κατάλυπος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(6_16)
(No difference)

Revision as of 11:37, 5 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

κατάλῡπος: -ον, Βοιωτ. ἀντὶ κατάλοιπος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 17.