ἡμερεύω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμερεύω''': [[διέρχομαι]] τὴν ἡμέραν, [[διημερεύω]], ἐν τόπῳ ἐρήμῳ Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 3· ἐν ἀγορᾷ Δημ. 1081. 26· [[πρός]] πῦρ Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἐν πόνοις Εὐρ. Ἀποσπ. 529· - ἀπολ., ὁδοιπορῶ ὅλην τὴν ἡμέραν, Αἰσχύλ. Χο. 710 ([[ἔνθα]] τὸ μακρᾶς κελεύθου ἀνήκει εἰς τὸ τὰ πρόσφορα, ὡς ἐν Εὐρ. Ἑλ. 515). 2) [[διέρχομαι]] τὰς ἡμέρας μου, ζῶ, Σοφ. Ἠλ. 787, - Μέσ., δίαιταν ἥνπερ ἡμερεύεται Εὐρ. Ἀποσπ. 812. 6· - [[οὕτως]] ὁ Gaisf. ἀντὶ ἱμερεύεται (ὡς παρὰ τῷ Ἰω. Δαμασκ.), ὁ Αἰσχίν. τὸ ἀναφέρει ὡς ἐμπορεύεται.
|lstext='''ἡμερεύω''': [[διέρχομαι]] τὴν ἡμέραν, [[διημερεύω]], ἐν τόπῳ ἐρήμῳ Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 3· ἐν ἀγορᾷ Δημ. 1081. 26· [[πρός]] πῦρ Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἐν πόνοις Εὐρ. Ἀποσπ. 529· - ἀπολ., ὁδοιπορῶ ὅλην τὴν ἡμέραν, Αἰσχύλ. Χο. 710 ([[ἔνθα]] τὸ μακρᾶς κελεύθου ἀνήκει εἰς τὸ τὰ πρόσφορα, ὡς ἐν Εὐρ. Ἑλ. 515). 2) [[διέρχομαι]] τὰς ἡμέρας μου, ζῶ, Σοφ. Ἠλ. 787, - Μέσ., δίαιταν ἥνπερ ἡμερεύεται Εὐρ. Ἀποσπ. 812. 6· - [[οὕτως]] ὁ Gaisf. ἀντὶ ἱμερεύεται (ὡς παρὰ τῷ Ἰω. Δαμασκ.), ὁ Αἰσχίν. τὸ ἀναφέρει ὡς ἐμπορεύεται.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> passer la journée : μακρᾶς κελεύθου ESCHL passer la journée à faire une marche;<br /><b>2</b> passer ses jours, vivre.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]].
}}
}}