ἀγορητής: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγορητής''': -οῦ, ὁ, ([[ἀγοράομαι]]) [[ῥήτωρ]]· Ἐπ. λεξ. κατ’ ἐξοχὴν ἐπὶ τοῦ Νέστορος λεγομένη, λιγὺς Πυλίων [[ἀγορητής]], Ἰλ. Α. 248, καὶ ἀλλ. Πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1057. ΙΙ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4474, ἀγορητὴς φαίνεται νὰ σημαίνῃ, = [[ἀγορανόμος]].
|lstext='''ἀγορητής''': -οῦ, ὁ, ([[ἀγοράομαι]]) [[ῥήτωρ]]· Ἐπ. λεξ. κατ’ ἐξοχὴν ἐπὶ τοῦ Νέστορος λεγομένη, λιγὺς Πυλίων [[ἀγορητής]], Ἰλ. Α. 248, καὶ ἀλλ. Πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1057. ΙΙ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4474, ἀγορητὴς φαίνεται νὰ σημαίνῃ, = [[ἀγορανόμος]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui parle en public, orateur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγοράομαι]].
}}
}}