περινέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περινέω''': -[[νεύσομαι]], νέω, κολυμβῶ [[πέριξ]], «περινεῖ, ... περινήχεται» Ἡσύχ., Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.· π. κύκλῳ τινὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 10.
|lstext='''περινέω''': -[[νεύσομαι]], νέω, κολυμβῶ [[πέριξ]], «περινεῖ, ... περινήχεται» Ἡσύχ., Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.· π. κύκλῳ τινὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 10.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">2</span>amasser tout autour : [[τι]] amonceler qch autour ; τὴν οἰκίην ὕλῃ HDT entourer la maison d’un amas de bois.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[νέω]]⁴.
}}
}}