γυμναστής: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γυμναστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀσκῶν τοὺς ἐξ ἐπαγγέλματος ἀθλητάς, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 20, Πλάτ. Νόμ. 720Ε, κτλ.· κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[παιδοτρίβης]], [[ὅστις]] ἐδίδασκε τὴν γυμναστικὴν εἰς τοὺς βουλομένους νὰ κατέχωσιν αὐτὴν ὡς [[μέρος]] τῆς ἐλευθερίου παιδείας, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 7· ἰατρὸς καὶ γ. ὁ αὐτ. Ἠθ. 10. 9, 15.
|lstext='''γυμναστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀσκῶν τοὺς ἐξ ἐπαγγέλματος ἀθλητάς, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 20, Πλάτ. Νόμ. 720Ε, κτλ.· κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[παιδοτρίβης]], [[ὅστις]] ἐδίδασκε τὴν γυμναστικὴν εἰς τοὺς βουλομένους νὰ κατέχωσιν αὐτὴν ὡς [[μέρος]] τῆς ἐλευθερίου παιδείας, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 7· ἰατρὸς καὶ γ. ὁ αὐτ. Ἠθ. 10. 9, 15.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />maître de gymnastique ; <i>particul.</i> gymnaste, chargé de l’enseignement aux athlètes.<br />'''Étymologie:''' [[γυμνάζω]].
}}
}}