μέτειμι: Difference between revisions

6_1
(13_7_3)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0157.png Seite 157]] (s. [[εἶμι]]), 1) zwischen, unter Mehreren gehen, [[ῥεῖα]] [[μετεισάμενος]] κρατερὰς ὤτρυνε φάλαγγας, leicht dazwischen wandelnd, Il. 13, 90. 17, 285. – 2)<b class="b2"> nachgehen</b>, hinterhergehen, ἢ ἴθ', ἐγὼ δὲ [[μέτειμι]], ich werde nachgehen, folgen, Il. 6, 341; [[πόλεμόνδε]], nach dem Kriege, in den Krieg gehen, 13, 298. – Dah. verfolgen, nachsetzen, auch rächen, bestrafen, τινά, Aesch. Ag. 1651, τοῦ πατρὸς τοὺς αἰτίους, Ch. 271; auch δίκας [[μέτειμι]] τόνδε φῶτα, Eum. 222; vgl. Soph. Δίκη μέτεισιν οὐ μακροῦ χρόνου, El. 469; δόλῳ [[μέτειμι]] καὶ σιγῇ φόνον, Eur. Med. 391, u. δίκῃ μέτειμί τινα, Bacch. 346; auch τῶν δ' ἄποιν' ὑβρισμάτων μέτεισι Διόνυσός σε, ib. 517; so Plat. Legg. VI, 154 e u. Sp., wie Luc. D. D. 6, 2 u. öfter; – [[ἴχνος]], einer Spur nachgehen, sie verfolgen, Plat. Phaedr. 276 d; dah. τέχνην ῥητορικήν, d. i. die Rhetorik betreiben, Phaedr. 263 b u. öfter; ὀρθῶς μετιέναι τὴν σοφίαν, Xen. Mem. 4, 2, 9; Arist. de sens. 1; Luc. Icarom. 31; übh. untersuchen, behandeln in der Rede, Plat. Conv. 210 a Soph. 252 b u. Folgde; ὑπατείαν, sich um das Consulat bewerben, Plut.; mit Bitten angehen, ἕκαστον μετῄεσαν μὴ ἐπιτρέπειν, Thuc. 8, 73, vgl. 3, 70; auch τινὰ θυσίαις, Her. 7, 178, vgl. [[μετέρχομαι]]; – nach Etwas gehen, um es zu holen, μετῇσαν στρώματα, Ar. Equ. 603; Her. 3, 15. 28. 9, 33; τὰ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ, Xen. Hell. 2, 11, 6. – 3) übergehen zu etwas Anderem, Luc. Prom. 18; [[πρός]] τινα, zu Einem übertreten, zu dessen Partei, Hdn. 5, 4, 11. – 4) <b class="b2">zurückkehren</b>; [[ἐκεῖσε]] τοῦ λόγου [[μέτειμι]] Ar. Nubb. 1390; Sp. – Adj. verb. [[μετιτέον]], D. L. 6, 5. (s. [[εἰμί]]), unter, zwischen Mehreren sein, zusammen sein, Umgang oder Verkehr mit ihnen haben; ὄφρ' ἂν ἔγωγε ζωοῖσιν [[μετέω]], Il. 22, 388, wie [[ὄφρα]] ζωοῖσι [[μετείω]], 23, 47, [[οὔτοι]] ἔτι ζωοῖσι μετέσσομαι, Od. 14, 487, so lange ich am Leben bin; οἷς δ' ὁ [[γέρων]] μετέῃσιν, Il. 3, 109; ἵν' ἀθανάτοισι μετείη, Od. 15, 251; θανὼν φθιμένοισι μετείην, 24, 436; Δαναοῖσιν ἀριστῆες μετέασιν, Il. 7, 227, öfter; vgl. Her. 1, 171; absolut οὐ γὰρ [[παυσωλή]] γε μετέσσεται, es wird keine Rast dazwischen stattfinden, Il. 2, 386; – μέτεστί μοί τινος, ich habe Antheil, Anspruch an Etwas, τί τοῦδέ σοι μέτεστι πράγματος Aesch. Eum. 545; κἀμοὶ πόλεως μέτεστι Soph. O. R. 630; O. C. 754; οὐ μετῆν αὐτοῖσι τήν γ' ἐμὴν κτανεῖν, El. 526, d. i. es stand nicht in ihrer Macht, sie hatten nicht das Recht; vollständig sagt Eur. μέτεστιν ὑμῖν τῶν πεπραγμένων [[μέρος]], I. T. 1299; Her. 6, 107; μέτεστί μοι τούτου, Ar. Av. 1666; ὡς οὐ μετὸν αὐτοῖς Ἐπιδαύρου, da sie kein Anrecht auf Epidaurus hätten, Thuc. 1, 28; vgl. Plat. Polit. 275 d Legg. X, 900 d; ὅτῳ ἀξίως τούτου τοῦ πράγματος μέτεστι, Plat. Phaed. 61 c; Parm. 141 d u. öfter; auch ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μέτεστι, Apol. 19 c; μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον, Thuc. 2, 37; Xen. Hier. 4, 2; φροντίδων οὐ μετῆν αὐτῇ, sie hatte keine Sorgen, Xen. Cyr. 7, 2, 28; An. 3, 1, 20 u. öfter; Sp., μόνοις ἀνθρώποις μέτεστι νοῦ καὶ λογισμοῦ, Pol. 6, 6, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0157.png Seite 157]] (s. [[εἶμι]]), 1) zwischen, unter Mehreren gehen, [[ῥεῖα]] [[μετεισάμενος]] κρατερὰς ὤτρυνε φάλαγγας, leicht dazwischen wandelnd, Il. 13, 90. 17, 285. – 2)<b class="b2"> nachgehen</b>, hinterhergehen, ἢ ἴθ', ἐγὼ δὲ [[μέτειμι]], ich werde nachgehen, folgen, Il. 6, 341; [[πόλεμόνδε]], nach dem Kriege, in den Krieg gehen, 13, 298. – Dah. verfolgen, nachsetzen, auch rächen, bestrafen, τινά, Aesch. Ag. 1651, τοῦ πατρὸς τοὺς αἰτίους, Ch. 271; auch δίκας [[μέτειμι]] τόνδε φῶτα, Eum. 222; vgl. Soph. Δίκη μέτεισιν οὐ μακροῦ χρόνου, El. 469; δόλῳ [[μέτειμι]] καὶ σιγῇ φόνον, Eur. Med. 391, u. δίκῃ μέτειμί τινα, Bacch. 346; auch τῶν δ' ἄποιν' ὑβρισμάτων μέτεισι Διόνυσός σε, ib. 517; so Plat. Legg. VI, 154 e u. Sp., wie Luc. D. D. 6, 2 u. öfter; – [[ἴχνος]], einer Spur nachgehen, sie verfolgen, Plat. Phaedr. 276 d; dah. τέχνην ῥητορικήν, d. i. die Rhetorik betreiben, Phaedr. 263 b u. öfter; ὀρθῶς μετιέναι τὴν σοφίαν, Xen. Mem. 4, 2, 9; Arist. de sens. 1; Luc. Icarom. 31; übh. untersuchen, behandeln in der Rede, Plat. Conv. 210 a Soph. 252 b u. Folgde; ὑπατείαν, sich um das Consulat bewerben, Plut.; mit Bitten angehen, ἕκαστον μετῄεσαν μὴ ἐπιτρέπειν, Thuc. 8, 73, vgl. 3, 70; auch τινὰ θυσίαις, Her. 7, 178, vgl. [[μετέρχομαι]]; – nach Etwas gehen, um es zu holen, μετῇσαν στρώματα, Ar. Equ. 603; Her. 3, 15. 28. 9, 33; τὰ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ, Xen. Hell. 2, 11, 6. – 3) übergehen zu etwas Anderem, Luc. Prom. 18; [[πρός]] τινα, zu Einem übertreten, zu dessen Partei, Hdn. 5, 4, 11. – 4) <b class="b2">zurückkehren</b>; [[ἐκεῖσε]] τοῦ λόγου [[μέτειμι]] Ar. Nubb. 1390; Sp. – Adj. verb. [[μετιτέον]], D. L. 6, 5. (s. [[εἰμί]]), unter, zwischen Mehreren sein, zusammen sein, Umgang oder Verkehr mit ihnen haben; ὄφρ' ἂν ἔγωγε ζωοῖσιν [[μετέω]], Il. 22, 388, wie [[ὄφρα]] ζωοῖσι [[μετείω]], 23, 47, [[οὔτοι]] ἔτι ζωοῖσι μετέσσομαι, Od. 14, 487, so lange ich am Leben bin; οἷς δ' ὁ [[γέρων]] μετέῃσιν, Il. 3, 109; ἵν' ἀθανάτοισι μετείη, Od. 15, 251; θανὼν φθιμένοισι μετείην, 24, 436; Δαναοῖσιν ἀριστῆες μετέασιν, Il. 7, 227, öfter; vgl. Her. 1, 171; absolut οὐ γὰρ [[παυσωλή]] γε μετέσσεται, es wird keine Rast dazwischen stattfinden, Il. 2, 386; – μέτεστί μοί τινος, ich habe Antheil, Anspruch an Etwas, τί τοῦδέ σοι μέτεστι πράγματος Aesch. Eum. 545; κἀμοὶ πόλεως μέτεστι Soph. O. R. 630; O. C. 754; οὐ μετῆν αὐτοῖσι τήν γ' ἐμὴν κτανεῖν, El. 526, d. i. es stand nicht in ihrer Macht, sie hatten nicht das Recht; vollständig sagt Eur. μέτεστιν ὑμῖν τῶν πεπραγμένων [[μέρος]], I. T. 1299; Her. 6, 107; μέτεστί μοι τούτου, Ar. Av. 1666; ὡς οὐ μετὸν αὐτοῖς Ἐπιδαύρου, da sie kein Anrecht auf Epidaurus hätten, Thuc. 1, 28; vgl. Plat. Polit. 275 d Legg. X, 900 d; ὅτῳ ἀξίως τούτου τοῦ πράγματος μέτεστι, Plat. Phaed. 61 c; Parm. 141 d u. öfter; auch ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μέτεστι, Apol. 19 c; μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον, Thuc. 2, 37; Xen. Hier. 4, 2; φροντίδων οὐ μετῆν αὐτῇ, sie hatte keine Sorgen, Xen. Cyr. 7, 2, 28; An. 3, 1, 20 u. öfter; Sp., μόνοις ἀνθρώποις μέτεστι νοῦ καὶ λογισμοῦ, Pol. 6, 6, 4.
}}
{{ls
|lstext='''μέτειμι''': (εἰμί, sum) εἶμαι [[μεταξύ]], [[μετὰ]] δοτ. πληθ., ἀθανάτοισι, ζωοῖσι, φθιμένοισι μετεῖναι, Ὅμ.· ἀπολ., οὐ γὰρ [[παυσωλή]] γε μετέσσεται, δὲν θὰ ὑπάρξῃ δι’ ἐμὲ [[ἀνάπαυλα]], διακοπὴ πρὸς ἀνάπαυσιν, Ἰλ. Β. 386. ΙΙ. ἀπροσ., μέτεστί μοί τινος, ἔχω [[μέρος]] τινὸς πράγματος, [[μετέχω]] τινὸς ἢ ἔχω ἀξιώσεις ἐπί τινος πράγματος, Διὸς Καρίου ἱρὸν [[ἀρχαῖον]], τοῦ Μυσοῖσι... καὶ Λυδοῖσι μέτεστι Ἡρόδ. 1. 171· καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., ποιηταῖς τε καὶ πεζογράφοις, τί τοῦδέ σοι μέτεστι πράγματος; Αἰσχύλ. Εὐμ. 575· κἀμοὶ πόλεως μ. Σοφ. Ο. Τ. 630, πρβλ. Ἀντ. 1072, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1666-7· - οὕτω μετοχ. οὐδ. ἐν χρήσει ἀπολ., οὐδέν... Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς χώρης Ἡρόδ. 9. 54, πρβλ. Θουκ. 1. 28, Πλάτ. Νόμ. 900D, κτλ. 2) [[ἐνίοτε]] τὸ [[μέρος]] προστίθεται κατ’ ὀνομαστ., ὁκόσον δέ μοι [[μέρος]] [τῆς γῆς τῆσδε] μετῆν Ἡρόδ. 6. 107, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1299, Πλάτ. Παρμ. 163C μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον (ἴδε [[ἴσος]] ΙΙ. 2), Θουκ. 2. 37, πρβλ. 5. 47· ἐμοὶ τοὺτων οὐδὲν μ. Πλάτ. Ἀπολ. 19C. 3) μετ’ ἀπαρ., τούτῳ τι μετέσται [[ψεῦδος]] ἀγαπᾶν...; θὰ [[εἶναι]] [[μέρος]] τῆς φύσεως [[αὐτοῦ]] νὰ ἀγαπᾷ τὸ [[ψεῦδος]]; ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 490Β.
}}
}}