μάρσιπος: Difference between revisions

6_14
(13_1)
 
(6_14)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0097.png Seite 97]] ὁ, od. μάρσυπος, auch [[μάρσιππος]] geschrieben, das lat. marsupium, Beutel, Sack, Tasche, Xen. An. 4, 3, 11; VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0097.png Seite 97]] ὁ, od. μάρσυπος, auch [[μάρσιππος]] geschrieben, das lat. marsupium, Beutel, Sack, Tasche, Xen. An. 4, 3, 11; VLL.
}}
{{ls
|lstext='''μάρσῐπος''': ὁ, [[σάκκος]], [[θύλακος]], Λατ. marsupium, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11, Διόδ. 20. 41· ― ὑποκορ., μαρσίπιον, τό, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Ἀπολλ. Καρύστ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 152, Ἑβδ. (Γέν. ΜΒ΄, 27, 28). ― Ἀμφότεροι οἱ τύποι [[ἐνίοτε]] φέρονται διὰ διπλοῦ π· καὶ μαρσύπιον ἢ -ειον ἀπαντῶσιν [[ὡσαύτως]] ὡς ἕτεραι ποικιλίαι. ― Ἡσύχ.: «μάρσιποι· οἱ γαστρίμαργοι. ἢ σάκκοι».
}}
}}