3,277,050
edits
(13_6a) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1368.png Seite 1368]] att. -[[πάττω]] (s. [[πάσσω]]), bestreuen, überstreuen; πάντα [[ταῦτα]] καταπάσω βουλευματίων, ich werde Alles damit überstreuen, Ar. Equ. 99; μυῤῥίναις ὁδόν Eumath. 1; ἄλευρα καταπάσαντες Arist. H. A. 9, 40, daraufstreuen; κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας τέφραν Ar. Nubb. 177; καταπαττόμενος ib. 261; καταπάττεσθαι τὰς κεφαλὰς πηλῷ D. Sic. 1, 91; davon [[κατάπαστος]], bestreu't, ἡδυσματίοις, τυρῷ, Teleclid. u. Archestr. Ath. VI, 268 e u. VII, 321 c; στεφάνοις [[κατάπαστος]], mit Kränzen bedeckt, Ar. Equ. 502; von Kleidern, bunt durchwebt oder gestickt, ib. 968; D. Cass. 72, 17. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1368.png Seite 1368]] att. -[[πάττω]] (s. [[πάσσω]]), bestreuen, überstreuen; πάντα [[ταῦτα]] καταπάσω βουλευματίων, ich werde Alles damit überstreuen, Ar. Equ. 99; μυῤῥίναις ὁδόν Eumath. 1; ἄλευρα καταπάσαντες Arist. H. A. 9, 40, daraufstreuen; κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας τέφραν Ar. Nubb. 177; καταπαττόμενος ib. 261; καταπάττεσθαι τὰς κεφαλὰς πηλῷ D. Sic. 1, 91; davon [[κατάπαστος]], bestreu't, ἡδυσματίοις, τυρῷ, Teleclid. u. Archestr. Ath. VI, 268 e u. VII, 321 c; στεφάνοις [[κατάπαστος]], mit Kränzen bedeckt, Ar. Equ. 502; von Kleidern, bunt durchwebt oder gestickt, ib. 968; D. Cass. 72, 17. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταπάσσω''': Ἀττ., -ττω, μέλλ. -άσω·- [[πάσσω]] τι κατά τινος, [[καταρραντίζω]], [[ἐπιπάσσω]], «καταπασπαλίζω», πάντα καταπάσω βουλευματίων καὶ γνωμιδίων καὶ νοιδίων, συνετάχθη οὕτω [[διότι]] σημαίνει: πληρώσω, καταπληρώσω τινὰ διὰ τῶν…, Ἀριστοφ. Ἱππ. 99· (Σουΐδ. «καταποικιλῶ, πληρώσω»), ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., ἀψινθίῳ κ. [[μέλι]] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 160· γῇ τὰς κεφαλάς κατ. Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ι΄, 25)· μυρρίναις τὴν ὁδόν Εὐμάθ., πρβλ. [[κατάπαστος]].- Παθ., καταπαττόμενος [[παιπάλη]] γενήσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 262.- Μέσ. καταπάττεσθαι τὰς κεφαλὰς πηλῷ, τὰς ἰδίας των κεφαλάς, Διόδ. 1, 71. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐπιρρίπτω]], [[ἄνθος]] χαλκοῦ Ἱππ. 884D· ἄλευρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 59· κατὰ τῆς τραπέζης κ. τέφραν Ἀριστοφ. Νεφ. 177.- Μέσ., καταπάττεσθαι τῆς κεφαλῆς κόνιν, κατὰ τῆς ἰδίας κεφαλῆς ῥίπτειν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21. 3· γῆν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν Ἑβδ. (Ἰὼβ Α΄, 20, διάφ. γραφ.).- Περὶ τοῦ Ἀππ. Καρχηδ. 129, ἴδε [[κατάσσω]]. | |||
}} | }} |