ἄπιστος: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apistos
|Transliteration C=apistos
|Beta Code=a)/pistos
|Beta Code=a)/pistos
|Definition=ἄπιστον,<br><span class="bld">I</span> Pass., [[not to be trusted]], and so:<br><span class="bld">1</span> of persons and their acts, [[not trusty]], [[faithless]], [[ὑπερφίαλος|ὑπερφίαλοι]] καὶ ἄπιστοι Il.3.106; θεοῖσίν τ' ἐχθρὲ καὶ ἀνθρώποισιν ἄπιστε Thgn.601; ἄ. ὡς [[γυναικεῖον]] [[γένος]] E.''IT''1298; ἄ. ληίστορες ''Sammelb.''4309.14 (iii B.C.); [[δολοπλοκία]]ι Thgn.226; ἄ. ποιεῖν τινά [[mistrusted]], [[Herodotus|Hdt.]]8.22, cf. 9.98; τὰ ἑαυτοῦ πιστὰ ἀ. ποιεῖν X.''An.''2.4.7; ἄπιστος ἑταιρείας λιμήν [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''683; <b class="b3">θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος</b> by [[untrustworthy]], [[groundless]] [[confidence]], Th.1.120; [[shifty]], [[unreliable]], Pl.''Lg.''775d.<br><span class="bld">2</span> of reports and the like, [[incredible]], dub. in Archil.74.5, cf. Pi.''O.''1.31, [[Herodotus|Hdt.]]3.80; τέρας A.''Pr.''832; ἄ. καὶ πέρα κλύειν [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''418; ἄ. ἐνόμιζον εἰ . . Ph.2.556; <b class="b3">τὸ ἐλπίδων ἄπιστον</b> [[undreamed of]] even in [[hope]], S.''Ph.''868: Comp. ἀπιστότερος, [[λόγος]] Aeschin. 3.59: Sup., [[πίστις]] ἀπιστοτάτη = [[most]] [[faithless]] [[faith]] And.1.67, cf. Pl.''Ep.''314b.<br><span class="bld">II</span> Act., [[mistrustful]], [[incredulous]], [[suspicious]], θυμὸς δέ τοι αἰὲν ἄ. Od.14.150; ὦτα . . ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν less [[credulous]], [[Herodotus|Hdt.]]1.8; <b class="b3">ἄ. πρὸς Φίλιππον</b> [[distrustful]] towards him, D.19.27; <b class="b3">ἄ. εἶ . . σαυτῷ</b> you do [[not believe]] what you say yourself, Pl.''Ap.''26e; ἤθη ἄ. Id.''Lg.''705a; [[τὸ ἄπιστον]] = [[ἀπιστία]] ([[incredulity]], [[lack of trust]]), Th.8.66; δούλοις πῶς οὐκ ἄπιστον; Gorg.''Pal.''11.<br><span class="bld">b</span> in [[NT]], [[unbelieving]], ''1 Ep.Cor.''6.6, al.<br><span class="bld">2</span> [[disobedient]], [[disloyal]], S.''Fr.'' 627: c. gen., A.''Th.''876; <b class="b3">ἔχειν ἄπιστον . . ἀναρχίαν πόλει</b>, i.e. <b class="b3">ἀναρχίαν ἔχειν ἀπειθοῦσαν τῇ πόλει</b>, ib.1035, cf. E.''IT''1476.<br><span class="bld">III</span> Adv. [[ἀπίστως]]:<br><span class="bld">1</span> Pass., [[beyond belief]], [[ἀπίστως]] ἐπὶ τὸ [[μυθῶδες]] ἐκνενικηκότα = actions passed into the [[realm]] of [[legend]] as [[unbelievable]] Th. 1.21; [[οὐκ ἄπιστον]] not [[incredibly]], Arist.''Rh.Al.''1438a22,1438b2.<br><span class="bld">2</span> Act., [[distrustfully]], [[suspiciously]], Th.3.83; [[ἀπίστως]] τινὰ διαθεῖναι D.20.22.<br><span class="bld">b</span> [[treacherously]], Ph.1.516.
|Definition=ἄπιστον,<br><span class="bld">I</span> Pass., [[not to be trusted]], and so:<br><span class="bld">1</span> of persons and their acts, [[not trusty]], [[faithless]], [[ὑπερφίαλος|ὑπερφίαλοι]] καὶ ἄπιστοι Il.3.106; θεοῖσίν τ' ἐχθρὲ καὶ ἀνθρώποισιν ἄπιστε Thgn.601; ὁρᾶτ', ἄπιστον ὡς [[γυναικεῖον]] [[γένος]] E.''IT''1298; ἄ. ληίστορες ''Sammelb.''4309.14 (iii B.C.); [[δολοπλοκία]]ι Thgn.226; ἄ. ποιεῖν τινά [[mistrusted]], [[Herodotus|Hdt.]]8.22, cf. 9.98; τὰ ἑαυτοῦ πιστὰ ἀ. ποιεῖν X.''An.''2.4.7; ἄπιστος ἑταιρείας λιμήν [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''683; <b class="b3">θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος</b> by [[untrustworthy]], [[groundless]] [[confidence]], Th.1.120; [[shifty]], [[unreliable]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''775d.<br><span class="bld">2</span> of reports and the like, [[incredible]], dub. in Archil.74.5, cf. Pi.''O.''1.31, [[Herodotus|Hdt.]]3.80; τέρας [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''832; ἄ. καὶ πέρα κλύειν [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''418; ἄ. ἐνόμιζον εἰ . . Ph.2.556; [[τὸ ἐλπίδων ἄπιστον]] = [[undreamed of even in hope]], S.''Ph.''868: Comp. ἀπιστότερος, [[λόγος]] Aeschin. 3.59: Sup., [[πίστις]] ἀπιστοτάτη = [[most]] [[faithless]] [[faith]] And.1.67, cf. Pl.''Ep.''314b.<br><span class="bld">II</span> Act., [[mistrustful]], [[incredulous]], [[suspicious]], θυμὸς δέ τοι αἰὲν ἄ. Od.14.150; ὦτα . . ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν less [[credulous]], [[Herodotus|Hdt.]]1.8; <b class="b3">ἄ. πρὸς Φίλιππον</b> [[distrustful]] towards him, D.19.27; <b class="b3">ἄ. εἶ . . σαυτῷ</b> you do [[not believe]] what you say yourself, Pl.''Ap.''26e; ἤθη ἄ. Id.''Lg.''705a; [[τὸ ἄπιστον]] = [[ἀπιστία]] ([[incredulity]], [[lack of trust]]), Th.8.66; δούλοις πῶς οὐκ ἄπιστον; Gorg.''Pal.''11.<br><span class="bld">b</span> in [[NT]], [[unbelieving]], ''1 Ep.Cor.''6.6, al.<br><span class="bld">2</span> [[disobedient]], [[disloyal]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]'' 627: c. gen., A.''Th.''876; <b class="b3">ἔχειν ἄπιστον . . ἀναρχίαν πόλει</b>, i.e. <b class="b3">ἀναρχίαν ἔχειν ἀπειθοῦσαν τῇ πόλει</b>, ib.1035, cf. E.''IT''1476.<br><span class="bld">III</span> Adv. [[ἀπίστως]]:<br><span class="bld">1</span> Pass., [[beyond belief]], [[ἀπίστως]] ἐπὶ τὸ [[μυθῶδες]] ἐκνενικηκότα = actions passed into the [[realm]] of [[legend]] as [[unbelievable]] Th. 1.21; [[οὐκ ἄπιστον]] not [[incredibly]], Arist.''Rh.Al.''1438a22,1438b2.<br><span class="bld">2</span> Act., [[distrustfully]], [[suspiciously]], Th.3.83; [[ἀπίστως]] τινὰ διαθεῖναι D.20.22.<br><span class="bld">b</span> [[treacherously]], Ph.1.516.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] 1) unzuverlässig, treulos, Il. 3, 106. 24, 63. 207; so Tragg., Pind. u. in Prosa; ἄπιστον ποιεῖν τινα, verdächtig machen, Her. 8, 22; πόλιν ἄπιστον καὶ ἄφιλον ποιεῖν Plat. Legg. IV, 705 a, daß dem Staat keiner traut; Soph. vrbdt [[ἄπιστος]] ἐλπίδων Phil. 856; ἄπιστον ταῖς πολιτείαις ἡ [[τυραννίς]] Dem. 1, 5; ἀπίστως ἔχειν, unzuverlässig sein, 2, 13; auch von Sachen, nicht glaubhaft, unwahrscheinlich, [[ἀπόδειξις]] Plat. Phaedr. 245 c; ἄπιστον μὲν ἀληθὲς δέ Theag. 130 d; [[ἄπιστος]] εἶ, du sprichst unglaubliches, Apol. 26 e; ἤθη παλίμβολα καὶ ἄπιστα, unbeständig, Plat. Legg. IV, 705 a. – 2) nicht glaubend, argwöhnisch, mißtrauisch, [[θυμός]], Od. 14, 150. 391. 23, 72: ἀπίστους βαρβάρους ποιεῖν Ἕλλησι, daß sie den Griechen nicht trauen, Her. 9, 98. – 3) ung Ehorsam, B. A. p. 424, ὁ μὴ πειθόμενος; Aesch. τινός, Spt. 857 u. öfter; Soph. frg. 553; Eur. I. T. 1368 Hec. 1125.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] 1) [[unzuverlässig]], [[treulos]], Il. 3, 106. 24, 63. 207; so Tragg., Pind. u. in Prosa; ἄπιστον ποιεῖν τινα, verdächtig machen, Her. 8, 22; πόλιν ἄπιστον καὶ ἄφιλον ποιεῖν Plat. Legg. IV, 705 a, daß dem Staat keiner traut; Soph. vrbdt [[ἄπιστος]] ἐλπίδων Phil. 856; ἄπιστον ταῖς πολιτείαις ἡ [[τυραννίς]] Dem. 1, 5; [[ἀπίστως ἔχειν]], [[unzuverlässig sein]], 2, 13; auch von Sachen, nicht glaubhaft, unwahrscheinlich, [[ἀπόδειξις]] Plat. Phaedr. 245 c; ἄπιστον μὲν ἀληθὲς δέ Theag. 130 d; [[ἄπιστος]] εἶ, du sprichst unglaubliches, Apol. 26 e; ἤθη παλίμβολα καὶ ἄπιστα, unbeständig, Plat. Legg. IV, 705 a. – 2) [[nicht glaubend]], [[argwöhnisch]], [[mißtrauisch]], [[θυμός]], Od. 14, 150. 391. 23, 72: ἀπίστους βαρβάρους ποιεῖν Ἕλλησι, daß sie den Griechen nicht trauen, Her. 9, 98. – 3) ung [[Ehorsam]], B. A. p. 424, ὁ μὴ πειθόμενος; Aesch. τινός, Spt. 857 u. öfter; Soph. frg. 553; Eur. I. T. 1368 Hec. 1125.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 24: Line 24:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπιστος''': -ον, Ι. παθ., ὃν δὲν πρέπει νὰ πιστεύσῃ τις, ἢ νὰ ἐμπιστευθῇ εἰς αὐτόν, ἑπομ. 1) ἐπὶ προσώπ. καὶ τῶν πράξεων αὐτῶν, ὁ μὴ [[ἀξιόπιστος]], [[ἄπιστος]], ὑπερφίαλοι καὶ ἄπ. Ἰλ. Γ. 106· θεοῖσίν τ’ ἐχθρὲ καὶ ἀνθρώποισιν ἄπιστε Θέογν. 601· ἄπ. ὡς [[γυναικεῖον]] γένος Εὐρ. Ι. Τ. 1298· δολοπλοκίαι Θέογν. 226· ἄπ. ποιεῖν τινα, ὕποπτον, Ἡρόδ. 8. 22, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 7· ἄπ... ἑταιρείας λιμὴν Σοφ. Αἴ. 683, πρβλ. Φ. 867· θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος, ἀναξιόπιστον, ἀδικαιολόγητον πεποίθησιν ἔχων, Θουκ. 1. 120· ἤθη ἄπ. ἀβέβαια, ἀσταθῆ, Πλάτ. Νόμ. 705A, πρβλ. 775D: 2) ἐπὶ φήμης, καὶ τῶν ὁμοίων, ἀπίστευτος, Παρμεν. 76, Ἀρχίλ. 69, Πινδ. Ο. 1. 51, Ἡρόδ. 3. 80· [[τέρας]] Αἰσχύλ. Πρ. 832· ἄπ. καὶ [[πέρα]] κλύειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 416· ἄπ. ἐνόμιζον εἰ..., Φίλ. 2. 556· τὸ ἐλπίδων ἄπιστον, ὅ,τι τις δὲν δύναται νὰ πιστεύσῃ ἔτι καὶ ὡς ἐλπίδα. Σοφ. Φ. 868· [[πίστις]] ἀπιστοτάτη, Ἀνδοκ. 9. 32· οὕτω παρὰ Πλάτ., κτλ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ πιστεύων, μὴ ἐμπιστευόμενος, [[δύσπιστος]], φιλύποπτος, [[θυμός]] δέ τοι αἰὲν [[ἄπιστος]] Ὀδ. Ξ. 150· ὦτα… ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν, ἧττον πιστά, Ἡρόδ. 1. 8· [[ἄπιστος]] πρὸς Φίλιππον, [[δύσπιστος]], μὴ ἔχων ἐμπιστοσύνην πρὸς αὐτόν, Δημ. 349. 15· [[ἄπιστος]] εἶ… καὶ σαυτῷ, δὲν πιστεύεις οὐδ’ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σὺ λέγεις, Πλάτ. Ἀπολ. 26E· τὸ ἄπιστον = [[ἀπιστία]], Θουκ. 8. 66. β) ἐν τῇ Καιν. Διαθ., ὁ μὴ πιστεύων, [[ἄπιστος]], Ἐπ. π. Κορ. Α΄, Ϛ΄, 6 κ. ἀλλ. 2) ὁ μὴ ὑπακούων, [[παρήκοος]], Σοφ. Ἀποσπ. 553· μετὰ γεν., Αἰσχύλ. Θ. 875· ἔχειν ἄπιστον… ἀναρχίαν πόλει, ὅ ἐ. ἀναρχίαν ἔχειν ἀπειθοῦσαν τῇ πόλει, [[αὐτόθι]] 1030, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1476. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀπίστως. 1) παθ. κατὰ τρόπον οὐχὶ πιστευτόν, καὶ τὰ πολλὰ ὑπὸ χρόνου αὐτῶν ἀπίστως ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα Θουκ. 1. 21, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31. 8. 2) ἐνεργ. ὑπόπτως Θουκ. 3. 83.
|lstext='''ἄπιστος''': -ον, Ι. παθ., ὃν δὲν πρέπει νὰ πιστεύσῃ τις, ἢ νὰ ἐμπιστευθῇ εἰς αὐτόν, ἑπομ. 1) ἐπὶ προσώπ. καὶ τῶν πράξεων αὐτῶν, ὁ μὴ [[ἀξιόπιστος]], [[ἄπιστος]], ὑπερφίαλοι καὶ ἄπ. Ἰλ. Γ. 106· θεοῖσίν τ’ ἐχθρὲ καὶ ἀνθρώποισιν ἄπιστε Θέογν. 601· ἄπ. ὡς [[γυναικεῖον]] γένος Εὐρ. Ι. Τ. 1298· δολοπλοκίαι Θέογν. 226· ἄπ. ποιεῖν τινα, ὕποπτον, Ἡρόδ. 8. 22, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 7· ἄπ... ἑταιρείας λιμὴν Σοφ. Αἴ. 683, πρβλ. Φ. 867· θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος, ἀναξιόπιστον, ἀδικαιολόγητον πεποίθησιν ἔχων, Θουκ. 1. 120· ἤθη ἄπ. ἀβέβαια, ἀσταθῆ, Πλάτ. Νόμ. 705A, πρβλ. 775D: 2) ἐπὶ φήμης, καὶ τῶν ὁμοίων, ἀπίστευτος, Παρμεν. 76, Ἀρχίλ. 69, Πινδ. Ο. 1. 51, Ἡρόδ. 3. 80· [[τέρας]] Αἰσχύλ. Πρ. 832· ἄπ. καὶ [[πέρα]] κλύειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 416· ἄπ. ἐνόμιζον εἰ..., Φίλ. 2. 556· τὸ ἐλπίδων ἄπιστον, ὅ,τι τις δὲν δύναται νὰ πιστεύσῃ ἔτι καὶ ὡς ἐλπίδα. Σοφ. Φ. 868· [[πίστις]] ἀπιστοτάτη, Ἀνδοκ. 9. 32· οὕτω παρὰ Πλάτ., κτλ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ πιστεύων, μὴ ἐμπιστευόμενος, [[δύσπιστος]], φιλύποπτος, [[θυμός]] δέ τοι αἰὲν [[ἄπιστος]] Ὀδ. Ξ. 150· ὦτα… ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν, ἧττον πιστά, Ἡρόδ. 1. 8· [[ἄπιστος]] πρὸς Φίλιππον, [[δύσπιστος]], μὴ ἔχων ἐμπιστοσύνην πρὸς αὐτόν, Δημ. 349. 15· [[ἄπιστος]] εἶ… καὶ σαυτῷ, δὲν πιστεύεις οὐδ’ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σὺ λέγεις, Πλάτ. Ἀπολ. 26E· τὸ ἄπιστον = [[ἀπιστία]], Θουκ. 8. 66. β) ἐν τῇ Καιν. Διαθ., ὁ μὴ πιστεύων, [[ἄπιστος]], Ἐπ. π. Κορ. Α΄, Ϛ΄, 6 κ. ἀλλ. 2) ὁ μὴ ὑπακούων, [[παρήκοος]], Σοφ. Ἀποσπ. 553· μετὰ γεν., Αἰσχύλ. Θ. 875· ἔχειν ἄπιστον… ἀναρχίαν πόλει, ὅ ἐ. ἀναρχίαν ἔχειν ἀπειθοῦσαν τῇ πόλει, [[αὐτόθι]] 1030, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1476. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀπίστως. 1) παθ. κατὰ τρόπον οὐχὶ πιστευτόν, καὶ τὰ πολλὰ ὑπὸ χρόνου αὐτῶν ἀπίστως ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα Θουκ. 1. 21, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31. 8. 2) ἐνεργ. ὑπόπτως Θουκ. 3. 83.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[πιστός]]): [[faithless]], Il. 3.106; [[unbelieving]], Od. 14.150.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 44: Line 41:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[pass]]. not to be trusted, and so,<br /><b class="num">1.</b> of persons and [[their]] acts, not [[trusty]], distrusted, [[faithless]], Il., etc.; [[θράσος]] ἄπ. [[groundless]] [[confidence]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> of reports and the like, [[incredible]], Hdt., Aesch.; τὸ ἐλπίδων ἄπιστον [[what]] one cannot [[believe]] [[even]] in [[hope]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> act. not [[believing]] or trusting, [[mistrustful]], [[incredulous]], [[suspicious]], Od.; ἀπιστότερος [[less]] [[credulous]], Hdt.; [[ἄπιστος]] πρὸς Φίλιππον [[distrustful]] [[towards]] him, Dem.; [[ἄπιστος]] σαυτῶι not [[believing]] [[what]] you say [[yourself]], Plat.; τὸ ἀπ. = [[ἀπιστία]], Thuc.:—in NTest., [[unbelieving]], an unbeliever,<br /><b class="num">2.</b> not obeying, disobeying, c. gen., Aesch.<br /><b class="num">III.</b> adv. [[ἀπίστως]],<br /><b class="num">1.</b> [[pass]]. [[beyond]] [[belief]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> act. [[distrustfully]], [[suspiciously]], Thuc.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> [[pass]]. not to be trusted, and so,<br /><b class="num">1.</b> of persons and [[their]] acts, not [[trusty]], distrusted, [[faithless]], Il., etc.; [[θράσος]] ἄπ. [[groundless]] [[confidence]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> of reports and the like, [[incredible]], Hdt., Aesch.; τὸ ἐλπίδων ἄπιστον [[what]] one cannot [[believe]] [[even]] in [[hope]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> act. not [[believing]] or trusting, [[mistrustful]], [[incredulous]], [[suspicious]], Od.; ἀπιστότερος [[less]] [[credulous]], Hdt.; [[ἄπιστος]] πρὸς Φίλιππον [[distrustful]] [[towards]] him, Dem.; [[ἄπιστος]] σαυτῶι not [[believing]] [[what]] you say [[yourself]], Plat.; τὸ ἀπ. = [[ἀπιστία]], Thuc.:—in NTest., [[unbelieving]], an unbeliever,<br /><b class="num">2.</b> not obeying, disobeying, c. gen., Aesch.<br /><b class="num">III.</b> adv. [[ἀπίστως]],<br /><b class="num">1.</b> [[pass]]. [[beyond]] [[belief]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> act. [[distrustfully]], [[suspiciously]], Thuc.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
Line 54: Line 51:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού δέν πιστεύεται, ἀπίστευτος, [[δύσπιστος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[πιστός]] τοῦ [[πείθω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[ἄπιστος]]: [[ἀπιστέω]], [[ἀπιστία]], [[ἀπιστητέον]], [[ἀπιστητικός]], [[ἀπίστως]].
|mantxt=(=αὐτός πού δέν πιστεύεται, ἀπίστευτος, [[δύσπιστος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[πιστός]] τοῦ [[πείθω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[ἄπιστος]]: [[ἀπιστέω]], [[ἀπιστία]], [[ἀπιστητέον]], [[ἀπιστητικός]], [[ἀπίστως]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[incredibilis]]'', [[incredible]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.23.3/ 1.23.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.113.6/ 3.113.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.30.2/ 6.30.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.33.1/ 6.33.1],<br>''[[qui parum obtinet fidei]]'', [[possessing little credibility]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.16.1/ 5.16.1] (<i>de Cleone</i> <i>concerning Cleon</i>), [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%205.89.1/ 5.89.1],<br>''[[infidus]]'', [[untrustworthy]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.120.4/ 1.120.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.106.1/ 5.106.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.45.1/ 8.45.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.66.4/ 8.66.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.70.2/ 8.70.2],<br>''[[diffidens]]'', [[distrustful]], [[lacking confidence]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.68.1/ 1.68.1], (<i>sub.</i> <i>understand</i> ὑμᾶς), [<i>aut si</i> <i>or if</i> ἡμᾶς <i>subaud. ad secundam signif. referendum est.</i> <i>supply to be referred to the second meaning.</i>] [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.17.5/ 4.17.5],<br>''[[diffidentia]]'', [[distrust]], [[lack of confidence]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.66.5/ 8.66.5].
}}
}}
{{trml
{{trml