ὀρφανίζω: Difference between revisions

6_13b
(13_5)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] verwaisen, zur Waise machen, ὁθοὔνεκ' ἐκ δυοῖν ἔσοιθ' ὠρφανισμένος βίου, des Vaters u. der Mutter, Soph. Trach. 938; Πηλείδης ὀρφανιζόμενος, der von den Eltern entfernt ist, Pind. P. 6, 22; übh. berauben, τινά τινος, z. B. γλῶσσαν [[ὀπός]], 4, 283; Eur. Alc. 398.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] verwaisen, zur Waise machen, ὁθοὔνεκ' ἐκ δυοῖν ἔσοιθ' ὠρφανισμένος βίου, des Vaters u. der Mutter, Soph. Trach. 938; Πηλείδης ὀρφανιζόμενος, der von den Eltern entfernt ist, Pind. P. 6, 22; übh. berauben, τινά τινος, z. B. γλῶσσαν [[ὀπός]], 4, 283; Eur. Alc. 398.
}}
{{ls
|lstext='''ὀρφᾰνίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, [[κάμνω]] τινὰ ὀρφανόν, ἔρημον, ἀπορφανίζω, πρὸς παίδων, οὓς ὀρφανιεῖς Εὐρ. Ἄλκ. 276· ἀμὸν βίον ὠρφάνισεν [[αὐτόθι]] 397· ― [[μετὰ]] γεν., ἀποστερῶ, τινὰ ὕπνου, ζωᾶς Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 5. 6, Ἀνθολ. Π. 7. 483· ὀρφ. κακὰν γλῶσσαν [[ὀπός]], ἀφαιρῶ τὴν κακολογίαν ἀπὸ τῆς φωνῆς αὐτῆς, Πινδ. Π. 4. 504. ― Παθ., στεροῦμαι, [[μένω]] [[ὀρφανός]], πατρὸς ... ὠρφανισμένος βίου Σοφ. Τρ. 942· [[μένω]] ἐν [[ὀρφανία]], Πινδ. Π. 6. 22. ΙΙ. [[ἀποκομίζω]], [[Ἅιδης]] ... ἐλπίδας ὠρφάνισεν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 233. 10.
}}
}}