ὁδουρός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁδουρός''': ὁ ἢ ἡ, [[ὁδηγός]], [[ὁδηγήτρια]], Εὐρ. Ἴων 1617. ΙΙ. λῃστὴς τῶν ὁδῶν (πρβλ. [[ὁδοσκοπέω]]), Σοφ. Ἀποσπ. 23˙ [[πειρατής]], Εὐρ. Ἀποσπ. 262. Πρβλ. [[κηπουρός]], [[οἰκουρός]].
|lstext='''ὁδουρός''': ὁ ἢ ἡ, [[ὁδηγός]], [[ὁδηγήτρια]], Εὐρ. Ἴων 1617. ΙΙ. λῃστὴς τῶν ὁδῶν (πρβλ. [[ὁδοσκοπέω]]), Σοφ. Ἀποσπ. 23˙ [[πειρατής]], Εὐρ. Ἀποσπ. 262. Πρβλ. [[κηπουρός]], [[οἰκουρός]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est en sentinelle sur une route;<br /><b>2</b> qui est en embuscade sur une route.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]], [[οὖρος]].
}}
}}