3,240,908
edits
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰμαιτύπη''': [ῡ], ἡ, κοινὴ [[πόρνη]], ὅσον τὸ μεταξὺ [[μετὰ]] κορίσκης ἢ [[μετὰ]] χαμαιτύπης τὴν νύκτα κοιμᾶσθαι, βαβαὶ Τιμοκλῆς ἐν «Μαραθωνίοις» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 294, Θεόπομ. παρ’ Ἀθην. 260F (φέρεται ἀρσεν. χαμαιτύπους παρὰ Πολυβ 8. 11, 11), πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 5Β, «[[χαμαιτύπη]], οὐ [[χαμαιτυπίς]], δηλοῖ δὲ τὴν ἄδοξον καὶ εὐτελῆ πόρνην» Θωμ. Μάγιστρ. 910. | |lstext='''χᾰμαιτύπη''': [ῡ], ἡ, κοινὴ [[πόρνη]], ὅσον τὸ μεταξὺ [[μετὰ]] κορίσκης ἢ [[μετὰ]] χαμαιτύπης τὴν νύκτα κοιμᾶσθαι, βαβαὶ Τιμοκλῆς ἐν «Μαραθωνίοις» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 294, Θεόπομ. παρ’ Ἀθην. 260F (φέρεται ἀρσεν. χαμαιτύπους παρὰ Πολυβ 8. 11, 11), πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 5Β, «[[χαμαιτύπη]], οὐ [[χαμαιτυπίς]], δηλοῖ δὲ τὴν ἄδοξον καὶ εὐτελῆ πόρνην» Θωμ. Μάγιστρ. 910. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />prostituée.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[τύπτω]]. | |||
}} | }} |