νεκταριώδης: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6_7) |
(No difference)
|
Revision as of 10:51, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
νεκταριώδης: -ες, ὅμοιος νέκταρι, νεκταρώδης, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ, 1105D.