τάσσω: Difference between revisions

15,425 bytes added ,  5 August 2017
6_5
(13_7_3b)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1072.png Seite 1072]] att. -ττω, aor. pass. ἐτάχθην, seltener ἐτάγην, Eur. fr. inc. 95 u. Perictyone in Stob. fl. 79, 50, – 1)<b class="b2"> ordnen, stellen</b>, in Ordnung stellen; bes. – a) Soldaten in Reih u. Glied, in Schlachtordnung stellen; ἀντηρέτας εἰς [[ἑπτατειχεῖς]] ἐξόδους τάξω μολών, Aesch. Spt. 266; τάξαι νεῶν στίφος μὲν ἐν στίχοις τρισίν, Pers. 358; πολεμίων στίχας, Eur. Heracl. 676; οὐδένα κόσμον ταχθέντες, in keine Ordnung gestellt, Her. 9, 69; εἰς μάχην στρατιάν, Xen. Cyr. 1, 6, 43; [[νῆες]] ἐφ' ἡμῖν τετάχαται, Thuc. 3, 13, vgl. προσέπιπτον ταῖς ἐφ' ἑαυτοὺς τεταγμέναις, 3, 78; ἐτετάχατο, 5, 6. 7, 4; Λυδοὺς πρὸς ἅπαντα τάττων, Plat. Polit. 262 e; u. med. sich ordnen, stellen, οἱ Πελοποννήσιοι [[εἴκοσι]] ναυσὶ πρὸς τοὺς Κερκυραίους ἐτάξαντο, Thuc. 3, 77; ἐπὶ τεσσάρων ταξάμενοι τὰς ναῦς, 2, 90, u. öfter. – b) überh. auf einen bestimmten Platz, Posten stellen; καὶ ταξιάρχας καὶ στρατάρχας ἔταξα, Aesch. frg. 168; οἱ τεταγμένοι βραβῆς, Soph. El. 699, vgl. 749; τάττειν τινὰ ἐπί τι, Einen wozu anstellen, wozu beordern, [[ἡμεῖς]] ἐφ' ᾡ τετάγμεθ' ἐκπονήσομεν, Eur. Ion 1040, wie Plat. Rep. I, 345 d; σὲ ἐπὶ τοῦτο τάττουσιν, Lys. 209 b; auch ἐπί τινος, Her. 5, 109, ihn wozu bestimmen; vgl. Dem. τὴν τάξιν, ἐφ' ἧς ὑμῖν τετάχθαι προσῆκεν [[ἕτερος]], 10, 47; τεταγμένος ἐπὶ τῶν πραγμάτων, Pol. 3, 12, 5; ἐπὶ τῆς πόλεως, 1, 45, 1; ἐφ' ἡγεμονίας, 2, 67, 5; – τάττειν ἑαυτὸν ἐπί τι od. [[πρός]] τι, sich wozu stellen, an einen bestimmten Ort begeben, bes. freiwillig übernehmen Etwas auszuführen; ἀλλ' ὅσα μὲν δεῖ ῥώμῃ πράττειν, ἐπὶ [[ταῦτα]] τεταξόμεθ' [[ἡμεῖς]], Ar. Av. 636; οὐδ' ἐφ' ἑνὶ τούτων πώποτ' ἐμαυτὸν ἔταξα, Dem. 8, 71; – τάττεσθαι ἐπί τινι, worüber gesetzt sein, es zu verwalten haben, ὁ τεταγμένος ἐπὶ τοῖς νόμοις, Plat. Legg. IV, 719 e; ἡ ἐπὶ τῷ σκληρῷ τεταγμένη [[αἴσθησις]], Rep. VII, 524 a; τοὺς ἐπὶ τούτοις τεταγμένους ἄρχοντας, Legg. XII, 952 e. – c) übertr., in eine Klasse setzen, wozu zählen, rechnen, ἐπί τι; auch τὸν Ὅμηρον ἐν τοῖς σοφωτάτοις τῶν ποιητῶν εἶναι τάττομεν, Aesch. 1, 142; τῆς πρώτης τεταγμένος, Lys. 16, 15; ὅσοι εἰς ὑπηρετικὴν ἑκόντες αὑτοὺς τάττουσι, Plat. Polit. 289 e, vgl. Apol. 28 d; τὴν σοφίαν ποῦ χοροῦ τάξομεν, Euthyd. 279 c; Folgde; vgl. ἑαυτὸν τάξας τῶν ἀπιστούντων εἶναι Φιλίππῳ, er stellte sich als Einer, der dem Philipp mißtraute, Dem. 19, 302. – 2) <b class="b2">verordnen</b>, verfügen, bestimmen, <b class="b2">befehlen</b>; mit accus. c. inf., Her. 3, 25; φωνεῖν ἐτάχθην πρὸς σοφοῦ διδασκάλου, Aesch. Eum. 269; [[ὅςπερ]] τέτακται τήνδε κυρῶσαι δίκην, 609; σέ νιν τάξω φυλάσσειν, Soph. G. C. 645; ταχθεὶς τόδ' ἔρδειν, Phil. 6; O. C. 855; τὸ ταχθὲν τελεῖν, das Befohlene, Ai. 524; ἡμᾶς πομποὺς κόρης τάσσουσιν εἶναι, Eur. Hec. 223; auch μέτρ' ἀνθρώποισι καὶ μέρη σταθμῶν [[ἰσότης]] ἔταξε, Phoen. 545; κόσμον ὅντιν' ἂν τάξῃ [[πόλις]], Suppl. 245; μισθόν, Rhes. 165; – auch ἑκάστῳ ἔταξαν [[δέκα]] προσελἑσθαι, Xen. Cyr. 1, 5, 5; daher οἷς ἐτέτακτο παραβοηθεῖν, Thuc. 3, 22; ὁ [[νόμος]] οὕτω τάττει, Plat. Lach. 199 a; ὅσαπερ ἂν [[νομοθέτης]] αἰσχρὰ εἶναι καὶ κακὰ τάττῃ, Legg. V, 728 a; τάξαντες τὰς ἑορτάς, VII, 799 b; αὕτη ἡ ὁίκη αὐτοῖς ὑπὸ τῶν δικαστῶν ἐτάχθη, Phaed. 114 b; μεγάλας τάττουσιν οἱ νόμοι τιμωρίας, Dem. 18, 12, u. öfter; τὰ τεταγμένα ποιεῖν, Xen. Cyr. 1, 2, 5 u. öfter; bes. τινὶ [[φόρον]], Jem. eine bestimmte Abgabe auflegen, Dem. 23, 209 u. Aesch. 2, 23; τάξας ἔτειον δασμὸν εἰς δόμους φέρειν, Eur. Rhes. 435; χρήματα τοῖς πᾶσι τάξαντες φέρειν, Thuc. 1, 19; Isocr. 4, 120; [[φόρον]] φέρειν ταχθῆναι, Her. 3, 97, mit einer Abgabe belegt werden; u. med., [[φόρον]] τάξασθαι, sich selbst eine Abgabe auflegen, sich zu einer Abgabe verstehen u. sie entrichten, 3, 13. 4, 165; τάξασθαι εἰς δωρεήν, sich zu einem Geschenke verpflichten, 3, 97; ἐτάξατο φόρους οἱ προσιέναι κατὰ ἔθνεα, er setzte fest, ordnete an, 3, 89; τάξασθαι ζημίαν, eine Strafe auflegen, um sie für sich einzutreiben, 2, 65; χρήματα ὅσα ἔδει ἀποδοῦναι [[αὐτίκα]] ταξάμενοι, Thuc. 1, 101, vgl. 117. – Med. auch = mit einem Andern für sich Etwas festsetzen, sich mit ihm abfinden, bes. sich über einen Zahlungstermin zur Abtragung einer Schuld verabreden, ταξάμενος [[ἀποδίδωμι]], ich zahle in festgesetzten Terminen ab, Thuc. 3, 70, vgl. 1, 117; χρόνῳ τεταγμένῳ, in festgesetzter Zeit, Aesch. Eum. 906; Her. 2, 41, oft; ἐν τοῖς τεταγμένοις ἔτεσιν, Plat. Legg. VII, 810 b, wie τεταγμένους τοῦ βίου χρόνους, Tim. 89 b; ταξάμενοι [[πλῆθος]] χρημάτων, Rep. VIII, 551 b; μισθὸν τῆς φυλακῆς, III, 416 d; Men. 91 b; vgl. τάσσειν ναύτῃ δραχμήν, Xen. Hell. 1, 5, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1072.png Seite 1072]] att. -ττω, aor. pass. ἐτάχθην, seltener ἐτάγην, Eur. fr. inc. 95 u. Perictyone in Stob. fl. 79, 50, – 1)<b class="b2"> ordnen, stellen</b>, in Ordnung stellen; bes. – a) Soldaten in Reih u. Glied, in Schlachtordnung stellen; ἀντηρέτας εἰς [[ἑπτατειχεῖς]] ἐξόδους τάξω μολών, Aesch. Spt. 266; τάξαι νεῶν στίφος μὲν ἐν στίχοις τρισίν, Pers. 358; πολεμίων στίχας, Eur. Heracl. 676; οὐδένα κόσμον ταχθέντες, in keine Ordnung gestellt, Her. 9, 69; εἰς μάχην στρατιάν, Xen. Cyr. 1, 6, 43; [[νῆες]] ἐφ' ἡμῖν τετάχαται, Thuc. 3, 13, vgl. προσέπιπτον ταῖς ἐφ' ἑαυτοὺς τεταγμέναις, 3, 78; ἐτετάχατο, 5, 6. 7, 4; Λυδοὺς πρὸς ἅπαντα τάττων, Plat. Polit. 262 e; u. med. sich ordnen, stellen, οἱ Πελοποννήσιοι [[εἴκοσι]] ναυσὶ πρὸς τοὺς Κερκυραίους ἐτάξαντο, Thuc. 3, 77; ἐπὶ τεσσάρων ταξάμενοι τὰς ναῦς, 2, 90, u. öfter. – b) überh. auf einen bestimmten Platz, Posten stellen; καὶ ταξιάρχας καὶ στρατάρχας ἔταξα, Aesch. frg. 168; οἱ τεταγμένοι βραβῆς, Soph. El. 699, vgl. 749; τάττειν τινὰ ἐπί τι, Einen wozu anstellen, wozu beordern, [[ἡμεῖς]] ἐφ' ᾡ τετάγμεθ' ἐκπονήσομεν, Eur. Ion 1040, wie Plat. Rep. I, 345 d; σὲ ἐπὶ τοῦτο τάττουσιν, Lys. 209 b; auch ἐπί τινος, Her. 5, 109, ihn wozu bestimmen; vgl. Dem. τὴν τάξιν, ἐφ' ἧς ὑμῖν τετάχθαι προσῆκεν [[ἕτερος]], 10, 47; τεταγμένος ἐπὶ τῶν πραγμάτων, Pol. 3, 12, 5; ἐπὶ τῆς πόλεως, 1, 45, 1; ἐφ' ἡγεμονίας, 2, 67, 5; – τάττειν ἑαυτὸν ἐπί τι od. [[πρός]] τι, sich wozu stellen, an einen bestimmten Ort begeben, bes. freiwillig übernehmen Etwas auszuführen; ἀλλ' ὅσα μὲν δεῖ ῥώμῃ πράττειν, ἐπὶ [[ταῦτα]] τεταξόμεθ' [[ἡμεῖς]], Ar. Av. 636; οὐδ' ἐφ' ἑνὶ τούτων πώποτ' ἐμαυτὸν ἔταξα, Dem. 8, 71; – τάττεσθαι ἐπί τινι, worüber gesetzt sein, es zu verwalten haben, ὁ τεταγμένος ἐπὶ τοῖς νόμοις, Plat. Legg. IV, 719 e; ἡ ἐπὶ τῷ σκληρῷ τεταγμένη [[αἴσθησις]], Rep. VII, 524 a; τοὺς ἐπὶ τούτοις τεταγμένους ἄρχοντας, Legg. XII, 952 e. – c) übertr., in eine Klasse setzen, wozu zählen, rechnen, ἐπί τι; auch τὸν Ὅμηρον ἐν τοῖς σοφωτάτοις τῶν ποιητῶν εἶναι τάττομεν, Aesch. 1, 142; τῆς πρώτης τεταγμένος, Lys. 16, 15; ὅσοι εἰς ὑπηρετικὴν ἑκόντες αὑτοὺς τάττουσι, Plat. Polit. 289 e, vgl. Apol. 28 d; τὴν σοφίαν ποῦ χοροῦ τάξομεν, Euthyd. 279 c; Folgde; vgl. ἑαυτὸν τάξας τῶν ἀπιστούντων εἶναι Φιλίππῳ, er stellte sich als Einer, der dem Philipp mißtraute, Dem. 19, 302. – 2) <b class="b2">verordnen</b>, verfügen, bestimmen, <b class="b2">befehlen</b>; mit accus. c. inf., Her. 3, 25; φωνεῖν ἐτάχθην πρὸς σοφοῦ διδασκάλου, Aesch. Eum. 269; [[ὅςπερ]] τέτακται τήνδε κυρῶσαι δίκην, 609; σέ νιν τάξω φυλάσσειν, Soph. G. C. 645; ταχθεὶς τόδ' ἔρδειν, Phil. 6; O. C. 855; τὸ ταχθὲν τελεῖν, das Befohlene, Ai. 524; ἡμᾶς πομποὺς κόρης τάσσουσιν εἶναι, Eur. Hec. 223; auch μέτρ' ἀνθρώποισι καὶ μέρη σταθμῶν [[ἰσότης]] ἔταξε, Phoen. 545; κόσμον ὅντιν' ἂν τάξῃ [[πόλις]], Suppl. 245; μισθόν, Rhes. 165; – auch ἑκάστῳ ἔταξαν [[δέκα]] προσελἑσθαι, Xen. Cyr. 1, 5, 5; daher οἷς ἐτέτακτο παραβοηθεῖν, Thuc. 3, 22; ὁ [[νόμος]] οὕτω τάττει, Plat. Lach. 199 a; ὅσαπερ ἂν [[νομοθέτης]] αἰσχρὰ εἶναι καὶ κακὰ τάττῃ, Legg. V, 728 a; τάξαντες τὰς ἑορτάς, VII, 799 b; αὕτη ἡ ὁίκη αὐτοῖς ὑπὸ τῶν δικαστῶν ἐτάχθη, Phaed. 114 b; μεγάλας τάττουσιν οἱ νόμοι τιμωρίας, Dem. 18, 12, u. öfter; τὰ τεταγμένα ποιεῖν, Xen. Cyr. 1, 2, 5 u. öfter; bes. τινὶ [[φόρον]], Jem. eine bestimmte Abgabe auflegen, Dem. 23, 209 u. Aesch. 2, 23; τάξας ἔτειον δασμὸν εἰς δόμους φέρειν, Eur. Rhes. 435; χρήματα τοῖς πᾶσι τάξαντες φέρειν, Thuc. 1, 19; Isocr. 4, 120; [[φόρον]] φέρειν ταχθῆναι, Her. 3, 97, mit einer Abgabe belegt werden; u. med., [[φόρον]] τάξασθαι, sich selbst eine Abgabe auflegen, sich zu einer Abgabe verstehen u. sie entrichten, 3, 13. 4, 165; τάξασθαι εἰς δωρεήν, sich zu einem Geschenke verpflichten, 3, 97; ἐτάξατο φόρους οἱ προσιέναι κατὰ ἔθνεα, er setzte fest, ordnete an, 3, 89; τάξασθαι ζημίαν, eine Strafe auflegen, um sie für sich einzutreiben, 2, 65; χρήματα ὅσα ἔδει ἀποδοῦναι [[αὐτίκα]] ταξάμενοι, Thuc. 1, 101, vgl. 117. – Med. auch = mit einem Andern für sich Etwas festsetzen, sich mit ihm abfinden, bes. sich über einen Zahlungstermin zur Abtragung einer Schuld verabreden, ταξάμενος [[ἀποδίδωμι]], ich zahle in festgesetzten Terminen ab, Thuc. 3, 70, vgl. 1, 117; χρόνῳ τεταγμένῳ, in festgesetzter Zeit, Aesch. Eum. 906; Her. 2, 41, oft; ἐν τοῖς τεταγμένοις ἔτεσιν, Plat. Legg. VII, 810 b, wie τεταγμένους τοῦ βίου χρόνους, Tim. 89 b; ταξάμενοι [[πλῆθος]] χρημάτων, Rep. VIII, 551 b; μισθὸν τῆς φυλακῆς, III, 416 d; Men. 91 b; vgl. τάσσειν ναύτῃ δραχμήν, Xen. Hell. 1, 5, 4.
}}
{{ls
|lstext='''τάσσω''': Ἀττικ. -ττω· μέλλ. τάξω· ἀόρ. ἔταξα· - ἅπαντα Ἀττ.: πρκμ. τέτᾰχα Ξεν. Οἰκ. 4, 5, (συν-) Πλάτ. Νόμ. 625C. - Μέσ., μέλλ. τάξομαι (ἐπὶ παθητ. σημασ.), Ἑβδ. ἀόρ. ἐταξάμην Ἡρόδ., Ἀττικ. - Παθ., μέλλ. ταχθήσομαι Διόδ. 11. 41, (ἐπι-) Θουκ. 4. 140, κλπ.· μεταγεν. ταγήσομαι Ὀρειβάσ.· γ΄ μέλλ. τετάξομαι Εὐρ. Ι. Τ. 1046, Θουκ. 5. 71, Ἀριστοφ. Ὄρν. 636· ἀόρ. ἐτάχθην Ἡρόδ., Ἀττ.· σπανίως ἐτάγην [ᾰ] Εὐρ. Ἀποσπ. 957 Wagn., Περικτιόνη παρὰ Στοβ. 457. 53, Πλούτ. 2. 965Ε· πρκμ. τέταγμαι Πίνδ., Ἀττ.· γ΄ πληθ. [[τετάχαται]] Θουκ. 3, 13, Ξεν.· γ΄ πληθ. ὑπερσ. τετάχατο Θουκ. 5. 6., 7. 5. (Ἐκ τῆς √ΤΑΓ, πρβλ. τᾰγῆναι, ταγή, ταγός, τάγμα). Βάλλω εἰς τάξιν, τακτοποιῶ, [[παρατάσσω]] εἰς τάξιν μάχης, ἐπί τε στρατευμάτων καὶ ἐπὶ πλοίων, τὴν στρατιὴν Ἡρόδ. 1. 191· τοὺς ὁπλίτας Θουκ. 4. 9· νεῶν [[στῖφος]] ἐν στίχοις τρισὶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 366· πολεμίων στίχας Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 676· τ. εἰς μάχην στρατιὰν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43· ἀπολ., Ἰσοκρ. 380Β. - Παθ., παρατάσσομαι, εἰς μάχην Ἡρόδ. 1. 80 οὐδένα κόσμον ταχθέντες ὁ αὐτ. 9. 69· ἐπὶ τεττάρων ταχθῆναι, εἰς τέσσαρας σειράς, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 15· ἐπὶ μιᾶς ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 6, 29· ἐπὶ κέρως τεταγμένας Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 4· κατὰ μίαν τεταγμένοι, εἰς μίαν γραμμήν, Θουκ. 2. 84, πρβλ. 6. 67· ἀπολ., τεταγμένοι, παρατεταγμένοι, συντεταγμένοι, ἀντίθετ. τῷ ἄτακτοι, ὁ αὐτ. 2. 81, Ξεν., κλπ.· - οὕτω παρὰ Θουκ. τὸ [[μέσον]], συντάσσομαι, παρατάσσομαι, εἰς μάχην, 1. 48, 4. 11, κτλ.· ἐς μάχην 2. 20· τάξασθαι κύκλον, εἰς [[σχῆμα]] κύκλου, 2. 83., 3. 78, τάξασθαι οὐχ ὁμοίως 5. 68· [[εἴκοσι]] ναυσὶν ἐτάξαντο 3. 77· - ἀλλ’ ἐν 2. 90 [[εἶναι]] ἐν χρήσει μεταβ., ἐπὶ τεσσάρω ταξάμενοι τὰς [[ναῦς]], παρατάξαντες τὰς [[ναῦς]] εἰς τέσσαρας γραμμάς, πρβλ. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 664. 2) τοποθετῶ, βάλλω, τὰς καμήλους [[ἀντία]] τῆς ἵππου Ἡρόδ. 1. 80· τινὰ ἐπί τινος, ἐπί τινι ἢ ἐπί τινα, τὸν ἕνα [[ἐναντίον]] τοῦ ἄλλου, ὁ αὐτ. 5. 109, Αἰσχύλ. Θήβ. 448, 284, πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 749, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 9, κλπ.· ([[ἀλλά]], τ. τινὰ ἐπὶ τοὺς ἱππέας, [[ὁρίζω]] τινὰ [[ὅπως]] διοικῇ καὶ διευθύνῃ αὐτούς, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 4, 20) τινὰ [[πρός]] τινα [[αὐτόθι]] 1. 7, 34, Πλάτ. Πολιτ. 262Ε· - τοποθετῶ τινα εἰς θέσιν τινὰ ἐν τῷ στρατῷ, οὐδ’ ἦλθεν εἰς τὸν Πειραιᾶ. οὐδ’ ἔστιν [[ὅπου]] ἑαυτὸν ὑμῖν τάξαι παρέσχε Λυσί. 187. 35, Λυκοῦργ. κ. Λεωκρ. 43. - Παθ., τοποθετοῦμαι, τῇ οὐδεὶς ἐτέτακτο Ἡρόδ. 1. 84, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 381· ἐς τὸ [[οὖρος]] Ἡρόδ. 7. 212· [[ἀλλά]], ἐς τὸ πεζὸν ἢ ἐς π. τετάχθαι ἢ ταχθῆναι, ὑπηρετῶ ὡς πεζὸς [[στρατιώτης]], ἐν τῷ πεζικῷ, [[αὐτόθι]] 21. 81· [[πεζῇ]] 5. 109· ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν 7. 208· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., τῆς πρώτης τάξεως (ἢ [[ἁπλῶς]] τῆς πρώτης) τετάχθαι Λυσί. 140. 31., 147. 12· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., τάξιν τινὰ ταχθῆναι Πλάτ. Φαῖδρ. 247Α, κτλ.· - [[συχν]]. μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ταχθῆναι ἢ τετάχθαι ἐπί τινα, [[ἐναντίον]] τινός, Θουκ. 3. 78, Ξεν., κλπ.· [[ὡσαύτως]], ἐπί τινι Αἰσχύλ. Θήβ. 448, Θουκ. 3. 13, πρβλ. 2. 70, κλπ.· ἀλλὰ καί, τοποθετοῦμαι εἴς τινα θέσιν, ἐφ’ ἑπτὰ πύλαις Σοφ. Ἀντ. 142· ἐπ’ εὐωνύμῳ κέρατι, ἐν τῷ ἀριστερῷ κέρατι, Ξεν. Οἰκ. 4, 19 ([[οὕτως]], ἐπὶ τοῦ λαιοῦ κέρως Πολύβ. 1. 34, 4· δεξιὸν τ. [[κέρας]] Εὐρ. Ἱκ. 657)· - τ. κατά τινα, ἀπέναντί τινος..., Ἡρόδ. 8. 85, Ξεν.· - τ. μετά τινα, ὄπισθέν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 2, 4· ([[οὕτως]], ἐπί τινι ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 13, 7) - μετά τινος, πλησίον [[αὐτοῦ]], μὲ τὸ [[μέρος]] [[αὐτοῦ]], Πολύβ. 2. 67, 2, κλπ., πρβλ. Θουκ. 2. 63· - οὕτω, σύν τινι Ξεν. Ἀν. 3. 2, 17, κλπ.· - παρὰ τὸν ποταμὸν Ἡρόδ. 9. 15· περὶ τὸ Ἡραῖον [[αὐτόθι]] 69, πρβλ. 8. 76· - [[ὡσαύτως]], τ. ἑαυτόν, λαμβάνειν θέσιν, ἐν πᾶσι, [[πανταχοῦ]], Δημ. 302. 6· τ. ἑαυτὸν εἴς τι Πλάτ. Πολιτικ. 289Ε· [[πρός]] τινα, οὐν τινι, ἐνεργῶ μετά τινος, Δείναρχ. 110. 33, Διον. Ἁλ. 8. 47. ΙΙ. [[διορίζω]] εἴς τινα ὑπηρεσίαν στρατιωτικὴν ἢ πολιτικήν, τὸ δὲ τελευταῖον τοῦτο ἐλήφθη μεταφορικῶς, ἐκ τοῦ προτέρου, τ. τινὰ ἐπί τινος, [[διορίζω]] τινὰ εἴς τι [[πρᾶγμα]], εἴς τινα ὑπηρεσίαν, εἴς τι [[ἔργον]], Δημ. 143, 23, Πολύβ. 5. 65, 7, Πλούτ., κλπ.· ἐπί τινι Αἰσχύλ. Πέρσ. 298, Εὐρ. Ἴων. 1140, Ξεν., κλπ.· ἐπί τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 6. 6, Ἰσοκρ. 112Ε. Πλάτ., κλπ.· - [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]], τ. ἑαυτὸν ἐπί τι, ἀναλαμβάνειν [[ἔργον]] τι, Πλάτ. Πολ. 371C, Δημ., κλπ.· [[πρός]] τι Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6. - Παθ., τέταγμαι ἐπί τινι, εἶμαι διωρισμένος εἴς τι [[ἔργον]], Ἡρόδ. 1. 191., 2. 38, Αἰσχύλ. Πέρσ. 298, Ξενοφ., κλπ.· ἐπί τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 637, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24, κλπ.· [[ὡσαύτως]], ἐπί τινος Πολύβ. 3. 12, 5· ὁ πρὸς τοῖς γράμμασι τεταγμένος, [[γραμματεύς]], ὁ αὐτ. 15. 27, 7, κλπ. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., [[διορίζω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, τάττετέ με ἡγεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 3. 1, 25· καὶ ἐν τῷ παθ. τύπῳ, διορίζομαι νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 279, 639, κλπ.· τασσόμενος πορεύεσθαι... Ξεν. Κύρ. 4. 5, 11, κλπ.· - [[ὡσαύτως]] ([[ἄνευ]] ἀπαρεμφ.), τ. τινὰ ἄρχοντα [[[εἶναι]]], [[διορίζω]] τινὰ διοικητήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 1. 24· οἱ τεταγμένοι βραβεῖς (ὀρθότερ. βραβῆς) Σοφ. Ἠλ. 709, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb., πρβλ. 759· πρέσβεις ταχθέντες Δημ. 363. 3· οὕτω, τοῦτο τετάγμεθα (ἐξυπακουομ. ποιεῖν) Εὐρ. Ἄλκ. 49. 3) μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμφ. [[ὡσαύτως]], παραγέλλω, [[διατάσσω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 3. 25, Σοφ. Ο. Κ. 639, Εὐρ. Ἑκ. 223, Ξεν., κλπ.· [[ὡσαύτως]], τ. τινὶ ποιεῖν τι Ἡρόδ. 2. 124, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 5, κλπ. - Παθητ., ἐτάχθην ἢ τέταγμαι ποιεῖν τι Ἡρόδ. 3. 133., 8. 13, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 279, κλπ.· [[ὡσαύτως]], τεταγμένος ποιῶ τι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 504· [[ὡσαύτως]] ἀπροσ., ἴωμεν..., ἵν’ ἡμῖν τέτακται (ἐξυπακ. ἰέναι) Σοφ. Φιλ. 1180· οἷς ἐτέτακτο βοηθεῖν Θουκ. 3. 22· τοῖς δὲ τέτακται ἕπεσθαι Ξεν. Λακ. 11, 6· - [[ὡσαύτως]] παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., κόσμον... ὅντιν’ ἂν τάξῃ [[πόλις]] (ἐξυπακ. φυλάσσειν) Εὐρ. Ἱκέτ. 245, πρβλ. 460, Ἐλ. 1390, κλπ.· τάσσομαι ἐπ’ Αἴγυπτον, διατάσσομαι, παραγγέλλομαι νὰ [[ὑπάγω]] εἰς Αἴγυπτον, Ἡρόδ. 3. 62, πρβλ. 68., 6. 48. 4) [[κατατάσσω]], [[οὐδαμῶς]] γε [[τάττω]] ἐμαυτὸν εἰς τὴν τῶν ἄρχειν βουλομένων τάξιν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1. 8· εἰς τοὺς ἀρχικοὺς [[αὐτόθι]] 7· οὐδὲ εἰς τὴν δουλείαν αὖ ἐμαυτὸν [[τάττω]] [[αὐτόθι]] 11, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 289Ε, κλπ.· τ. τινὰ ἐν τοῖς πρεσβυτάτοις Αἰσχίν. 20. 4· ὃς γὰρ αὐτὸν τάξας τῶν ἀπιστούντων [[εἶναι]] Φιλίππῳ Δημ. 438. 5· εἰς ταὐτὸ τ. τὴν εὐτυχίαν τῇ εὐδαιμονίᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 17. Παθ., πρὸς τὴν ξυμμαχίαν ταχθῆναι Θουκ. 3. 86. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, θέτω τι κατά τινα τάξιν, χωρὶς τ. Ἡρόδ. 7. 36· [[μέσον]] τ. τι Εὐρ. Ἑλ. 908· πρῶτον τ. τι Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 9· [[ἐναντίον]] ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 3, 45· τ. τι ἐπί τινος, [[κατατάσσω]] τι εἴς τι, ἔταττον γὰρ τὸ ὀρχεῖσθαι ἐπὶ τοῦ κινεῖσθαι καὶ ἐρεθίζεσθαι Ἀθήν. 21Α· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., τετάχθαι κατά τινος Διον. Ἁλ. 2. 48 [[ἔμπροσθεν]] τ. τινος Πλάτ. Νόμ. 631D, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 1. 7, κλπ. β) μετ’ ἀπαρ. καὶ ἐπιθ., [[ὁρίζω]], [[λέγω]] ὅτι εἶναί τι..., [[ἅπερ]] ἂν ... αἰσχρὰ [[εἶναι]] καὶ κακὰ τάττῃ Πλάτ. Νόμ. 728Α· τά τε δίκαια ταχθέντα [[εἶναι]] καὶ ἄδικα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 305Β. 2) [[διορίζω]], [[προσδιορίζω]], διατάττω, τι Σοφ. Ἠλ. 709, Πλάτ., κλπ.· τ. τὰ περὶ τὰ τέκνα Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 5 ἀπολ., ὁ [[νόμος]] οὕτω τ. Πλάτ. Λάχ. 199Α· οὕτω τ. ὁ [[λόγος]] Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 12, 9· - Παθ., τὸ ταττόμενον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 766· τὸ ταχθὲν Σοφ. Αἴ. 5?8, κλπ.· τὰ τεταγμένα Ξεν., κλπ.· τοῖς ἐλευθέροις ἡ βελτίστη τροφὴ τέκταται Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 42. 3) ἐπὶ φόρων, ἐπὶ πληρωμῆς χρημάτων, [[ὁρίζω]] ποσόν τι ῥητόν, τ. τινὶ φόρον Ἀνδοκ. 30. 21, Αἰσχίν. 31. 20, πρβλ. Δημ. 690. 1· οὕτω, τ. δραχμήν τινι Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 4· μετ’ ἀπαρ., χρήματα τάξαντες φέρειν Θουκ. 1. 19, κλπ.· (καὶ ἐν τῷ παθ. τύπῳ, φόρον ἐτάχθησαν φέρειν Ἡρόδ. 3. 97)· τάσσειν ἀργυρίου, [[ὁρίζω]] τὴν τιμὴν εἰς ἥν..., Θουκ. 4. 26· - Παθ., τὸ ταχθὲν [[τίμημα]] Πλάτ. Πολ. 551Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 1, 8· τὸ τεταγμένον εἰσφέρειν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 10, 7· - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ἀναλαμβάνω]] νὰ πληρώσω, συναινῶ, φόρον τάξασθαι Ἡρόδ. 3. 13, 4, 35, 65· χρήματα ἀποδοῦναι ταξάμενοι Θουκ. 1. 101· ταξάμενοι κατὰ χρόνους, συμφωνήσαντες νὰ πληρώσωσιν ἐκ διαλειμμάτων, [[αὐτόθι]] 117, πρβλ. 3, 70· [[ὡσαύτως]], τάξασθαι ἐς τὴν δωρεὴν Ἡρόδ. 3. 97· - ἀλλ’ ἐν τῷ μέσ., [[ὡσαύτως]], ὡς ἐν τῷ ἐνεργ., ἐτάξατο φόρους οἱ προσιέναι [[αὐτόθι]] 89. β) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]] [[καθόλου]], συμφωνῶ, [[μένω]] [[σύμφωνος]], [[ὁρίζω]], μισθὸν τῆς φυλακῆς Πλάτ. Πολ. 416D τὰς τιμὰς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 743Ε, πρβλ. 844Β, C, κ. ἀλλ.· μετ’ ἀπαρ., Πολύβ. 17. 7, 7, κ. ἀλλ. 4) [[ἐπιβάλλω]] ποινάς, τ. δίκην Ἀριστοφ. Σφ. 1420, κτλ.· τ. ζημίαν, τιμωρίαν Πλάτ. Νόμ. 876C, Δημ. 500, 25· τ. θάνατον τὴν ζημίαν Λυκοῦργ. 156. 10· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡρόδ. 2. 65. β) [[ἐπιβάλλω]] νόμους, οὓς [νόμους] ἔταξεν αὐτοῖς Πλάτ. Νόμ. 772C. 5) ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ., ὡρισμένος, διωρισμένος, διαγεγραμμένος, διατεταγμένος, ὁ τεταγμένος [[χρόνος]] (ὡς τὸ τακτὸς) Ἡρόδ. 2. 41, κτλ.· ὥρα, [[ἡμέρα]], [[ἔτος]] Εὐρ. Βάκχ. 723, Ξεν., κτλ.· ἡ τετ. [[χώρα]] ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 3, 40, κλπ.· αἱ τετ. θυσίαι, αἰ ὡρισμέναι, συνήθεις, τακτικαὶ θυσίαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 3, 4· οἱ τετ. νόμοι Πλάτ. Κρίτων 50D· ἡ τετ. [[δίαιτα]], ἡ προδιαγεγραμμένη, ὡρισμένη, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 404Α· τὰ τετ. ὀνόματα, τὰ δεδεγμένα, παραδεδεγμένα, Ἰσοκρ. 190D· ἡ τεταγ. [[τέχνη]], κανονική, ὁ αὐτ. 293C· τεταγμένον, ἀντίθετον πρὸς τὸ ἄτακτον, Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 1. 10, 8· - πρβλ. [[τεταγμένως]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4.
}}
}}