i> -ώτατος ARR. <i>Cyn</i>. 5.1.<br />'''Étymologie:''' [[χαίρω]], [[ὤψ]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=auch 2 Endgn, eigtl. <i>froh, [[freudig]] [[blickend]], mit frohem, mutigem [[Blicke]], [[hellblickend]], [[helläugig]]</i>; λέοντες <i>Od</i>. 11.611, <i>H.h. Merc</i>. 569, <i>H.h. Ven</i>. 70, Hes. <i>Th</i>. 321, <i>Sc</i>. 177; κύνες <i>H.h. Merc</i>. 194; vgl. Xen. <i>Cyn</i>. 3.3; θῆρες Soph. <i>Phil</i>. 1131; <i>[[travestierend]]</i> χαροποὶ πίθηκοι Ar. <i>Pax</i> 1030; auch von den [[Augen]] der [[Athene]], dah. Theocr. 20.25 sagt ὄμματα χαροπώτερα Ἀθάνας (vgl. [[γλαυκῶπις]]); Luc. <i>D.Mort</i>. 1.3; Plut. <i>Mar</i>. 11 von den [[Augen]] der [[Germanen]], die bei Tacit. <i>truces et caerulei oculi</i> [[heißen]]; vgl. Mel. 69 (V.156); βλέμματος ἀστεροπαί Asclpd. 15 (V.153); [[Ganymedes]], Theocr. 12.33; [[χήν]] Antip.Sid. 88 (VII.423); ὄφιες Bian. (X.22); auch [[ἠώς]], [[σελήνη]], Ap.Rh. 1.1280. – Weil aber jene hellen [[Augen]] einen lichtblauen od. [[grauen]] [[Schimmer]] haben, wurde es [[späterhin]] von solchen [[Farben]] [[gebraucht]], <i>[[bläulich]], [[graublau]], [[meerblau]]</i>; [[χρόα]] [[κυανοειδής]] καὶ χαροπή Plut. <i>fac. orb. lun</i>. 21 M.; χαροπὴ [[θάλασσα]] Opp. <i>Hal</i>. 4.312; Anacr. 54.11; [[πέλαγος]] Antip.Sid. 53 (IX.643), wie Mel. 80 (XI.53); κύματα Secund. 3 (IX.36); – Arist. <i>H.A</i>. 1.10, vgl. <i>gen.an</i>. 5.1, [[unterscheidet]] [[übrigens]] diese [[Farbe]] ausdrücklkch von [[γλαυκός]], ohne daß wir den seinen [[Unterschied]] [[näher]] [[bestimmen]] [[können]], vgl. [[Schneid]]. Orph. <i>Arg</i>. 459 und Jacobs <i>AP</i> p. 324. – Spätere [[Dichter]] nahmen das Wort überhaupt für »[[freudig]]«, »[[fröhlich]]«, χαροπὴ μερόπων [[τύχη]] Mesomed. 1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χᾰροπός:'''<br /><b class="num">1</b> [[со сверкающими глазами]] (λέοντες Hom., HH, Hes.; κύνες HH; θῆρες Soph.; πίθηκοι Arph.; ὄφιες Anth.);<br /><b class="num">2</b> светло-голубой (ὄμματα Ἀθάνας Theocr.; [[χρόα]] Plut.; [[πέλαγος]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰροπός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] ός, όν, Ἄρατ. 1152· ([[χαρά]], ὤψ)· - ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς πλήρεις χαρᾶς· [[ἐντεῦθεν]], ὁ ἔχων ἀπαστράπτοντας ὀφθαλμούς, χαροποὶ λέοντες Ὀδ. Λ. 614, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 569, Ἡσ. Θεογ. 321, κλπ.· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, βλέποντος χαροποῖς τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑπὸ τὴν κόρυν, οἵον οἱ λέοντες ἐν ἀναβολῇ τοῦ ὁρμῆσαι Φιλόστρ. 718 (ἴδε [[χάρων]] 1)· κύνες Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 194· θῆρες Σοφ. Φιλ. 1146· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς Ἀθηνᾶς, Θεόκρ. 20. 24, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 19. 1· ἐπὶ πιθήκων ([[ἔνθα]] νοοῦνται οἱ Σπαρτιᾶται), Ἀριστοφ. Εἰρ. 1065· ἐπὶ ὅφεων, Ἀνθ. Παλατ. 10. 22· χ. βλέπειν ὁ αὐτ. 805. - Ἡ [[λέξις]] ἐν ἀρχῆ δὲν ἐσήμαινεν ὡρισμένον τι [[χρῶμα]] ἀλλ’ ἐδήλου τὴν ἀπαστράπτουσαν λάμψιν τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ἀρπακτικῶν ζῴων· - [[ὕστερον]] [[ὅμως]] ἐσήμαινε [[χρῶμα]] ἀνοικτὸν κυανοῦν ἢ ὑπόφαιον, σχεδὸν ὠς τὸ [[γλαυκός]], πρὸς τὸ ὁποῖον καὶ ταυτίζεται παρ’ Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1090· τὸ αὐτὸ δὲ συνάγεται καὶ ἐκ τῆς χρήσεως τοῦ ἐπιθέτου τούτου ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς (ἴδε ἀνωτ.), καὶ [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ στίχου, ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλόν Ἀθάνας Θεόκρ. 20. 25· οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν Γερμανῶν, ἴδε [[χαροπότης]]. Ἀλλὰ διαστέλλεται τοῦ γλαυκὸς ὐπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν τῷ π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 10, 1, π. Ζ. Γεν. 5. 1, 20. - Μεταγενέστεροι ποιηταὶ ἑπόμενοι τῇ κατ’ ἐτυμολογίαν σημασίᾳ τῆς λέξεως ποιοῦνται χρῆσιν αὐτῆς ἐπὶ τῶν ἐχόντων φλογεροὺς ὀφθαλμοὺς νέων, ἀκτινοβολῶν ἐκ χαρᾶς, [[φαιδρός]], ἀπαστράπτων, «μὲ χαρούμενα μάτια», Θεόκρ. 12, 35· ἐπὶ τῆς λάμψεως τῶν βλεμμάτων, χαροπαὶ .. βλέμματος ἀστεροπαὶ Ἀνθ. Παλατ. 5, 153, 156· οὕτω χ. ἠώς, χ. [[σελήνη]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1280, Κόϊντ. Σμυρ. 10. 337· ἐν ᾧ ἕτεροι ποιοῦνται χρῆσιν τῆς λέξ. μόνον ἐπὶ χρῶματος, [[μάλιστα]] τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Παλατ. 12. 53, πρβλ. 9. 36, Ὀρφ. Ἀργον. 260, Ἀνακρεόντ. 57. 11· οὕτω, χαροπώτερον μελαίνεσθαι, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἠλιόδ. 2. 36. Ἴδε Lucas Qu. Lexil. § 24 κἑξ | |lstext='''χᾰροπός''': -ή, -όν, [[ὡσαύτως]] ός, όν, Ἄρατ. 1152· ([[χαρά]], [[ὤψ]])· - ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς πλήρεις χαρᾶς· [[ἐντεῦθεν]], ὁ ἔχων ἀπαστράπτοντας ὀφθαλμούς, χαροποὶ λέοντες Ὀδ. Λ. 614, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 569, Ἡσ. Θεογ. 321, κλπ.· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, βλέποντος χαροποῖς τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑπὸ τὴν κόρυν, οἵον οἱ λέοντες ἐν ἀναβολῇ τοῦ ὁρμῆσαι Φιλόστρ. 718 (ἴδε [[χάρων]] 1)· κύνες Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 194· θῆρες Σοφ. Φιλ. 1146· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς Ἀθηνᾶς, Θεόκρ. 20. 24, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 19. 1· ἐπὶ πιθήκων ([[ἔνθα]] νοοῦνται οἱ Σπαρτιᾶται), Ἀριστοφ. Εἰρ. 1065· ἐπὶ ὅφεων, Ἀνθ. Παλατ. 10. 22· χ. βλέπειν ὁ αὐτ. 805. - Ἡ [[λέξις]] ἐν ἀρχῆ δὲν ἐσήμαινεν ὡρισμένον τι [[χρῶμα]] ἀλλ’ ἐδήλου τὴν ἀπαστράπτουσαν λάμψιν τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ἀρπακτικῶν ζῴων· - [[ὕστερον]] [[ὅμως]] ἐσήμαινε [[χρῶμα]] ἀνοικτὸν κυανοῦν ἢ ὑπόφαιον, σχεδὸν ὠς τὸ [[γλαυκός]], πρὸς τὸ ὁποῖον καὶ ταυτίζεται παρ’ Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1090· τὸ αὐτὸ δὲ συνάγεται καὶ ἐκ τῆς χρήσεως τοῦ ἐπιθέτου τούτου ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς (ἴδε ἀνωτ.), καὶ [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ στίχου, ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλόν Ἀθάνας Θεόκρ. 20. 25· οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν Γερμανῶν, ἴδε [[χαροπότης]]. Ἀλλὰ διαστέλλεται τοῦ γλαυκὸς ὐπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν τῷ π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 10, 1, π. Ζ. Γεν. 5. 1, 20. - Μεταγενέστεροι ποιηταὶ ἑπόμενοι τῇ κατ’ ἐτυμολογίαν σημασίᾳ τῆς λέξεως ποιοῦνται χρῆσιν αὐτῆς ἐπὶ τῶν ἐχόντων φλογεροὺς ὀφθαλμοὺς νέων, ἀκτινοβολῶν ἐκ χαρᾶς, [[φαιδρός]], ἀπαστράπτων, «μὲ χαρούμενα μάτια», Θεόκρ. 12, 35· ἐπὶ τῆς λάμψεως τῶν βλεμμάτων, χαροπαὶ .. βλέμματος ἀστεροπαὶ Ἀνθ. Παλατ. 5, 153, 156· οὕτω χ. ἠώς, χ. [[σελήνη]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1280, Κόϊντ. Σμυρ. 10. 337· ἐν ᾧ ἕτεροι ποιοῦνται χρῆσιν τῆς λέξ. μόνον ἐπὶ χρῶματος, [[μάλιστα]] τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Παλατ. 12. 53, πρβλ. 9. 36, Ὀρφ. Ἀργον. 260, Ἀνακρεόντ. 57. 11· οὕτω, χαροπώτερον μελαίνεσθαι, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἠλιόδ. 2. 36. Ἴδε Lucas Qu. Lexil. § 24 κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 26: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χᾰροπός:''' -ή, -όν ([[χαρά]], ὤψ)·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει χαρούμενα μάτια, λαμπερά μάτια, <i>χαροποὶ λέοντες</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· <i>θῆρες</i>, σε Σοφ.· [[έπειτα]], ανοιχτό [[μπλε]] ή γκρίζο [[χρώμα]], <i>ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν Ἀθάνας</i>, σε Θεόκρ.· επίσης στους Γερμανούς, βλ. [[χαροπότης]].<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τα μάτια των [[νέων]], που ακτινοβολούν από [[χαρά]], [[χαρούμενος]], [[ευχάριστος]], σε Θεόκρ., Ανθ. | |lsmtext='''χᾰροπός:''' -ή, -όν ([[χαρά]], [[ὤψ]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει χαρούμενα μάτια, λαμπερά μάτια, <i>χαροποὶ λέοντες</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· <i>θῆρες</i>, σε Σοφ.· [[έπειτα]], ανοιχτό [[μπλε]] ή γκρίζο [[χρώμα]], <i>ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν Ἀθάνας</i>, σε Θεόκρ.· επίσης στους Γερμανούς, βλ. [[χαροπότης]].<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τα μάτια των [[νέων]], που ακτινοβολούν από [[χαρά]], [[χαρούμενος]], [[ευχάριστος]], σε Θεόκρ., Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=χᾰρ-οπός, ή, όν [[χαρά]], ὤψ]<br /><b class="num">1.</b> [[glad]]-eyed, [[bright]]-eyed, χαροποὶ λέοντες Od., Hes.; θῆρες Soph.:—[[later]], it denoted [[light]]-[[blue]] or grayish [[colour]], ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν Ἀθάνας Theocr.; also of the Germans, v. [[χαροπότης]].<br /><b class="num">2.</b> of the eyes of youths, [[sparkling]] with joy, [[joyous]], [[gladsome]], Theocr., Anth. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''χαροπός''': {kharopós}<br />'''See also''': s. [[χαίρω]].<br />'''Page''' 2,1075 | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=καί [[χαρωπός]] (=αὐτός πού [[ἔχει]] ἀστραφτερά μάτια, γεμάτα [[χαρά]]). Ἀπό τό [[χαρά]] + [[ὄψ]] -[[ὀπός]] καί ὤψ-ὠπός τοῦ [[ὁράω]] -ῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήμ. [[ὁράω]] -ῶ καί [[χαίρω]]. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-όν [[de aspecto feroz]] de Selene ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή, θοή, ... χαροπή <b class="b3">a ti te suplico, astuta y arrogante, rápida, de aspecto feroz</b> P IV 2277 de los toros que la acompañan ἐλθέ μοι, ὦ δέσποινα φίλη, τριπρόσωπε Σελήνη, ... ἡ χαροποῖς ταύροισιν ἐφεζομένη <b class="b3">ven a mí, oh amada señora, Selene de tres rostros, que te sientas sobre fieros toros</b> P IV 2790 | |||
}} | }} |