συγκάθημαι: Difference between revisions

6_2
(13_5)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0963.png Seite 963]] (s. [[ἧμαι]]), zusammen od. mit einander sitzen, ἐν [[ὄρεσι]] συγκαθημένας, Eur. Bacch. 809; bes. gemeinschaftlich bei einer Arbeit sitzen, Her. 3, 68; περὶ εἰρήνης, sich versammelt haben, um zu unterhandeln, Thuc. 5, 55; vgl. Xen. An. 5, 7, 21; – zusammensinken, -fallen, sich zugleich senken, Strab. XVI; ἐς [[γόνυ]], Luc. pseudol. 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0963.png Seite 963]] (s. [[ἧμαι]]), zusammen od. mit einander sitzen, ἐν [[ὄρεσι]] συγκαθημένας, Eur. Bacch. 809; bes. gemeinschaftlich bei einer Arbeit sitzen, Her. 3, 68; περὶ εἰρήνης, sich versammelt haben, um zu unterhandeln, Thuc. 5, 55; vgl. Xen. An. 5, 7, 21; – zusammensinken, -fallen, sich zugleich senken, Strab. XVI; ἐς [[γόνυ]], Luc. pseudol. 20.
}}
{{ls
|lstext='''συγκάθημαι''': [[κυρίως]] πρκμ. τοῦ [[συγκαθέζομαι]], [[κάθημαι]] πλησίον τινὸς ἢ παραπλεύρως, Ἡρόδ. 3. 68, Εὐρ. Βάκχ. 810 ἐπὶ πολλῶν προσώπων [[ὁμοῦ]] καθημένων, Ξεν. Ἀν., 5. 7, 21· [[μάλιστα]] ἐπὶ πολλῶν συγκαθημένων [[ὅπως]] συσκεφθῶσι [[περί]] τινος, [[συνέρχομαι]], συσκέπτομαι, ἐν ἐκκλησιᾳ, [[συνεδριάζω]], ἐν τῇ Πυκνὶ Ἀριστοφ. Σφ. 32· ἐν συνεδρίῳ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 23· περὶ εἰρήνης Θουκ. 5. 55· ἀπολ., Αἰσχίν. 69. ἐν τέλει. ΙΙ. κοντοκαθίζω, [[κάθημαι]] στηριζόμενος ἐπὶ τῶν ποδῶν μου, ἐπὶ ζῴων, [[κάθημαι]] ἐπὶ τῶν ὀπισθίων ποδῶν, [[τελέως]] δὲ τὰ ὀπίσθια ταπεινότερα τῶν ἐμπροσθίων ἐστὶν [[ὥστε]] δοκεῖν συγκαθῆσθαι τῷ οὐραίῳ μέρει (περὶ καμηλοπαρδάλεως), Λατ. considere, Στράβ. 775· ἐς γόνυ συγκαθήμενος Λουκ. Ψευδολογιστ. 20.
}}
}}