σύμμετρος: Difference between revisions

6_15
(13_7_1)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0982.png Seite 982]] abgemessen wonach, verhältnißmäßig, dah. gleichmäßig, passend, angemessen; κηδείου τριχὸς συμμέτρου τῷ σῷ κάρᾳ, Aesch. Ch. 225; [[ἔπος]], Eum. 505; δαλὸν ἥλικα, σύμμετρόν τε διὰ βίου, Ch. 602, durch das Leben mit dauernd; ἔν τε γὰρ μακρῷ γήρᾳ ξυνᾴδει τῷδε τἀνδρὶ ξύμμετρος, Soph. O. R. 1113; ib. 84 ξύμμετρος γὰρ ὡς κλύειν, in verhältnißmäßiger Nähe, nahe genug, um hören zu können; εἰ [[σύμμετρος]] σῷ ποδὶ γενήσεται, Eur. El. 533; [[πρός]] τι, Plat. Legg. I, 625 d; [[δένδρον]] πολυκαρπότερον τοῦ ξυμμέτρου, Tim. 86 c; καὶ ἀνάλογα, 69 b; ὡς μήκει οὐ ξύμμετρος ἐκείναις, Theaet. 148 a; u. adv., συμμέτρως ἔχειν τάχους, Tim. 65 c, eine angemessene Geschwindigkeit haben; πόνοι, Isocr. 1, 12; λόγοι τοῖς ἀνδράσι, 4, 83, dem vorangehenden ἁρμόζοντες entsprechend. – Auch wie [[μέτριος]], mäßig, [[λίμνη]] [[σύμμετρος]] καὶ μικρά, Artemid. 2, 27; vgl. Xen. Oec. 8, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0982.png Seite 982]] abgemessen wonach, verhältnißmäßig, dah. gleichmäßig, passend, angemessen; κηδείου τριχὸς συμμέτρου τῷ σῷ κάρᾳ, Aesch. Ch. 225; [[ἔπος]], Eum. 505; δαλὸν ἥλικα, σύμμετρόν τε διὰ βίου, Ch. 602, durch das Leben mit dauernd; ἔν τε γὰρ μακρῷ γήρᾳ ξυνᾴδει τῷδε τἀνδρὶ ξύμμετρος, Soph. O. R. 1113; ib. 84 ξύμμετρος γὰρ ὡς κλύειν, in verhältnißmäßiger Nähe, nahe genug, um hören zu können; εἰ [[σύμμετρος]] σῷ ποδὶ γενήσεται, Eur. El. 533; [[πρός]] τι, Plat. Legg. I, 625 d; [[δένδρον]] πολυκαρπότερον τοῦ ξυμμέτρου, Tim. 86 c; καὶ ἀνάλογα, 69 b; ὡς μήκει οὐ ξύμμετρος ἐκείναις, Theaet. 148 a; u. adv., συμμέτρως ἔχειν τάχους, Tim. 65 c, eine angemessene Geschwindigkeit haben; πόνοι, Isocr. 1, 12; λόγοι τοῖς ἀνδράσι, 4, 83, dem vorangehenden ἁρμόζοντες entsprechend. – Auch wie [[μέτριος]], mäßig, [[λίμνη]] [[σύμμετρος]] καὶ μικρά, Artemid. 2, 27; vgl. Xen. Oec. 8, 13.
}}
{{ls
|lstext='''σύμμετρος''': -ον, ([[μέτρον]])· ― [[ἰσόμετρος]], [[ἀνάλογος]], ξύμμετρος σῷ ποδὶ (ἐξυπακ. ἡ βάσις) Εὐρ. Ἠλ. 533· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ [[μέτρον]] ἢ [[μέγεθος]] μετά τινος, [[ἰσόμετρος]], [[ἰσομεγέθης]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπάσ. 677· σκέψαι κόμῃ προσθεῖσα βόστρυχον τριχὸς σαυτῆς ἀδελφοῦ ξύμμετρον τῷ σῷ κάρᾳ, ἀκριβῶς ὅμοιον πρὸς τὴν κεφαλήν σου, Αἰσχύλ. Χο. 229 ― ἐπὶ χρόνου, μεμετρημένος [[πρός]] τι, [[ἰσόχρονος]], δαλὸν ἥλικα σύμμετρόν τε διαὶ βίου [[αὐτόθι]] 612· τῷδε τἀνδρὶ ξ., ἔχων τὴν αὐτὴν ἡλικίαν καί τις [[ἄλλος]], Σοφ. Ο. Τ. 1113· [[ποία]] [[σύμμετρος]] προὔβην τύχῃ; ἐν συμπτώσει πρὸς ποίαν τύχην; δηλ. ἀκριβῶς εἰς τὴν κατάλληλον στιγμήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 387, πρβλ. Εὐριπ. Ἄλκ. 26 (κατωτ. ΙΙΙ). 2) παρὰ τοῖς Μαθηματικοῖς, ὁ ἔχων κοινόν τι [[μέτρον]], σύμμετροι αἱ τῷ αὐτῷ μέτρῳ μετρούμεναι (ἐξυπακ. γραμμαὶ) Ἀριστ. π. Ἀτόμων γραμμῶν˙ [[συχνάκις]] λέγεται ἐπὶ τῆς σχέσεως τῆς διαμέτρου τοῦ κύκλου πρὸς τὴν περιφέρειαν [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 23, 9, Φυσ. 4. 12, 16, Ρητ. 2. 19, 5˙ [τὸ [[νόμισμα]]] πάντα ποιεῖ σύμμετρα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 5. 5, 15˙ μήκει οὐ ξύμμετροι τῇ ποδιαίᾳ Πλάτ. Θεαίτ. 147D, πρβλ. 148Α, ἴδε [[ποδιαῖος]] 2. 3) ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ [[μέτρον]], παρὰ τῷ Bgk. Lyr. σ. 152. ΙΙ. [[ἀνάλογος]] [[πρός]] τι, ἀκριβῶς [[κατάλληλος]], λόγοι ἀνδρὶ σ. Ἰσοκρ. 57C, πρβλ. 104D, 260D˙ γῆ θηρίοις σ. Στράβ. 697˙ σ. [[πρός]] τι Πλάτ. Νόμ. 625D, Τίμ. 67C. 2) ἀπολ., ὁ ἔχων τὸ προσῆκον [[μέτρον]], τὴν προσήκουσαν ἀναλογίαν, [[μέτριος]], ἀντίθετον τῷ ὑπερβάλλων καὶ τῷ ἐλλείπων, [[συχν]]. παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ.˙ τὸ ξ. καὶ καλὸν Πλάτ. Φίληβ. 66Β. 3) [[καθόλου]], ἁρμόζων, [[κατάλληλος]], προσήκων, [[πρέπων]], ξύμμετρον δ’ [[ἔπος]] [[λέγω]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 531˙ [[δένδρον]] πολυκαρπότερον τοῦ συμμέτρου Πλάτ. Τίμ. 86C˙ ― [[σύμμετρος]] ὡς κλύειν, εἰς προσήκουσαν ἀπόστασιν [[ὥστε]] νὰ ἀκούῃ τις, Σοφ. Ο. Τ. 84. 4) [[μέτριος]], πόνοι Ἰσοκρ. 4C˙ [[ὥστε]] σύμμετρον... τὸ [[πνεῦμα]]... ποιεῖν Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 2. 26˙ σ. [[στέγη]], μετρία τὸ [[μέγεθος]], Ξεν. Οἰκ. 8, 13˙ [[δένδρον]] Πλάτ. Τίμ. 86C. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τρως, Ἰσοκρ. 9Β, κτλ.˙ κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, Εὐρ. Ἄλκ. 26˙ σ. [[πρός]] τι, προσφόρως, καταλλήλως, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740 σ. ἔχειν [[πρός]] τι, ἐν προσήκοντι μέτρῳ…, Ξεν. Ἱππ. 1, 16˙ εἴς τι Ἀριστ. π. Θαυμασ. 51˙ σ. ἔχειν πάχους Πλάτ. Τίμ. 85C˙ τὸ [[μετὰ]] νοῦ καὶ τὸ συμμέτρως Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 36. ― Συγκρ. -ότερον, ἁρμοδιώτερον, τινι Δημ. 1409. 22.
}}
}}