ἐπισύρω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισύρω''': ῡ, [[σύρω]] νωχελῶς, διὰ τὸ πλατύπουν [[εἶναι]] καὶ ἐπισύρειν τὼ πόδε Διογ. Λ. 1. 81· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ, ποδήρεις χιτῶνας ἐπισύρεσθαι Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 46· φελλοὺς [[αὐτόθι]] 45· οἰκέτας Βασίλ. ‒ Παθ., σύρομαι κατὰ γῆς, [[ἕρπω]], ἐπὶ τῆς γῆς Ξεν. Κυν. 5. 13, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2, 23. ΙΙ. [[πράττω]] τι νωχελῶς, ἀμελῶ τινος ἐπίτηδες, [[ἀποφεύγω]] σκοπίμως, τὰ πράγματα Λυσ. 175. 18· καὶ ἀπολ., ἐπισύροντες ἐροῦσι, θὰ εἴπωσι [[συγκεχυμένως]] [[ὅπως]] μὴ ὦσι καταληπτοί, Δημ. Λεπτ. 496. 23, [[ἔνθα]] ἴδε Wolf.· μή τι ἐν ταῖς πράξεσιν ἐπισύρειν, [[εἶναι]] βραδύν, ἀμελῆ, Μ. Ἀντών. 8. 51: ‒ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας [[συχν]]. κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ., παρημελημένος, Πολύβ. 16. 20, 3· γράμματα ἐπισεσυρμένα, ἀμελῶς ἢ [[ἐσπευσμένως]] γεγραμμένα, τὰ γράμματα οὐ [[πάνυ]] σαφῆ, ἀλλὰ ἐπισεσυρμένα δηλοῦντα ἔπειξίν τινα τοῦ γεγραφότος Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10, 3· φθέγγεσθαι ἐπισεσ. τι καὶ συνεχὲς καὶ ἐπίτροχον ὁ αὐτ. ἐν Πλοίῳ ἢ Εὐχ. 2· χρέμπτεσθαι ἐπισεσ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλοπάτρ. 20· ἐπισεσ. καὶ [[ῥυπαρός]], ἠμελημένος καὶ [[ἀκάθαρτος]], ἐπὶ ἀνθρώπου, Διογ. Λ. 1. 81. ‒ Ἐπίρρ. [[ἐπισεσυρμένως]], νωχελῶς, ἀμελῶς, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 38, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1545.
|lstext='''ἐπισύρω''': ῡ, [[σύρω]] νωχελῶς, διὰ τὸ πλατύπουν [[εἶναι]] καὶ ἐπισύρειν τὼ πόδε Διογ. Λ. 1. 81· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ, ποδήρεις χιτῶνας ἐπισύρεσθαι Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 46· φελλοὺς [[αὐτόθι]] 45· οἰκέτας Βασίλ. ‒ Παθ., σύρομαι κατὰ γῆς, [[ἕρπω]], ἐπὶ τῆς γῆς Ξεν. Κυν. 5. 13, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2, 23. ΙΙ. [[πράττω]] τι νωχελῶς, ἀμελῶ τινος ἐπίτηδες, [[ἀποφεύγω]] σκοπίμως, τὰ πράγματα Λυσ. 175. 18· καὶ ἀπολ., ἐπισύροντες ἐροῦσι, θὰ εἴπωσι [[συγκεχυμένως]] [[ὅπως]] μὴ ὦσι καταληπτοί, Δημ. Λεπτ. 496. 23, [[ἔνθα]] ἴδε Wolf.· μή τι ἐν ταῖς πράξεσιν ἐπισύρειν, [[εἶναι]] βραδύν, ἀμελῆ, Μ. Ἀντών. 8. 51: ‒ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας [[συχν]]. κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ., παρημελημένος, Πολύβ. 16. 20, 3· γράμματα ἐπισεσυρμένα, ἀμελῶς ἢ [[ἐσπευσμένως]] γεγραμμένα, τὰ γράμματα οὐ [[πάνυ]] σαφῆ, ἀλλὰ ἐπισεσυρμένα δηλοῦντα ἔπειξίν τινα τοῦ γεγραφότος Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10, 3· φθέγγεσθαι ἐπισεσ. τι καὶ συνεχὲς καὶ ἐπίτροχον ὁ αὐτ. ἐν Πλοίῳ ἢ Εὐχ. 2· χρέμπτεσθαι ἐπισεσ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλοπάτρ. 20· ἐπισεσ. καὶ [[ῥυπαρός]], ἠμελημένος καὶ [[ἀκάθαρτος]], ἐπὶ ἀνθρώπου, Διογ. Λ. 1. 81. ‒ Ἐπίρρ. [[ἐπισεσυρμένως]], νωχελῶς, ἀμελῶς, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 38, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1545.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> traîner péniblement : <i>fig.</i> φθέγγεσθαι ἐπισεσυρμένον LUC parler en traînant la voix ; χρέμπτεσθαι ἐπισεσυρμένον LUC avoir une crise de toux prolongée;<br /><b>2</b> traîner en longueur, différer, acc. ; être négligent, nonchalant : τὸ ἐπισεσυρμένον λόγου CIC style traînant, languissant;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπισύρομαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> traîner derrière soi, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se traîner péniblement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σύρω]].
}}
}}