ἀρχηγέτης: Difference between revisions

6_19
(13_5)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0365.png Seite 365]] ὁ, (Oberaufseher) Stammvater eines Geschlechts, Erbauer einer Stadt, auch von Göttern, Τιρυνθίων Pind. Ol. 7, 78; vgl. P. 5, 60; vgl. Plat. Lys. 255 d; Xen. Hell. 6, 3, 4; τῆς πόλεως 7, 3, 8; Pol. 34, 1; übh. Herrscher, König, Aesch. Spt. 990 Suppl. 181; Soph. O. R. 751; Urheber, τύχης Eur. El. 554. – In Athen hießen so die zehn ἥρωες ἐπώνυμοι, Dem. 43, 66; vgl. B. A. 449, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0365.png Seite 365]] ὁ, (Oberaufseher) Stammvater eines Geschlechts, Erbauer einer Stadt, auch von Göttern, Τιρυνθίων Pind. Ol. 7, 78; vgl. P. 5, 60; vgl. Plat. Lys. 255 d; Xen. Hell. 6, 3, 4; τῆς πόλεως 7, 3, 8; Pol. 34, 1; übh. Herrscher, König, Aesch. Spt. 990 Suppl. 181; Soph. O. R. 751; Urheber, τύχης Eur. El. 554. – In Athen hießen so die zehn ἥρωες ἐπώνυμοι, Dem. 43, 66; vgl. B. A. 449, 14.
}}
{{ls
|lstext='''ἀρχηγέτης''': -ου, ὁ, θηλ. ἀρχηγέτις, ιδος, ἀλλὰ δοτ. ἀρχηγέτι (Ἀριστοφ. Λυσ. 644): Δωρ. [[ἀρχαγέτης]]: ([[ἡγέομαι]]): ― ὁ πρῶτος [[ἡγέτης]], ὁ πρῶτος [[αἴτιος]], [[κυρίως]] οἰκιστὴς πόλεως ἢ ὁ [[γενάρχης]] οἰκογενείας, ἀλλαχοῦ καλούμενος [[κτίστης]], [[οἰκιστής]], Ἡρόδ. 9. 86, Πινδ. Ο. 7. 143, Συλλ. Ἐπιγρ. 1732 β. 2· καὶ ὁ [[Ἀπόλλων]] ἐκαλεῖτο [[οὕτως]] ἐν Κυρήνῃ ὡς ὁ [[αἴτιος]] τῆς ἱδρύσεως τῆς πόλεως, Πινδ. Π. 5. 80· [[οὕτως]] ἐν Νάξῳ τῆς Σικελίας, Θουκ. 6. 3· ἐν Ταυρομενίῳ, Eckhel. 1. σ. 248· ἐν Ἱεραπόλει, Συλλ. Ἐπιγρ. 3906, κτλ.: ― ἐν Ἀθήναις οἱ ἥρωες ἐπώνυμοι [[οὕτως]] ἐκαλοῦντο, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 186, παρὰ Δημ. 1072. 25· οὕτω ὁ δήμου ἀρχ., ὃ. ἐ. ὁ προστατήριος [[ἥρως]] δήμου, ὁ [[δημοῦχος]] [[ἥρως]], Πλάτ. Λύσ. 205D. ἐν Σπάρτῃ ἐπὶ τῶν βασιλέων, Πλουτ. Λυκοῦργ. 6· οὕτω θηλ. ἀρχηγέτις ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Συλλ. Ἐπιγρ. 476. 477, κ. ἀλλ.· τἀρχηγέτι = τῇ ἀρχηγέτιδι Ἀριστοφ. Λυσ. 644 2) [[καθόλου]], [[ἀρχηγός]], [[ἡγεμών]], Αἰσχύλ. Θηβ. 999, Ἱκ. 184, 251, Σοφ. Ο. Τ. 751, κτλ. 3) πρώτη [[αἰτία]], [[πρωταίτιος]], ἀρχ. τύχης Εὐρ. Ἠλ. 891· γένους Ὀρ. 555· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐπιθ. -ετικός, ή, όν, Θεόδ. Μετοχ. Σύμμ. σ. 481. 5.
}}
}}