πρίαμαι: Difference between revisions

6_6
(13_7_1)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0700.png Seite 700]] <b class="b2">kaufen</b>, nur im aor. ἐπριάμην, πριαίμην, πρίασθαι u. s. w. vorkommend; Hom. hat nur die dritte Person sing. ind., τήν ποτε Λαέρτης πρίατο Od. 1, 430. u. öfter, πὰρ δ' ἄρα μιν Ταφίων πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν, 14, 452; so auch Pind., πρίατο θανάτοιο κομιδάν, P. 6, 39, mit dem Tode erkaufen; οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λόγου βροτόν, [[ὅστις]] κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται, Soph. Ai. 472; Eur.; Ar., [[πρίω]] u. πρίασο, Ach. 34. 835; πόσου πρίωμαί σοι τοῦτο; 777. In Prosa : ὠνήν, Andoc. 1, 92; dingen, miethen, pachten, [[τέλος]], 1, 93, Σκύθας, 3, 5; [[παρά]] τινος, μὴ δοῦναι δίκην, 3, 38; ὅπλα, Lys. 19, 21, dem μισθοῦσθαι entsprechend; Ggstz ἀποδόσθαι, Plat. Rep. I, 333 b u. öfter; πρίασθαι τὴν καπίθην τεττάρων σίγλων, Xen. An. 1, 5, 6; οὐκ ἂν πρίαιό γε παμπόλλου, Cyr. 8, 4, 23, möchtest du nicht viel darum geben? λέγεται ἐπιστάτην εἰς τἀργυρεῖα πρίασθαι ταλάντου, Mem. 2, 5, 2; oft bei den Rednern u. Folgdn. Auch die Richter, d. i. bestechen, Dem. 7, 7. – (Scheint verwandt mit [[περάω]], [[περνάω]], [[πιπράσκω]].)
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0700.png Seite 700]] <b class="b2">kaufen</b>, nur im aor. ἐπριάμην, πριαίμην, πρίασθαι u. s. w. vorkommend; Hom. hat nur die dritte Person sing. ind., τήν ποτε Λαέρτης πρίατο Od. 1, 430. u. öfter, πὰρ δ' ἄρα μιν Ταφίων πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν, 14, 452; so auch Pind., πρίατο θανάτοιο κομιδάν, P. 6, 39, mit dem Tode erkaufen; οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λόγου βροτόν, [[ὅστις]] κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται, Soph. Ai. 472; Eur.; Ar., [[πρίω]] u. πρίασο, Ach. 34. 835; πόσου πρίωμαί σοι τοῦτο; 777. In Prosa : ὠνήν, Andoc. 1, 92; dingen, miethen, pachten, [[τέλος]], 1, 93, Σκύθας, 3, 5; [[παρά]] τινος, μὴ δοῦναι δίκην, 3, 38; ὅπλα, Lys. 19, 21, dem μισθοῦσθαι entsprechend; Ggstz ἀποδόσθαι, Plat. Rep. I, 333 b u. öfter; πρίασθαι τὴν καπίθην τεττάρων σίγλων, Xen. An. 1, 5, 6; οὐκ ἂν πρίαιό γε παμπόλλου, Cyr. 8, 4, 23, möchtest du nicht viel darum geben? λέγεται ἐπιστάτην εἰς τἀργυρεῖα πρίασθαι ταλάντου, Mem. 2, 5, 2; oft bei den Rednern u. Folgdn. Auch die Richter, d. i. bestechen, Dem. 7, 7. – (Scheint verwandt mit [[περάω]], [[περνάω]], [[πιπράσκω]].)
}}
{{ls
|lstext='''πρίᾰμαι''': ἐλλιπὲς ἀποθ., ἐξ οὗ σχηματίζεται τὸ ἐπριάμην, ὁ ἀόρ. τοῦ [[ὠνέομαι]] ([[διότι]] τὸ ἐωνησάμην δὲν [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ.), [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. β΄ ἑνικ. ἐπρίω Ἀριστοφ. Σφ. 1440· Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. πρίατο Ὀδ. Α. 430· ― προστ. πρίασο Ἀριστοφ. Ἀχ. 870· [[πρίω]] [[αὐτόθι]] 34. 35, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶ» 2, κτλ.· Δωρ. πρίᾱ Ἐπίχ. 93 Ahr.· ― ὑποτακτ. πρίωμαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 812, β΄ ἑνικ. πρίῃ ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 614· ― εὐκτ. πριαίμην Σοφ. Ἀντ. 1171, κτλ.· ― ἀπαρ. πρίασθαι (οὐχὶ πριάσθαι), Πλάτ., κλπ.· ― μετοχ. πριάμενος Θουκ., κλπ.· (ἴδε ἐν λ. [[περάω]]· πρβλ. [[πέρνημι]], [[πιπράσκω]]). Ἀγοράζω τι, ἀντίθετ. τῷ ἀποδόσθαι, Ὅμ., Ἀττ. ― Συντάσσ. [[μετὰ]] δοτ. τῆς ἀξίας, τίς γάρ σε πρίατο κτεάταισιν ἑοῖσιν, τίς σε ἠγόρασε διὰ τοῦ πλούτου [[αὐτοῦ]], Ὀδ. Ξ. 115. 452· τὸ [[κάλλος]] ἀνονήτοις γάμοις Εὐρ. Ἑλ. 885, πρβλ. Μήδ. 233, κτλ.· [[μετὰ]] γεν., πρ. θανάτοιο, ἀγοράσας διὰ τοῦ θανάτου, Πινδ. Π. 6. 38· πρ. τι ταλάντου, τεττάρων σίγλων Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 2, Ἀν. 1. 5, 6· π. πολλοῦ ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 2, 10· ([[ὡσαύτως]], πρὸ πάντων χρημάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2, 5, 3)· μεταφορ, οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λόγου βροτόν, [[ὅστις]], κτλ., δὲν θὰ ἠγόραζον οὐδὲ δι’ ἐλάχιστον ποσὸν ἄνθρωπον, [[ὅστις]], κτλ., δὲν θὰ ἔδιδα δι’ αὐτὸν οὐδὲ μίαν πεντάραν, Σοφ. Αἴ. 477· [[μετὰ]] δοτικ. προσ., πόσου πρίωμαί σοι τὰ χοιρίδια Ἀριστοφ. Ἀχ. 812, πρβλ. Βατρ. 1229, Σοφ. Ἀντ. 1171· [[ὡσαύτως]], πρ. τι [[παρά]] τινος Ἡρόδ. 9. 94· πρ. τὴν χώραν λ΄ ταλάντων [[παρά]] τινος Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 30· οὕτω μετ’ ἀπαρ., πρ. [[παρά]] τινος μὴ δοῦναι δίκην Ἀνδοκ. 28. 20· πρ. τῆς ψυχῆς [[ὥστε]] μὴ .., Ξεν. Κύρ. 3.1, 36, πρβλ. 8. 4, 23· - [[ὡσαύτως]] μόνον, [[οἷον]], πρ. τίμιον τοὔλαιον, ἀκριβά, Ἀριστοφ. Σφ. 253· πρ. τὴν εἰρήνην Αἰσχίν. 52. 7· κἂν πρίαιτο Γαδάτας τὸ μέγα τι ποιῆσαι κακόν, θὰ ἐπλήρωνε νὰ δυνηθῇ νά.., Ξεν. Κύρ. 5. 3, 10. 2) ἐπὶ δούλων, πρ. Σκύθας τοξότας Ἀνδοκ. 24. 8, πρβλ. Ποσείδιππ. ἐν «Συντρόφοις» 1· τέκτονα [[πέντε]] μνῶν Πλάτ. Ἀντεραστ. 135Β· οἱ δικασταί, .. ἐὰν μὴ Φίλιππος αὐτοὺς πρίηται, ἐὰν δὲν τοὺς ἀγοράσῃ ὁ Φίλ., Δημ. 78. 19. 3) ὠνοῦμαι τοὺς φόρους πόλεως, Λατ. conducere, redimere, ἀλλὰ μὴν καὶ ἀδικῆσαί γε ῥᾷον τῷ [[τέλος]] πριαμένῳ ἢ τῷ ἀνδράποδα μισθουμένῳ Ξεν. Πόροι 4. 20· [[μέταλλον]] Δείναρχ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 13· ὠνὴν ἐκ τοῦ δημοσίου Ἀνδοκ. 12. 28. 4) περὶ τοῦ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 34, 35 [[πρίω]], ἴδε [[πρίων]]. - Ἴδε Κόντον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τ. Α΄, σ. 373.
}}
}}