3,258,463
edits
(13_7_1) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0783.png Seite 783]] 1) herausreiben, durch Reiben hervorrufen; πῦρ Xen. Cyr. 2, 2, 13; dah. ἐν πέτροισι πέτρον, Stein an Stein reiben, Soph. Phil. 296. – 2) ausreiben, wie Κύκλωπος ὀφθαλμὸν [[ὥσπερ]] σφηκιάν Eur. Cycl. 475; vernichten, wegtilgen, ποίην ἐκ τῆς γῆς Her. 4, 120; πίτυος τρόπον, mit Stumpf u. Stiel ausrotten, wie eine Fichte, die nicht mehr aus der Wurzel ausschlägt, 6, 37; ἐκτέτριπται [[πρόῤῥιζος]] ἐκ Σπάρτης 6, 86; [[Ζεύς]] σε πρόῤῥιζον ἐκτρίψειεν Eur. Hipp. 684. So ἐκτριβήσεται Soph. O. R. 428; neben καταφθεῖραι Plut. Eumen. 19. – 3) abreiben, abnutzen, [[Ἄτλας]] ὁ χαλκέοισι νώτοις οὐρανὸν ἐκτρίβων, für νῶτα οὐρανῷ, Eur. Ion 2; ὁπλὰς ἐκ τῆς ὁδοῦ ἐκτετριμμένος Luc. Asin. 19. – Uebertr., κακῶς βίον ἐκτρῖψαι, elend hinbringen, Soph. O. R. 248. – 41 ausreiben, [[ῥύπον]] Plut.; reinigen, poliren, τὰς πανοπλίας Pol. 10, 20, 2; – καρπούς, χίδρα, Theocr. 7, 156 u. Nic. bei Ath. III, 126 b, ausdreschen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0783.png Seite 783]] 1) herausreiben, durch Reiben hervorrufen; πῦρ Xen. Cyr. 2, 2, 13; dah. ἐν πέτροισι πέτρον, Stein an Stein reiben, Soph. Phil. 296. – 2) ausreiben, wie Κύκλωπος ὀφθαλμὸν [[ὥσπερ]] σφηκιάν Eur. Cycl. 475; vernichten, wegtilgen, ποίην ἐκ τῆς γῆς Her. 4, 120; πίτυος τρόπον, mit Stumpf u. Stiel ausrotten, wie eine Fichte, die nicht mehr aus der Wurzel ausschlägt, 6, 37; ἐκτέτριπται [[πρόῤῥιζος]] ἐκ Σπάρτης 6, 86; [[Ζεύς]] σε πρόῤῥιζον ἐκτρίψειεν Eur. Hipp. 684. So ἐκτριβήσεται Soph. O. R. 428; neben καταφθεῖραι Plut. Eumen. 19. – 3) abreiben, abnutzen, [[Ἄτλας]] ὁ χαλκέοισι νώτοις οὐρανὸν ἐκτρίβων, für νῶτα οὐρανῷ, Eur. Ion 2; ὁπλὰς ἐκ τῆς ὁδοῦ ἐκτετριμμένος Luc. Asin. 19. – Uebertr., κακῶς βίον ἐκτρῖψαι, elend hinbringen, Soph. O. R. 248. – 41 ausreiben, [[ῥύπον]] Plut.; reinigen, poliren, τὰς πανοπλίας Pol. 10, 20, 2; – καρπούς, χίδρα, Theocr. 7, 156 u. Nic. bei Ath. III, 126 b, ausdreschen. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκτρίβω''': ῑ: μέλλ. -ψω: μέλλ. παθ. β΄ -τρῐβήσομαι Σοφ. Ο. Τ. 428˙ [[τρίβω]] ἰσχυρῶς, καὶ διὰ τῆς ἰσχυρᾶς τριβῆς [[ἐξάγω]] ἢ [[παράγω]] τι, πῦρ Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15˙ φλόγα [[Πολυδ]]. Θ΄, 155˙ (ἐν Σοφ. Φ. 296, ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων... ἔφην’ ἄφαντον φῶς, ἐκτρίβων ἔφηνα = [[τρίβων]] ἐξέφηνα, ἀλλ’ ἴδε κατωτ.): παθ., τὰ ψυχικὰ προτερήματα διὰ τὰ ἔπαθλα [[οἷον]] ἐκτρίβεται Λογγῖν. 44. 3. ΙΙ. κατασυντρίβω, [[καταστρέφω]] ἐξ ὁλοκλήρου, σφέας πίτυος τρόπον ἠπείλεε ἐκτρίψειν (ἴδε ἐν λ. [[πίτυς]]) Ἡρόδ. 6. 37˙ ἐκτρ. τινὰ πρόρριζον Εὐρ. Ἱππ. 684˙ τὴν ποίην ἐκ τῆς γῆς ἐκτρίβειν Ἡρόδ. 4. 120˙ ἐκτρ. τοῦ Κύκλωπος ὀφθαλμὸν Εὐρ. Κύκλ. 475˙ κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῖψαι βίον, νὰ τελειώσῃ κακῶς τὸν ἄθλιον βίον του, Λατ. conterere vitam, Σοφ. Ο. Τ. 248, πρβλ. 428: - Παθ., [[πρόρριζος]] ἐκτέτριπται Ἡρόδ. 6. 86˙ ὁπλὰς ἐκτετριμμένος, ἔχων τὰς ὁπλὰς τετριμμένας, ἐφθαρμένας, Λουκ. Ὄνος 19˙ πρβλ. [[διατρίβω]] Ι. ΙΙΙ. προξενῶ διαρκῆ ἔκτριψιν εἴς τι, [[τρίβω]] διαρκῶς, Ἄτλας, ὁ χαλκέοισι... νώτοις οὐρανὸν... ἐκτρίβων Εὐρ. Ἴων 1˙ «[[οὕτως]] ἄτρεπτος ὁ [[χαλκόνωτος]] Ἄτλας, [[ὥστε]] [[μᾶλλον]] τὸν οὐρανὸν ἢ τοὺς ὤμους ἐκτρίβειν ἐν τῷ ἀνέχειν αὐτόν» Barnes·Ϗ ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] φαίνεται ἐφθαρμένον˙ ἴδε ἐν τούτοις σημείωσιν Paley ἐν τόπῳ. IV. διὰ τῆς τριβῆς «ξεφλουδίζω» τι, χίδρα μὲν ἐκτρίψειας Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 126Β. V. διὰ τῆς τριβῆς ποιῶ τι λεῖον, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 6˙ [[τρίβω]], [[καθαρίζω]], στιλβώνω, ἐκτρίβειν... τὰς πανοπλίας Πολύβ. 10. 20, 2. | |||
}} | }} |