περιοπτέος: Difference between revisions

6_4
(13_4)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0585.png Seite 585]] adj. verb. zu [[περιοράω]], man muß übersehen, unbeachtet lassen; c. partic., οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Her. 7, 168; mit dem inf., 5, 39 ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, [[γένος]] [[γενέσθαι]] ἐξίτηλον.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0585.png Seite 585]] adj. verb. zu [[περιοράω]], man muß übersehen, unbeachtet lassen; c. partic., οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Her. 7, 168; mit dem inf., 5, 39 ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, [[γένος]] [[γενέσθαι]] ἐξίτηλον.
}}
{{ls
|lstext='''περιοπτέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ [[περιοράω]], ὃν δεῖ περιορᾶν, [[μετὰ]] μετοχ., οὔ σφι π. Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Ἡρόδ. 7. 168· ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ π. γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον ὁ αὐτ. 5. 39. 2) περιοπτέον σφίσι, [[περιαθρητέον]], Θουκ. 8. 48. ΙΙ. περιοπτέον, πρέπει τις νὰ παραβλέπῃ ἢ νὰ ἀνέχηται, Ξεν. Λακ. 9. 5,
}}
}}