ψυχροπότης: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψυχροπότης''': -ου, ὁ, ὁ πίνων ψυχρὸν [[ὕδωρ]], Πλούτ. 2. 690Β, καὶ ὡς διάφορ. γραφ. ἀντὶ [[ψυχαπάτης]], ἐν Ἀνθ. Παλατ. 12. 81.
|lstext='''ψυχροπότης''': -ου, ὁ, ὁ πίνων ψυχρὸν [[ὕδωρ]], Πλούτ. 2. 690Β, καὶ ὡς διάφορ. γραφ. ἀντὶ [[ψυχαπάτης]], ἐν Ἀνθ. Παλατ. 12. 81.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui boit de l’eau fraîche <i>ou</i> froide.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχρός]], [[πίνω]].
}}
}}