σωτηρία: Difference between revisions

6_23
(13_6b)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1061.png Seite 1061]] ἡ, Rettung, Erhaltung, Befreiung; Aesch. Pers. 500. 721 u. öfter, wie Soph. u. Eur., πόλει σωτηρίαν κατεργάσασθαι Heracl. 1045; περὶ τῆς πόλεως ἥντινα ἔχετον σωτηρίαν, Ar. Ran. 1362; ἡ ὑπὲρ τῶν νόμων σ., Lycurg. a. E.; vgl. Dem. 26, 12; bes. Heilung von einer Krankheit, Genesung, [[τίς]] ἂν ἡμῖν [[σωτηρία]] ἐφάνη τοῦ βίου, Plat. Prot. 356 d; σωτηρίαν τῷ γένει πορίζων, 321 b; Ggstz [[φθορά]], Phil. 35 e, u. öfter; auch Bewachung, Gefängniß, Legg. XI, 914 e; mit εἰς, glückliche Rückkehr nach einem Orte hin, Plut. Lacaen. apophth. p. 260, wie ἡ [[οἴκαδε]] σ., Dem. 50, 16; vgl. [[νόστιμος]] σ Aesch. Ag. 334.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1061.png Seite 1061]] ἡ, Rettung, Erhaltung, Befreiung; Aesch. Pers. 500. 721 u. öfter, wie Soph. u. Eur., πόλει σωτηρίαν κατεργάσασθαι Heracl. 1045; περὶ τῆς πόλεως ἥντινα ἔχετον σωτηρίαν, Ar. Ran. 1362; ἡ ὑπὲρ τῶν νόμων σ., Lycurg. a. E.; vgl. Dem. 26, 12; bes. Heilung von einer Krankheit, Genesung, [[τίς]] ἂν ἡμῖν [[σωτηρία]] ἐφάνη τοῦ βίου, Plat. Prot. 356 d; σωτηρίαν τῷ γένει πορίζων, 321 b; Ggstz [[φθορά]], Phil. 35 e, u. öfter; auch Bewachung, Gefängniß, Legg. XI, 914 e; mit εἰς, glückliche Rückkehr nach einem Orte hin, Plut. Lacaen. apophth. p. 260, wie ἡ [[οἴκαδε]] σ., Dem. 50, 16; vgl. [[νόστιμος]] σ Aesch. Ag. 334.
}}
{{ls
|lstext='''σωτηρία''': Ἰωνικ. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. salus, φυλάσσετε τὴν [[σχεδίην]] πᾶσαν προθυμίην σωτηρίης τε καὶ φυλακῆς παρεχόμενοι Ἡρόδ. 4. 98, κ. ἀλλ., καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττικ.· σωτηρίην ὑποτιθέναι τινί, μηχανᾶσθαι ὁ αὐτ. 5. 98, 7. 172· σωτ. τινὶ διδόναι, κατεργάσασθαι, φέρειν Εὐρ. Ι. Α. 1473, [[Ἡρακλ]]. 1045, Τρῳ. 748. κλπ.· ἀπεργάζεσθαι, πορίζειν, ἐκπορίζεσθαι Πλάτ. Νόμ. 647Β, Πρωτ. 821Β, Θουκ. 6. 83· σωτηρίαν ἔχειν Σοφ. Αἴ. 1080, Εὐρ. Ὀρ. 1178, κλπ.· ζητεῖν Ἰσοκρ. 60Β εὑρίσκεσθαι Αἰσχίν. 72. 40· [[ὡσαύτως]], σωτηρίας τυγχάνειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 508, Χο. 203, Ξεν., κλπ.· ― ἐν τῷ πληθ., τῶν [[πόλεων]] σωτηρίαι Πλάτ. Πρωτ. 3543, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 4. 2, 6. 2) [[μέσον]] ἢ [[τρόπος]] σωτηρίας, (= μηχανὴ σωτηρίας Αἰσχύλ. Θήβ. 2. 9), ἔστι τίς σωτ.; ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 735· ἔχεις... τίνα σωτ.; Εὐρ. Ὀρ. 778, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 12· εἰς σωτ. [[ἄλλην]] καταφυγεῖν Ἀντιφῶν 119. 25. πρβλ. Θουκ. 3. 20 3) ἀσφαλὴς [[ἐπάνοδος]], ἡ ἐς τὴν πατρίδα σ. ὁ αὐτ. 6. 70· ἡ [[οἴκαδε]] [[σωτηρία]] Δημ. 1211. 17, πρβλ. Πλούτ. 2. 241Ε· ἡ σ. γίγνεταί τινι [[δεῦρο]] Δημ. 1304. 20· ― ποιητ. [[ὡσαύτως]], [[νόστιμος]] σ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 797, Ἀγ. 344, 1238. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ διατηρεῖν ἢ διατηρῆσαι, τὸ διαφυλάττειν, τινός, πράγματός τινος, Ἡρόδ. 4. 98, Αἰσχύλ. Εὐμ. 909, Πλάτ., κλπ. ― [[διατήρησις]], τῶν ὁδῶν καὶ οἰκοδομημάτων Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 4· τῶν νόμων Πλάτ. Πολ. 425Ε· τοῦ οὐρανοῦ, τῶν ἄστρων Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 2. 1, 4, Μετεωρ. 2. 2, 10. 2) [[ἀσφάλεια]], [[ἐγγύησις]] περὶ ἀσφαλείας, σωτ. ἔστω τῶν ὑποκειμένων, [[ἐγγύησις]] περὶ τῆς ἀσφαλοῦς διαφυλάξεως..., παρὰ Δημ. 927. 8· σωτηρίας [[ἕνεκα]] τοῖς πολλοῖς τῶν σωμάτων, [[χάριν]] τῆς προσωπικῆς αὐτῶν ἀσφαλείας, Πλάτ. Νόμ. 908Α· ἐπὶ τῇ τῆς ψυχῆς σωτηρίᾳ [[αὐτόθι]] 909Α· σωτηρίαι τῆς πολιτείας, τρόποι διαφυλάξεως αὐτῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 1, 1. 3) [[ἀσφάλεια]], ἐξασφάλισις, τοῦ κοινοῦ Θουκ. 2. 60· τοῦ βίου Πλάτ. Πρωτ. 356D. 4) [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμ., [[ἀσφάλεια]] [[ἐναντίον]] τινός, ἀπορίας Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12.
}}
}}