ἐνοχλέω: Difference between revisions

6_4
(13_6b)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0851.png Seite 851]] zur Last fallen, belästigen, beunruhigen; gew. τινί, z. B. τοῖς ἀκούουσιν Isocr. 4, 7; [[ἠνώχλουν]] ταῖς πόλεσιν 5, 53; ἔθνη ἐνοχλοῦντα τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαιμονίᾳ Xen. An. 2, 5, 13; Ggstz πρὸς ἡδονήν ἐστι, Dem. 18, 4; Sp., wie Strat. 1 (XII, 1); seltner τινά, Plat. Alc. I, 104 d, wie Xen. Mem. 3, 8, 2; Dem. 23, 4; Diod. com. Ath. VI, 239 (v. 18); σὺ μηδὲν ἐνόχλει [[μήτε]] σαυτὸν μήτ' ἐμέ Nicomach. Ath. VII, 291 (v. 41); pass., ὅσα ἐνοχλεῖσθαι, im Ggstz von ὅσα ὠφελεῖσθαι, Xen. Cyr. 5, 4, 34; ἡ [[ἐκκλησία]] ἠνωχλεῖτο Aesch. 3, 44; Sp., wie D. Sic., ὑπὸ ψύχους 2, 56; absol., Ar. Ran. 708; Xen. Cyr. 8, 3, 9; c. partic., μὴ οὐκ ἠνώχλει λέγων 5, 3, 56. Ueber das doppelte Augment bei den Attikern vgl. diese Beispiele u. ἠνώχληκε Dem. 21, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0851.png Seite 851]] zur Last fallen, belästigen, beunruhigen; gew. τινί, z. B. τοῖς ἀκούουσιν Isocr. 4, 7; [[ἠνώχλουν]] ταῖς πόλεσιν 5, 53; ἔθνη ἐνοχλοῦντα τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαιμονίᾳ Xen. An. 2, 5, 13; Ggstz πρὸς ἡδονήν ἐστι, Dem. 18, 4; Sp., wie Strat. 1 (XII, 1); seltner τινά, Plat. Alc. I, 104 d, wie Xen. Mem. 3, 8, 2; Dem. 23, 4; Diod. com. Ath. VI, 239 (v. 18); σὺ μηδὲν ἐνόχλει [[μήτε]] σαυτὸν μήτ' ἐμέ Nicomach. Ath. VII, 291 (v. 41); pass., ὅσα ἐνοχλεῖσθαι, im Ggstz von ὅσα ὠφελεῖσθαι, Xen. Cyr. 5, 4, 34; ἡ [[ἐκκλησία]] ἠνωχλεῖτο Aesch. 3, 44; Sp., wie D. Sic., ὑπὸ ψύχους 2, 56; absol., Ar. Ran. 708; Xen. Cyr. 8, 3, 9; c. partic., μὴ οὐκ ἠνώχλει λέγων 5, 3, 56. Ueber das doppelte Augment bei den Attikern vgl. diese Beispiele u. ἠνώχληκε Dem. 21, 4.
}}
{{ls
|lstext='''ἐνοχλέω''': Αἰολ. καὶ ποιητ. β΄ ἑνικ. ἐννοχλεῖς Θεόκρ. 29. 36: παρατ. [[μετὰ]] διπλῆς αὐξήσεως [[ἠνώχλουν]] Ξεν. Κύρ. 5. 3, 56, Ἰσοκρ. 93Α, Δημ., κλ.: μέλλ. ἐνοχλήσω Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 164: ἀόρ. ἠνώχλησα Δημ. 405. 20., 1056. 11: πρκμ. ἠνώχληκα ὁ αὐτ. 515. 19: - Παθ. -ηθήσομαι Διον. Ἁλ. 10. 3· [[ὡσαύτως]] -ήσομαι (ἐπὶ παθ. σημ.) Ἀππ. Ἐμφ. 1. 36, Γαλην.: μετοχ. ἀορ. ἐνοχληθεὶς Ἱππ. Κωακ. Προγν. 203: πρκμ. ἠνώχλημαι (παρ-) Δημ. 242. 16. Ἐνοχλῶ, ἀνιῶ, εἰς τίνα ἐλπίδα βλέπων ἐνοχλεῖς με; Πλάτ. Ἀλκ. 1. 104D· [[ὥστε]] μὴ ’νοχλεῖν τὸν συμπότην Διόδ. Σινωπεὺς ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 18, Ξεν., κλ: - Παθ., ἐνοχλοῦμαι, ἀνιῶμαι, δυσαρεστοῦμαι, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 34, Δημ. 347. 18˙ ἡ [[ἐκκλησία]] ἠνωχλεῖτο Αἰσχίν. 59. 39. 2) [[μετὰ]] δοτ., προξενῶ ἐνόχλησιν εἴς τινα, Λυσ. 170. 14˙ ἐνοχλεῖν τοῖς ἀκούουσιν Ἰσοκρ. 42C· ἐνοχλοῦντα ἀεὶ τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαιμονίᾳ Ξεν. Ἀν. 2. 5, 13, Ἄμφις ἐν «Διθυράμβῳ» 2˙ ἠνώχλει ἡμῖν Δημ. 30. 6, κτλ. 3) ἀπολ., [[γίνομαι]] [[αἰτία]] ἐνοχλήσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστοφ. Βατρ. 708, κτλ.: μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ὅσα... ἠνώχλησεν, ὅσας ἐνοχλήσεις παρέσχε, Δημ. 519. 15˙ [[μετὰ]] μετοχ., τὸ δὲ οὐκ ἠνώχλει λέγων Ξεν. Κύρ. 5. 3, 36. Λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου, [[ἐνίοτε]] ἐν χρήσει παρὰ Κωμ., ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ Τραγ.
}}
}}