ἀγήρατος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγήρᾰτος''': -ον, = [[ἀγήραος]], [[κλέος]], Εὐρ. Ι. Α. 567 (λυρ.), Συλλ. Ἐπιγρ. 6269· - [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, Λυσ. 198. 8, Ξεν. Ἀπομ. 4. 3, 13, Πλάτ. Ἀξ. 370D, Ἀριστ. π. Οὐρ. I. 3, 9.
|lstext='''ἀγήρᾰτος''': -ον, = [[ἀγήραος]], [[κλέος]], Εὐρ. Ι. Α. 567 (λυρ.), Συλλ. Ἐπιγρ. 6269· - [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, Λυσ. 198. 8, Ξεν. Ἀπομ. 4. 3, 13, Πλάτ. Ἀξ. 370D, Ἀριστ. π. Οὐρ. I. 3, 9.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />exempt de vieillesse, impérissable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[γηράσκω]].
}}
}}