χλιαίνω: Difference between revisions

613 bytes removed ,  Yesterday at 15:00
m
Text replacement - " ; <b class="b3">" to "; <b class="b3">"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - " ; <b class="b3">" to "; <b class="b3">")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chliaino
|Transliteration C=chliaino
|Beta Code=xliai/nw
|Beta Code=xliai/nw
|Definition=fut. -ᾰνῶ <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>386</span>: pf. κεχλίαγκα Hsch.: Ion. aor. 1 ἐχλίηνα <span class="bibl">Hermesian.7.89</span>: inf. χλῑῆναι <span class="title">AP</span>9.244 (Apollonid.):— Pass., aor. [[ἐχλιάνθην]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>40</span>, etc.: (χλίω):—[[warm]], σεαυτόν Ar. l. c., cf. <span class="bibl">S.<span class="title">Eleg.</span>4</span>; κατὰ μικρὸν χ. τινά <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>888b40</span>; <b class="b3">χ. ἵν' ἡ ὀδύνη ἔχῃ</b> [[foment]] the painful place, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aff.</span>10</span>; <b class="b3">προοπτήσαντα χ. πάλιν</b> [[warm up]] meat, <span class="bibl">Alex.149.11</span>; opp. [[ὀπτᾶν]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>929b31</span>:— Pass., [[warm oneself]], [[grow warm]], dub. in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>64</span> (leg. [[ἐχραινόμην]]) <b class="b3">; κέρατα χλιαινόμενα τῷ κηρῷ</b> [[smeared with hot]] wax, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>595b12</span>; οἶνος κεχλιασμένος <span class="bibl">Sor.2.87</span>; of persons affected by fever, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span> 154</span>; esp. to [[be warmed by contact]], χρωτί <span class="title">AP</span>5.164, al. (Mel.): also metaph. of passion, <b class="b3">εἰδώλοις κάλλευς κωφὰ χ</b>. ib.<span class="bibl">12.125</span> (Id.). [ῑ in Ar.<span class="title">Lys.</span>, Alex., Hermesian., Apollonid.; ῐ in S.<span class="title">Eleg.</span>, Ar.<span class="title">Ec.</span> l. c. (sed v. supr.), Mel.]
|Definition=fut. -ᾰνῶ Ar.''Lys.''386: pf. κεχλίαγκα [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: Ion. aor. 1 ἐχλίηνα Hermesian.7.89: inf. χλῑῆναι ''AP''9.244 (Apollonid.):—Pass., aor. ἐχλιάνθην, Luc.''Am.''40, etc.: ([[χλίω]]):—[[warm]], σεαυτόν Ar. l. c., cf. S.''Eleg.''4; κατὰ μικρὸν χ. τινά Arist.''Pr.''888b40; <b class="b3">χ. ἵν' ἡ ὀδύνη ἔχῃ</b> [[foment]] the painful place, Hp.''Aff.''10; <b class="b3">προοπτήσαντα χ. πάλιν</b> [[warm up]] meat, Alex.149.11; opp. [[ὀπτᾶν]], Arist.''Pr.''929b31:—Pass., [[warm oneself]], [[grow warm]], dub. in Ar.''Ec.''64 (leg. [[ἐχραινόμην]]); <b class="b3">κέρατα χλιαινόμενα τῷ κηρῷ</b> [[smeared with hot]] wax, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''595b12; οἶνος κεχλιασμένος Sor.2.87; of persons affected by fever, Hp.''Coac.'' 154; esp. to [[be warmed by contact]], χρωτί ''AP''5.164, al. (Mel.): also metaph. of passion, <b class="b3">εἰδώλοις κάλλευς κωφὰ χ.</b> ib.12.125 (Id.). [ῑ in Ar.''Lys.'', Alex., Hermesian., Apollonid.; ῐ in S.''Eleg.'', Ar.''Ec.'' l. c. (sed v. supr.), Mel.]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[ιδίως]] σχετικά με υγρά) [[καθιστώ]] [[κάτι]] χλιαρό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]] («χλίανε ἐπ' ἀνθράκων ἕως ἄν συνεψηθῇ», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] μαλακό με [[θερμότητα]] («τὴν σελήνην [[ἠρέμα]] χλιαίνουσαν ἀνυγραίνειν τὰ σώματα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. ρ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με τ. άλλων γλωσσών που εκφράζουν τη γενική [[έννοια]] της λάμψης (<b>πρβλ.</b> αρχ. ιρλανδ. <i>gl</i><i>ē</i> «[[λαμπερός]], [[αστραφτερός]]», μέσ. άνω γερμ. <i>gl</i><i>ī</i><i>men</i> «[[λάμπω]]», αρχ. νορβ. <i>glj</i><i>ā</i> «[[λάμπω]]»). Εκτός από το θ. <i>χλι</i>- του ρ. [[χλιαίνω]] απαντά και [[μορφή]] θ. <i>χλι</i>-<i>δ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>χλιδ</i>-<i>ή</i>) παρεκταμένη με οδοντικό -<i>δ</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>glita</i> «[[σπινθηροβολώ]]», [[επίσης]] με οδοντική [[παρέκταση]]). Όλες αυτές οι συνδέσεις θα οδηγούσαν σε μια [[μορφή]] ρίζας <i>ghlei</i>-(<i>d</i>)-, η οποία θα μπορούσε να αναχθεί στη γενική [[μορφή]] <i>ghel</i>- της ρίζας της λ. [[χλόη]] (<b>βλ. λ.</b> [[χλόη]]). Η [[ερμηνεία]] αυτή, [[ωστόσο]], δεν δίνει λύσεις σ' όλα τα μορφολογικά προβλήματα (όπως [[είναι]] λ.χ. η [[μακρότητα]] του -<i>ῑ</i>- στους τ. [[χλίω]], [[χλιαρός]]) και δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή. Παρλλ. [[προς]] το ρ. [[χλιαίνω]] απαντά και το επί θ. [[χλιαρός]], [[κατά]] το συνηθισμένο στην Ελληνική [[σχήμα]] τών επιθ. σε -<i>ρος</i> που δηλώνουν [[φυσική]] [[κατάσταση]] και αντιστοιχούν με ρ. μτβ. σε -[[αίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[μιαρός]]: [[μιαίνω]]), [[ένας]] τ. αρχ. ενεστ. <i>χλῑω</i>, [[καθώς]] και ορισμένοι υστερογενείς ρηματ. τ. με θ. <i>χλοιδ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>χλοιδῶ</i>, [[χλοιδέσκουσαι]]), σχηματισμένοι από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της υποτιθέμενης ρίζας <i>ghlei</i>-(<i>d</i>)-. Από σημασιολογική, [[τέλος]], [[άποψη]], το ρ. [[χλιαίνω]] έχει αρχικά σημ. «[[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]]» και στη [[συνέχεια]] «[[καθιστώ]] [[κάτι]] μαλακό θερμαίνοντάς το», από όπου προήλθε η ειδικότερη σημ. του μαλακού, του τρυφηλού, του πολυτελούς, την οποία εμφανίζουν τ. της οικογένειας αυτής (<b>πρβλ.</b> [[χλιδή]], <i>χλιδῶ</i>)].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[ιδίως]] σχετικά με υγρά) [[καθιστώ]] [[κάτι]] χλιαρό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]] («χλίανε ἐπ' ἀνθράκων ἕως ἄν συνεψηθῇ», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] μαλακό με [[θερμότητα]] («τὴν σελήνην [[ἠρέμα]] χλιαίνουσαν ἀνυγραίνειν τὰ σώματα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. ρ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με τ. άλλων γλωσσών που εκφράζουν τη γενική [[έννοια]] της λάμψης (<b>πρβλ.</b> αρχ. ιρλανδ. <i>gl</i><i>ē</i> «[[λαμπερός]], [[αστραφτερός]]», μέσ. άνω γερμ. <i>gl</i><i>ī</i><i>men</i> «[[λάμπω]]», αρχ. νορβ. <i>glj</i><i>ā</i> «[[λάμπω]]»). Εκτός από το θ. <i>χλι</i>- του ρ. [[χλιαίνω]] απαντά και [[μορφή]] θ. <i>χλι</i>-<i>δ</i>- ([[πρβλ]]. [[χλιδή]]) παρεκταμένη με οδοντικό -<i>δ</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>glita</i> «[[σπινθηροβολώ]]», [[επίσης]] με οδοντική [[παρέκταση]]). Όλες αυτές οι συνδέσεις θα οδηγούσαν σε μια [[μορφή]] ρίζας <i>ghlei</i>-(<i>d</i>)-, η οποία θα μπορούσε να αναχθεί στη γενική [[μορφή]] <i>ghel</i>- της ρίζας της λ. [[χλόη]] (<b>βλ. λ.</b> [[χλόη]]). Η [[ερμηνεία]] αυτή, [[ωστόσο]], δεν δίνει λύσεις σ' όλα τα μορφολογικά προβλήματα (όπως [[είναι]] λ.χ. η [[μακρότητα]] του -<i>ῑ</i>- στους τ. [[χλίω]], [[χλιαρός]]) και δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή. Παρλλ. [[προς]] το ρ. [[χλιαίνω]] απαντά και το επί θ. [[χλιαρός]], [[κατά]] το συνηθισμένο στην Ελληνική [[σχήμα]] τών επιθ. σε -<i>ρος</i> που δηλώνουν [[φυσική]] [[κατάσταση]] και αντιστοιχούν με ρ. μτβ. σε -[[αίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[μιαρός]]: [[μιαίνω]]), [[ένας]] τ. αρχ. ενεστ. <i>χλῖω</i>, [[καθώς]] και ορισμένοι υστερογενείς ρηματ. τ. με θ. <i>χλοιδ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>χλοιδῶ</i>, [[χλοιδέσκουσαι]]), σχηματισμένοι από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της υποτιθέμενης ρίζας <i>ghlei</i>-(<i>d</i>)-. Από σημασιολογική, [[τέλος]], [[άποψη]], το ρ. [[χλιαίνω]] έχει αρχικά σημ. «[[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]]» και στη [[συνέχεια]] «[[καθιστώ]] [[κάτι]] μαλακό θερμαίνοντάς το», από όπου προήλθε η ειδικότερη σημ. του μαλακού, του τρυφηλού, του πολυτελούς, την οποία εμφανίζουν τ. της οικογένειας αυτής (<b>πρβλ.</b> [[χλιδή]], <i>χλιδῶ</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χλῑαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐχλίηνα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐχλιάνθην</i> ([[χλίω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[θερμαίνω]], σε Αριστοφ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξοργίζω]] — Παθ., εξοργίζομαι, σε Ανθ.
|lsmtext='''χλῑαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐχλίηνα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐχλιάνθην</i> ([[χλίω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[θερμαίνω]], σε Αριστοφ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξοργίζω]] — Παθ., εξοργίζομαι, σε Ανθ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''χλιαίνω''': (-''ī̆''-),<br />{khliaínō}<br />'''Forms''': Aor. -ιᾶναι, ion. -ιῆναι, Pass. -ιανθῆναι, Fut. -ιανῶ (Ar.); Pf. [[κεχλίαγκα]]· τεθέρμαγκα H.,<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[erwärmen]], [[erweichen]] (Hp., S. ''Eleg''., Ar., Arist.,''AP'' usw.) mit χλιάσματα n. pl. [[erwärmende Umschläge]] (Hp.).<br />'''Composita''': auch m. ἀνα-, ἐπι-, ὑπο-u.a.,<br />'''Derivative''': Daneben χλιάζω ib. (Sch. Nik. ''Al''. 206), [[χλιάω]] ib. im Ptz. χλιόωντι ποτῳ̃ (Nik.''Al''.110; [[varia lectio|v.l.]] χλιόεντι), [[χλίω]] (-ι-), auch m. ἐν- [[schwelgen]], [[sich übermütig gebärden]] (A.), ἐγχλίει· ἐντρυφᾷ H. mit χλιάf. [[Wärme]] (D. S.), [[χλιόεις]] in χλιόεντι ([[varia lectio|v.l.]] Nik.''Al''.110), -ώδης [[lauwarm]] (sp. Mediz.). — Adj. [[χλιαρός]], -ερός (Schwyzer 482), -ηρῶς (Hp.) [[lauwarm]] (Alkm., Epich., Hdt., Kom., Arist. usw.) mit -αρότης f. (Prokl.). — Mit δ -Erweiterung: [[χλιδή]] f. [[Weichlichkeit]], [[Üppigkeit]], [[Luxus]], [[Übermut]] (Hdt., Trag., auch Pl. ''Smp''. 197d, X.''Kyr''. 4,5,54), auch [[χλίδος]] n. ‘(üppiger) Schmuck’ (Ion Trag. 3; Schwyzer 509), mit [[χλίδων]], -ωνος m. (Akz. nach Hdn. 2, 729,18) ‘Arm-, Halsband, Fußspange’ (Asios VII-VI<sup>a</sup>, Ar. ''Fr''. 320, 11, att. Inschr. IV<sup>a</sup>, hell. u. sp.), -ανός (äol. χλίδ-) [[üppig]], [[wollüstig]] (Sapph., A. [anap.], E. [lyr.], Plu.), -αίνομαι [[üppig leben]] (X)., -άω, vereinzelt m. κατα-, κατεν-, [[weichlich sein]], [[schwelgen]], [[übermütig sein]] (Pi., Trag., Ar. [troch.], Posidon., Arr.), -ημα n. = [[χλίδος]] (E. ''IA'' 74). Dazu anscheinend primäre Formen: κεχλιδότα ἀνθοῦντα H., διακεχλιδώς = θρυπτόμενος (Archipp.); mit Hochstufe: διακεχλοιδώς· διαρρέων ὑπὸ τρυφῆς, διακεχλοιδέναι· θρύπτεσθαι H. Ebenso [[χλοιδᾶν]]· διέλκεσθαι καὶ τρυφᾶν, χλοιδῶσι θρύπτονται, χλοιδέσκουσαι· γαστρίζουσαι H. (zur Bildung Schwyzer 708). — Hierher noch ngr. χλιός [[lauwarm]], aber schwerlich mit Georgacas Glotta 36, 191 als altererbtes Grundwort der obigen Wortgruppe.<br />'''Etymology''': Das Paar [[χλιαίνω]]: [[χλιαρός]] (wie [[μιαίνω]]: [[μιαρός]], [[πιαίνω]]: [[πιαρός]] usw.) gehört auch semantisch zusammen durch die physiologische Bed. [[weich]], [[lauwarm]]. Auch [[χλιά]] mit [[χλιόεις]], [[χλιώδης]] schließt sich daran an. Dagegen stehen das anscheinend primäre und seltene [[χλίω]] und χλιδ-ή in übertragenem Sinn [[weichlich]], [[üppig]]. — Eine überzeugende Etymologie fehlt. Seit langem (s. WP. 1, 626f., Pok. 432f. m. Lit., bes. Persson Beitr. 2, 793 f.) verbindet man damit einige kelt. und germ. Wörter der Bed. [[glänzen]] in air. ''glē'', kymr. ''gloew'' [[glänzend]], [[klar]], germ., z.B. awno. ''gljā'' [[scheinen]], [[glänzen]], mhd. ''glīmen'' [[leuchten]], [[glänzen]], wozu noch lit. ''žlejà'' ‘Finsternis, Morgen-, Abenddämmerung’ (ausführlich darüber Fraenkel s.v.). Eine Entsprechung von χλιδ-ή soll weiterhin in got. ''glitmunjan'' [[glänzen]], awno. ''glita'' [[glitzern]] usw. vorliegen. Das daraus sich ergebende idg. ''ĝhlei''(-''d'')- wird zur großen Sippe von [[χλόη]], [[χολή]] gezogen; s. dd.<br />'''Page''' 2,1103-1104
|ftr='''χλιαίνω''': (-''ī̆''-),<br />{khliaínō}<br />'''Forms''': Aor. -ιᾶναι, ion. -ιῆναι, Pass. -ιανθῆναι, Fut. -ιανῶ (Ar.); Pf. [[κεχλίαγκα]]· τεθέρμαγκα H.,<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[erwärmen]], [[erweichen]] (Hp., S. ''Eleg''., Ar., Arist.,''AP'' usw.) mit χλιάσματα n. pl. [[erwärmende Umschläge]] (Hp.).<br />'''Composita''': auch m. ἀνα-, ἐπι-, ὑπο-u.a.,<br />'''Derivative''': Daneben χλιάζω ib. (Sch. Nik. ''Al''. 206), [[χλιάω]] ib. im Ptz. χλιόωντι ποτῳ̃ (Nik.''Al''.110; [[varia lectio|v.l.]] χλιόεντι), [[χλίω]] (-ι-), auch m. ἐν- [[schwelgen]], [[sich übermütig gebärden]] (A.), ἐγχλίει· ἐντρυφᾷ H. mit χλιάf. [[Wärme]] (D. S.), [[χλιόεις]] in χλιόεντι ([[varia lectio|v.l.]] Nik.''Al''.110), -ώδης [[lauwarm]] (sp. Mediz.). — Adj. [[χλιαρός]], -ερός (Schwyzer 482), -ηρῶς (Hp.) [[lauwarm]] (Alkm., Epich., Hdt., Kom., Arist. usw.) mit -αρότης f. (Prokl.). — Mit δ -Erweiterung: [[χλιδή]] f. [[Weichlichkeit]], [[Üppigkeit]], [[Luxus]], [[Übermut]] (Hdt., Trag., auch Pl. ''Smp''. 197d, X.''Kyr''. 4,5,54), auch [[χλίδος]] n. ‘(üppiger) Schmuck’ (Ion Trag. 3; Schwyzer 509), mit [[χλίδων]], -ωνος m. (Akz. nach Hdn. 2, 729,18) ‘Arm-, Halsband, Fußspange’ (Asios VII-VI<sup>a</sup>, Ar. ''Fr''. 320, 11, att. Inschr. IV<sup>a</sup>, hell. u. sp.), -ανός (äol. χλίδ-) [[üppig]], [[wollüstig]] (Sapph., A. [anap.], E. [lyr.], Plu.), -αίνομαι [[üppig leben]] (X)., -άω, vereinzelt m. κατα-, κατεν-, [[weichlich sein]], [[schwelgen]], [[übermütig sein]] (Pi., Trag., Ar. [troch.], Posidon., Arr.), -ημα n. = [[χλίδος]] (E. ''IA'' 74). Dazu anscheinend primäre Formen: κεχλιδότα ἀνθοῦντα H., διακεχλιδώς = θρυπτόμενος (Archipp.); mit Hochstufe: διακεχλοιδώς· διαρρέων ὑπὸ τρυφῆς, διακεχλοιδέναι· θρύπτεσθαι H. Ebenso [[χλοιδᾶν]]· διέλκεσθαι καὶ τρυφᾶν, χλοιδῶσι θρύπτονται, χλοιδέσκουσαι· γαστρίζουσαι H. (zur Bildung Schwyzer 708). — Hierher noch ngr. χλιός [[lauwarm]], aber schwerlich mit Georgacas Glotta 36, 191 als altererbtes Grundwort der obigen Wortgruppe.<br />'''Etymology''': Das Paar [[χλιαίνω]]: [[χλιαρός]] (wie [[μιαίνω]]: [[μιαρός]], [[πιαίνω]]: [[πιαρός]] usw.) gehört auch semantisch zusammen durch die physiologische Bed. [[weich]], [[lauwarm]]. Auch [[χλιά]] mit [[χλιόεις]], [[χλιώδης]] schließt sich daran an. Dagegen stehen das anscheinend primäre und seltene [[χλίω]] und χλιδ-ή in übertragenem Sinn [[weichlich]], [[üppig]]. — Eine überzeugende Etymologie fehlt. Seit langem (s. WP. 1, 626f., Pok. 432f. m. Lit., bes. Persson Beitr. 2, 793 f.) verbindet man damit einige kelt. und germ. Wörter der Bed. [[glänzen]] in air. ''glē'', kymr. ''gloew'' [[glänzend]], [[klar]], germ., z.B. awno. ''gljā'' [[scheinen]], [[glänzen]], mhd. ''glīmen'' [[leuchten]], [[glänzen]], wozu noch lit. ''žlejà'' ‘Finsternis, Morgen-, Abenddämmerung’ (ausführlich darüber Fraenkel s.v.). Eine Entsprechung von χλιδ-ή soll weiterhin in got. ''glitmunjan'' [[glänzen]], awno. ''glita'' [[glitzern]] usw. vorliegen. Das daraus sich ergebende idg. ''ĝhlei''(-''d'')- wird zur großen Sippe von [[χλόη]], [[χολή]] gezogen; s. dd.<br />'''Page''' 2,1103-1104
}}
}}