παρράλιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(No difference)
|
Revision as of 10:56, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
παρράλιος: -η, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ παράλιος.
(6_10) |
(No difference)
|
παρράλιος: -η, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ παράλιος.