πέμπω: Difference between revisions

10,514 bytes added ,  5 August 2017
6_6
(13_7_3b)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0553.png Seite 553]] πέμψω, Hom. nur im praes., impf., fut. u. aor. act., bei Folgdn auch perf. πέπομφα, Thuc. 7, 12 Plat. Ep. II, 312 d Eryx. 392 c, Luc. D. D. 24, 2 u. a. Sp., perf. pass. πέπεμπται, Aesch. Spt. 463, das partic. πεπεμμένος nur bei Phot.; – <b class="b2">schicken, senden</b>; τὴν σὺν νηῒ Ἀχαιοὶ ἐς Χρύσην πέμπουσι, Il. 1, 390; ἕταρον [[πέμπω]] πολέσιν μετὰ Μυρμιδόνεσσιν, 16, 240; πρὸς [[ἄστυ]] κήρυκας, 3, 116; [[πέμπε]] δέ μιν Λυκίηνδε, 6, 168, u. oft, bes. von Gesandten u. Herolden; u., bes. bei den Phäaken, <b class="b2">entsenden</b>, die an ihre Insel Verschlagenen; u. daher [[ὄφρα]] σε τῇ πέμπωσι [[νῆες]], Od. 8, 556, daß die Schiffe dich dahin geleiten, führen (die Vrbd. mit Präpositionen, wie ἐπί τινα, nach Jemandem schicken, um ihn holen zu lassen, sind unter den einzelnen Präpositionen angegeben); δόμον [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]], Od. 9, 524, d. i. tödten; Il. 23, 137, einem Todten das Geleit geben, seinem feierlichen Leichenzuge folgen. – Aber auch von leblosen Sachen, ὅ, ττι κεν [[ὔμμι]] κακὸν πέμπῃσιν ἑκάστῳ, Il. 15, 109, Einem Unglück senden, verhängen; [[οὖρον]] [[ὄπισθεν]], guten Fahrwind von hinten nachsenden, Od. 5, 167; εἵματα, [[σῖτον]], 16, 83, <b class="b2">mitgeben</b>, die Reisebedürfnisse. – C. int., der ausführlicher den Erfolg oder die Absicht des Schickens ausdrückt, πέμπειν τινὰ νέεσθαι, Od. 4, 8. 13, 206, ἕπεσθαι, Il. 16, 575, ἰέναι, Od. 14, 396, ἱκάνειν, 4, 29, ἄγειν, 24, 419, φέ ρειν, Il. 16, 454, φέρεσθαι, 16, 681. – In manchen Vrbdgn ist es <b class="b2">heimsenden</b>, in die Heimath zurücksenden, Od. 4, 29. 7, 227. 264. 13, 39 u. öfter; χρὴ ξεῖνον παρεόντα φιλεῖν, ἐθέλοντα δὲ πέμπειν, 15, 74. – Von Geschossen, absenden, schleudern, Hes. Th. 716 u. A. – Aehnlich Pind. u. Tragg.: υἱοὺς ἐπὶ πόνον [[πέμπε]], Pind. P. 4, 178; [[παντᾶ]] ἀγγελίαν πέμψω, Ol. 9, 25; ὄλβον, Glück verleihen, 2, 21; ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθεὶς ὑπὸ Τρωΐαν, N. 3, 59, wie κραιπνοφόροι δέ μ' ἔπεμψαν αὖραι Aesch. Prom. 132, der auch vrbdt ἐς οὐρανὸν πέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ' ἔπη, Spt. 425; πέμψω πολύδακρυν ἰαχάν, Pers. 938, ausstoßen; Soph. βαιάν μοι [[πέμπε]] φάμαν, Phil. 835, = βαιὰ φώνησον, vgl. 1431; Eur. φήμην πέμπων βασιλείᾳ, Hipp. 158; εἰς οὖς ἀεὶ πέμπουσα μύθους, Or. 616; πέμψω λόγους Κρέοντι, Suppl. 357, d. i. Boten, die da sagen sollen; πέμψω δὲ φέγγη λαμπάδων, Aesch. Eum. 976; ὄμματος [[θελκτήριον]] τόξευμ' ἔπεμψεν ἐπί τινι, Suppl. 983, Soph. τὴν αἰχμάλωτον ἣν ἔπεμψας εἰς δόμους, Trach. 416; σκῦλά τ' εἰς μέλαθρα σὰ πέμψεις, Phil. 1415; τὸν οὖν παρόντα πέμψον εἰς κατασκοπήν, 45, u. oft, mit ähnlicher Angabe des Zweckes; auch c. int., [[μήτηρ]] με πέμπει πατρὶ τυμβεῦσαι χοάς, El. 938; [[πρός]] τι, 670; von den Gewächsen, welche die Erde aufsprossen läßt, ὅσα πέμπει [[βιόδωρος]] αἶα, Phil. 1146; auch das med., für sich zu Jemandem [[φάσγανον]] [[εἴσω]] σαρκὸς ἔπεμψεν, hineinsenken, -schlagen, Phoen. 1571; u. übtr., φόβον πέμψας ἔσω, I. T. 1308; Ar. u. in Prosa, πέμπεσκε, Her. 7, 106. Man bemerke Vrbdgn wie ὑπό τε ἀγγέλων πέμπων καὶ παροῦσι φράζ ων, durch Boten sagen – Μάρτυρας ἐπέμποντο τοὺς περὶ τὸν Τιβέριον, sie ließen diese als Zeugen vorladen, Pol. 32, 5, 2, wenn die Lesart richtig ist. – Πομπὴν πέμπειν, einen Umzug, eine Procession halten, Thuc. 6, 56; Her. 2, 49. Eben so χορούς, ἑορτάς, [[Παναθήναια]], wie ἄγειν, vgl. Mein. Men. p. 166; auch = einen Triumphzug halten, Plut. Aemil. 32; ἐπινίκια, D. C. 36, 8; oft auch πέμπειν τινὰ ἐν τοῖς ἐπινικίοις, 36, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0553.png Seite 553]] πέμψω, Hom. nur im praes., impf., fut. u. aor. act., bei Folgdn auch perf. πέπομφα, Thuc. 7, 12 Plat. Ep. II, 312 d Eryx. 392 c, Luc. D. D. 24, 2 u. a. Sp., perf. pass. πέπεμπται, Aesch. Spt. 463, das partic. πεπεμμένος nur bei Phot.; – <b class="b2">schicken, senden</b>; τὴν σὺν νηῒ Ἀχαιοὶ ἐς Χρύσην πέμπουσι, Il. 1, 390; ἕταρον [[πέμπω]] πολέσιν μετὰ Μυρμιδόνεσσιν, 16, 240; πρὸς [[ἄστυ]] κήρυκας, 3, 116; [[πέμπε]] δέ μιν Λυκίηνδε, 6, 168, u. oft, bes. von Gesandten u. Herolden; u., bes. bei den Phäaken, <b class="b2">entsenden</b>, die an ihre Insel Verschlagenen; u. daher [[ὄφρα]] σε τῇ πέμπωσι [[νῆες]], Od. 8, 556, daß die Schiffe dich dahin geleiten, führen (die Vrbd. mit Präpositionen, wie ἐπί τινα, nach Jemandem schicken, um ihn holen zu lassen, sind unter den einzelnen Präpositionen angegeben); δόμον [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]], Od. 9, 524, d. i. tödten; Il. 23, 137, einem Todten das Geleit geben, seinem feierlichen Leichenzuge folgen. – Aber auch von leblosen Sachen, ὅ, ττι κεν [[ὔμμι]] κακὸν πέμπῃσιν ἑκάστῳ, Il. 15, 109, Einem Unglück senden, verhängen; [[οὖρον]] [[ὄπισθεν]], guten Fahrwind von hinten nachsenden, Od. 5, 167; εἵματα, [[σῖτον]], 16, 83, <b class="b2">mitgeben</b>, die Reisebedürfnisse. – C. int., der ausführlicher den Erfolg oder die Absicht des Schickens ausdrückt, πέμπειν τινὰ νέεσθαι, Od. 4, 8. 13, 206, ἕπεσθαι, Il. 16, 575, ἰέναι, Od. 14, 396, ἱκάνειν, 4, 29, ἄγειν, 24, 419, φέ ρειν, Il. 16, 454, φέρεσθαι, 16, 681. – In manchen Vrbdgn ist es <b class="b2">heimsenden</b>, in die Heimath zurücksenden, Od. 4, 29. 7, 227. 264. 13, 39 u. öfter; χρὴ ξεῖνον παρεόντα φιλεῖν, ἐθέλοντα δὲ πέμπειν, 15, 74. – Von Geschossen, absenden, schleudern, Hes. Th. 716 u. A. – Aehnlich Pind. u. Tragg.: υἱοὺς ἐπὶ πόνον [[πέμπε]], Pind. P. 4, 178; [[παντᾶ]] ἀγγελίαν πέμψω, Ol. 9, 25; ὄλβον, Glück verleihen, 2, 21; ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθεὶς ὑπὸ Τρωΐαν, N. 3, 59, wie κραιπνοφόροι δέ μ' ἔπεμψαν αὖραι Aesch. Prom. 132, der auch vrbdt ἐς οὐρανὸν πέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ' ἔπη, Spt. 425; πέμψω πολύδακρυν ἰαχάν, Pers. 938, ausstoßen; Soph. βαιάν μοι [[πέμπε]] φάμαν, Phil. 835, = βαιὰ φώνησον, vgl. 1431; Eur. φήμην πέμπων βασιλείᾳ, Hipp. 158; εἰς οὖς ἀεὶ πέμπουσα μύθους, Or. 616; πέμψω λόγους Κρέοντι, Suppl. 357, d. i. Boten, die da sagen sollen; πέμψω δὲ φέγγη λαμπάδων, Aesch. Eum. 976; ὄμματος [[θελκτήριον]] τόξευμ' ἔπεμψεν ἐπί τινι, Suppl. 983, Soph. τὴν αἰχμάλωτον ἣν ἔπεμψας εἰς δόμους, Trach. 416; σκῦλά τ' εἰς μέλαθρα σὰ πέμψεις, Phil. 1415; τὸν οὖν παρόντα πέμψον εἰς κατασκοπήν, 45, u. oft, mit ähnlicher Angabe des Zweckes; auch c. int., [[μήτηρ]] με πέμπει πατρὶ τυμβεῦσαι χοάς, El. 938; [[πρός]] τι, 670; von den Gewächsen, welche die Erde aufsprossen läßt, ὅσα πέμπει [[βιόδωρος]] αἶα, Phil. 1146; auch das med., für sich zu Jemandem [[φάσγανον]] [[εἴσω]] σαρκὸς ἔπεμψεν, hineinsenken, -schlagen, Phoen. 1571; u. übtr., φόβον πέμψας ἔσω, I. T. 1308; Ar. u. in Prosa, πέμπεσκε, Her. 7, 106. Man bemerke Vrbdgn wie ὑπό τε ἀγγέλων πέμπων καὶ παροῦσι φράζ ων, durch Boten sagen – Μάρτυρας ἐπέμποντο τοὺς περὶ τὸν Τιβέριον, sie ließen diese als Zeugen vorladen, Pol. 32, 5, 2, wenn die Lesart richtig ist. – Πομπὴν πέμπειν, einen Umzug, eine Procession halten, Thuc. 6, 56; Her. 2, 49. Eben so χορούς, ἑορτάς, [[Παναθήναια]], wie ἄγειν, vgl. Mein. Men. p. 166; auch = einen Triumphzug halten, Plut. Aemil. 32; ἐπινίκια, D. C. 36, 8; oft auch πέμπειν τινὰ ἐν τοῖς ἐπινικίοις, 36, 2.
}}
{{ls
|lstext='''πέμπω''': Ἐπικ. ἀπαρ. -έμεναι, -έμεν, Ὀδ. Ν. 48, Κ. 18· Ἰων. παρατ. πέμπεσκε Ἡρόδ. 7. 106· - μέλλ. πέμψω Ὅμ. κλ.· Δωρ. πεμψῶ Θεόκρ. 5. 141, Ἐπικ. ἀπαρ. πεμψέμεναι Ὀδ. Κ. 484· - ἀόρ. ἔπεμψα, Ἐπικ. πέμψα, Ὅμ., κτλ·- πρκμ. πέπομφα, Θουκ. 7. 12, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 10, Δημ. 54. 6· πρκμ. ἐπεπόμφει, Ἰων. -εε, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 9, Ἡρόδ. 1. 85. - Μέσ. μέλλ. πέμψομαι· ἀόρ. ἐπεμψάμην (ἴδε κατωτ. Β)· - ἀλλὰ τὸ μέσ. δὲν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, πλὴν ἐν συνθέτοις ἀπο-, [[μετὰ]]-, προπέμπομαι. - Παθ., μέλλ. πεμφθήσομαι, Στράβ. σ. 3, Πλούτ.· ἀόρ. ἐπέμφθην Πίνδ. καὶ Ἀττικ.· γ΄ ἑν. πρκμ. πέπεμπται Αἰσχύλ. Θήβ. 473 (προ-), Θουκ. 7. 77, μετ’. πεπεμμένος Δημ 672 ἐν τέλ., Λουκ. Ἀλεξ. 32, Δίων Κ. 50. 13, ὑπερσ. ἐπέπεμπτο Δίων Κ. 36. 1 Βεκκῆρ., (προυπ-) Θουκ. 8. 79. Ὡς καὶ νῦν, [[πέμπω]], [[στέλλω]], [[συχν]]. ἐπὶ προσώπων, [[μάλιστα]] ἐπὶ πρέσβεων καὶ κηρύκων, Ἰλ. Γ. 116, Ἡρόδ. 7. 15, Αἰσχύλ. Θήβ. 37, κτλ.· ἐπὶ στρατευμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 34. 54, κτλ., πρβλ. Θήβ. 470· ἐπὶ πλοίου, [[μεταφέρω]], [[φέρω]] Ὀδ. Θ. 556, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 135· οὕτω, κραιπνοφόροι δέ μ’ ἔπεμψαν αὖραι ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 131, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 362· [[μετὰ]] διπλ. αἰτ. ὁδὸν π. τινά, ὁδηγῶ τινὰ εἰς τὴν ὁδὸν [[αὐτοῦ]], Σοφ. Αἴ. 739, πρβλ. Ἠλ. 1163· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, πέμψω δέ τοι [[οὖρον]] [[ὄπισθεν]] Ὀδ. Ε. 167, κτλ.· π. γράμματα, ἐπιστολὴν Πλάτ. Ἐπιστ. 310D, 323Β· μεταφορ., π. κακόν τινι Ἰλ. Ο. 109· π. παραβᾶσιν Ἐρινὺν Αἰσχύλ. Ἀγ. 59· ποινάς, ζημίαν, φόβον, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 203, Εὐρ. Ι. Τ. 1308, κτλ.· [[ὕπνον]], ὀνείρατα Σοφ. Φιλ. 19, Ἠλ. 460· [[συχν]]. ἐπὶ οἰωνῶν ἢ προφητικῶν σημείων, π. οιωνόν, τέρατα, κτλ. Ἰλ. Ω. 310, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 15, πρβλ. Συμπ. 4. 48· μαντείας Σοφ. Ο. Τ. 149· [[ὡσαύτως]] π. ἱκεσίους λιτὰς ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 495· π. ἀρωγάς, ἀλκὰν Αἰσχύλ. Εὐμ. 598, Σοφ. Ο. Τ. 149· - Σύνταξις: 1) ὁ [[τόπος]] εἰς ὃν πέμπεται α) διὰ τῆς αἰτ., π. τινὰ Θήβας, ἀγρούς, Σοφ. Ο. Κ. 1770· ἐξικέτευσε ... ἀγρούς σοι πέμψαι κἀπὶ ποιμνίων νομὰς Ο. Τ. 761· συνηθέστερον [[μετὰ]] προθ., ἐς Τροίην, φίλην πατρίδα, κτλ., Ἰλ. Ζ. 207, κτλ.· π. εἰς Ἀΐδαο Εὐρ. Ι. Τ. 1591· π. ἐς διδασκάλου, εἰς τὸν διδάσκαλον, εἰς τὸ [[σχολεῖον]], Πλάτ. Πρωτ. 325D, (οὕτω μόνον πέμπειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3)· [[πέμπω]] ἐπ’ εὐρέα νῶτα θαλάσσης ..., Ὀδ. Δ. 560, κτλ.· π. ἐπὶ Θρηκῶν ἵππους Ἰλ. Ι. 464· ἀλλὰ πέμπειν ἐπί τι, πέμπειν [[πρός]] τινα σκοπόν, ἐπ’ [[ὕδωρ]] Ἡρόδ. 5. 12· ἐπὶ νίκην Αἰσχύλ. Χο. 477· ἐπὶ κατασκοπὴν Ξεν. Κύρ. 6. 2, 9· (οὕτω πέμψον εἰς κατασκοπὴν Σοφ. Φιλ. 45)· - [[ὡσαύτως]] π. ἐπί τινι, [[στέλλω]] εἴς τινα, Ἰλ. Β. 6· ἢ [[ἐναντίον]] ..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 61, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[στέλλω]] [[πρός]] τινα σκοπὸν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 17, Κύρ. 6. 2, 9· [[περί]] τινος, [[περί]] τινος πράγματος, Θουκ. 1. 91, Ξεν., κτλ.· ὑπέρ τινος Δημ 162. 6· [[παρά]] ἢ [[πρός]] τινα, Θουκ. 2. 81, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 2, 6· ὥς τινα Θουκ. 8. 50. β) μετ’ ἐπιρρ., πέμπειν [[οἴκαδε]] Ὀδ. Τ. 281· [[οἶκόνδε]] ἕκαστον πέμπον Ω. 418· ὅνδε [[δόμονδε]] Ἰλ. Π. 445· [[θύραζε]] Ὀδ. Ι. 461· [[πόλεμόνδε]] Ἰλ. Σ. 452, κτλ.· ἕταρον γὰρ ... πέμπ’ Ἄϊδόσδε, ὡδήγει τὸν Πάτροκλον εἰς τὸν ᾍδην, Ψ. 137· πρβλ. κατωτ. ΙΙΙ. γ) παρ’ Ὁμ. μετ’ ἀπαρεμφ. πέμπειν τινὰ νέεσθαι Ὀδ. Δ. 8· ἕπεσθαι Ἰλ. Π. 575· ἰέναι Ὀδ. Ξ. 396· ἱκανέμεν 4. 29· ἄγειν Ω. 419· φέρειν Ἰλ. Π. 454· φέρεσθαι Π. 681· - [[ἔνθα]] τὸ ἀπαρ. κεῖται σχεδὸν πλεοναστικῶς, ὡς ἐν τοῖς βῆ δ’ ἰέναι, μάστιξεν δ’ [[ἐλάαν]], κτλ.· - ἀλλ’ οὐχ. [[οὕτως]] ἐν Σοφ. Ἠλ. 406, [[μήτηρ]] με πέμπει πατρὶ τυμβεῦσαι χοάς· - [[ὡσαύτως]], [[πέμπω]] λόγον, [[παραγγέλλω]], πέμπεις σῇ δάμαρτι ... παῖδα ... δεῦρ’ ἀποστέλλειν Εὐρ. Ι. Α. 360· πέμπουσιν οἱ ἔφοροι .. στρατεύεσθαι, πέμπουσι διαταγὰς νὰ ἐκστρατεύσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 7. 2) ὁ [[τόπος]] ἐξ οὗ πέμπεται ἐκφέρεται διὰ τῶν προθ. ἀπὸ ἢ ἐκ, πέμπειν φίλον υἱὸν ἀπὸ κρατερῆς ὑσμίνης Ἰλ. Π. 447· Γοργείην κεφαλὴν ... ἐξ Ἄϊδος πέμψειεν ἀγανὴ Περσεφόνεια Ὀδ. Λ. 635, κτλ. 3) ἀπολ., [[ἔνθα]] δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν πρέσβεις, ἄγγελον, κτλ., [[οἷον]] ἐπέμψαμεν πρὸς ὑμᾶς περὶ ἀποστάσεως Θουκ. 3. 13, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 2. 3, 1· πέμπει κελεύων ἢ κελεύει πέμπων Θουκ. 1. 91., 2. 81· ἔπεμπε πρὸς Κῦρον δεόμενος Ξεν. Κύρ. 1. 5, 4· ἔπεμπον ἐρωτῶντες ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 6. 4, 4· <br />ΙΙ. ἄλλον πέμπωμεν, προς ἄλλον, ἀλλ’ εἴπ’ ἤ σφώϊν καταλύσομεν ὠκέας ἵππους, ἢ ἄλλον πέμπωμεν ἱκανέμεν, ὅς κε φιλήσῃ, ἢ νὰ πέμψωμεν αὐτοὺς πρὸς ἄλλον [[ὅστις]] νὰ ὑποδέξηται αὐτοὺς φιλικῶς, ὥς τὸ [[ἀποπέμπω]], Ὀδ. Δ. 29· πέπμπω τινὰ εἰς τὴν πατρίδα [[αὐτοῦ]], ἐκέλευον πεμπέμεναι τὸν ξεῖνον Η. 227, κτλ.· σπανιώτερον ἐν τῇ Ἰλ., ὡς Ω. 780· χρὴ ξεῖνον παρεόντα φιλεῖν, ἐθέλοντα δὲ πέμπειν, Ὀδ. Ο. 74· [[ὑπέδεκτο]] καὶ [[πέμπε]] Ψ. 315· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ πατρός, πέμποντος τὴν [[ἑαυτοῦ]] κόρην εἰς γαμβρόν, τὴν μὲν Ἀχιλλῆος ῥηξίνορος υἱέϊ πέμπεν Ὀδ. Δ. 5 κἑξ.· - π. τινὰ ἄποικον Σοφ. Ο. Τ. 1518, κτλ. <br />2) ἐπὶ ἀκοντίων, βελῶν, κ.τ.τ. [[ἐξακοντίζω]], [[ῥίπτω]], ὡς τὸ [[ἀφίημι]], πέτρας Ἡσ. Θ. 716· ὄμματος ... [[τόξευμα]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1005. 3) ἐπὶ λέξεων, [[ἐκπέμπω]], [[προφέρω]], ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 443, Σοφ. Φιλ. 846, 1445, κτλ. ΙΙΙ. ὁδηγῶ, [[συνοδεύω]], Λατ. deduco, Ἰλ. Α. 390, Ὀδ. Ξ. 336, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., ὡς Σοφ. Τρ. 571· [[συχν]]. ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Σοφ. Φιλ. 133, (πρβλ. [[πομπός]], [[πομπαῖος]], κτλ.)· - [[ὡσαύτως]], πομπὴν [[πέμπω]], ὁδηγῶ πομπήν, Ἡρόδ. 5. 56, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 757, Θουκ. 6. 26, Λυσ. 137. 22, Δημ. 47. 13, κτλ.· π. χοροὺς Εὐρ. Ἠλ. 434, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 12· Παναθήναια π. Μένανδρ. ἐν «Ὑποθαλαμίῳ» 1, Φιλόστρ. 161· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ παθ., πέμπεσθαι Διονύσῳ, ἄγομαι ἐν πομπῇ εἰς τιμὴν [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 2. 49, Πλούτ. Αἰμίλ. 32, Δημήτρ. 12. IV. [[στέλλω]] μετά τινος, δίδω ὡς [[ἐφόδια]] ταξειδίου, κτλ. εἵματα, σῖτον Ὀδ. Π. 83· π. δῶρα, σκῦλα, ξένια, κτλ., Ἡρόδ. 7. 106, Σοφ. Φ. 1249, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 42· V. ὡς τὸ [[ἀναπέμπω]], [[παράγω]], ὅσα πέμπει [[βιόδωρος]] αἶα Σοφ. Φ. 1161. Β. Ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πέμπεσθαί τινα = μεταπέμπεσθαι, πέμπειν καὶ προσκαλεῖν τινα, Σοφ. Ο. Κ. 602, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολ.· τί χρῆμ’ ἐκπέμψω τὸν ἐμὸν ἐκ δόμων [[πόδα]]; «τὸν ἐμὸν [[πόδα]], [[ἤγουν]] ἐμέ» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἑκ. 977. ΙΙ. [[πέμπω]] δι’ ἐμαυτόν, πρὸς ἰδίαν μου ὑπηρεσίαν ἢ ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ σταλῇ τις, ἔπειθες, ἢ οὐκ ἔπειθες, ὡς χρείη μ’ ἐπὶ τὸν σεμνόμαντιν ἄνδρα πέμψασθαί τινα; Σοφ. Ο. Τ. 555· καὶ πέμψομαί γε θυγατέρ’ Εὐρ. Ὀρ. 111, Λουκ. Τοξ. 14. - Ἰδὲ Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 380 κἑξ.
}}
}}