χεῦμα: Difference between revisions

1,470 bytes added ,  5 August 2017
6_21
(13_6a)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1351.png Seite 1351]] ατος, τό, 1) das Ausgegossene, der Guß; [[χεῦμα]] κασσιτέροιο, ein Guß oder Gußarbeit von geschmolzenem Zinn, Il. 23, 561; Fluß, Strom, Fluth, Σκαμάνδρου χεύμασιν Pind. N. 9, 39; auch übtr., κώμων P. 5, 100; Aesch. ποταμοὶ λιπαροῖς χεύμασι γαίας [[τόδε]] μειλίσσοντες [[οὖδας]], Suppl. 1008, vgl. 998, u. oft so bei Eur. – 2) das Trankopfer und ein Gefäß zum Trankopfer, sonst [[χοεύς]], Her. 1, 51, vgl. Poll. 6, 84. 10, 82.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1351.png Seite 1351]] ατος, τό, 1) das Ausgegossene, der Guß; [[χεῦμα]] κασσιτέροιο, ein Guß oder Gußarbeit von geschmolzenem Zinn, Il. 23, 561; Fluß, Strom, Fluth, Σκαμάνδρου χεύμασιν Pind. N. 9, 39; auch übtr., κώμων P. 5, 100; Aesch. ποταμοὶ λιπαροῖς χεύμασι γαίας [[τόδε]] μειλίσσοντες [[οὖδας]], Suppl. 1008, vgl. 998, u. oft so bei Eur. – 2) das Trankopfer und ein Gefäß zum Trankopfer, sonst [[χοεύς]], Her. 1, 51, vgl. Poll. 6, 84. 10, 82.
}}
{{ls
|lstext='''χεῦμα''': τό, (χέω) τὸ χεόμενον, ποιητικ. [[ὄνομα]] οὐσιαστ.· δηλ. 1) [[ῥεῦμα]], κασσιτέροιο χ., [[ῥεῦμα]] τετηκότος κασσιτέρου, Ἰλ. Ψ. 561· χ. θαλάσσης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192· πόντου Εὐρ. Ἀποσπ. 318. 2· [[ποτάμιον]] χ. ὑδάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1304· χ. Ἐρασίνου Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1020, πρβλ. Εὐρ. 293· χ. ἀκήρατον, διαυγὲς [[ὕδωρ]] πηγαῖον, Σοφ. Ο. Κ. 471· ἔτι δὲ καί, σταθερὸν χ., στάσιμον [[ὕδωρ]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 274· - [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., ῥεύματα, ὕδατα, Σκαμάνδρου Πινδ. Ν. 9. 94, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 1030, Εὐρ. Φοιν. 793. 2) [[καθόλου]], χ. νιφετοῖο, [[πτῶσις]] χιόνος, Νόνν. Δ. 3. 210, 213· μεταφορ., [[ῥεῦμα]], ῥύσις, ῥοή, εὔμουσα χ. Ἀνθ. Π. 9. 661, πρβλ. Λογγῖν. 13. 1· ἴδε [[ὑπόχευμα]]. ΙΙ. [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ ἐγχεῖται [[ὕδωρ]], [[λεκάνη]], χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα Ἡρόδ. 1. 51, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 84, Κ. 82. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[χεῦμα]] προχοὴ» (κῶδ. [[προχόη]]).
}}
}}