προσορμίζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσορμίζω''': [[φέρω]] πλοῖόν τι εἰς ἀγκυροβολίαν ἢ πλησίον, Κνίδῳ προσορμίσαι [ἐξυπακ. τὴν ναῦν] Λουκ. Ἔρωτ. 11· οὕτω, πρ. τοῖς αἰγιαλοῖς Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 3· - ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀγκυροβολῶ πλησίον τόπου τινός, ἔα τὰς [[νέας]] πρὸς τὴν νῆσον προσορμίζεσθαι Ἡρόδ. 6. 97· πρὸς τούτους (δηλ. τοὺς λιμένας) μὴ προσορμίζου Δημ. 795. 15· ποῖ οὖν προσορμιούμεθα; ὁ αὐτ. 52. 28· προσορμισάμενος τῇ Σαμοθρᾴκῃ Πλουτ. Αἰμίλ. 26· οὕτω παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ παθ., προσορμισθεὶς τῷ αἰγιαλῷ Ἀρρ. Ἀν. 6. 20· τῇ Νάξῳ προσωρμίσθη Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 5, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ς´, 53· - μεταφορ., πρ. τοῖς μύθοις Φιλόστ. 717.
|lstext='''προσορμίζω''': [[φέρω]] πλοῖόν τι εἰς ἀγκυροβολίαν ἢ πλησίον, Κνίδῳ προσορμίσαι [ἐξυπακ. τὴν ναῦν] Λουκ. Ἔρωτ. 11· οὕτω, πρ. τοῖς αἰγιαλοῖς Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 3· - ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀγκυροβολῶ πλησίον τόπου τινός, ἔα τὰς [[νέας]] πρὸς τὴν νῆσον προσορμίζεσθαι Ἡρόδ. 6. 97· πρὸς τούτους (δηλ. τοὺς λιμένας) μὴ προσορμίζου Δημ. 795. 15· ποῖ οὖν προσορμιούμεθα; ὁ αὐτ. 52. 28· προσορμισάμενος τῇ Σαμοθρᾴκῃ Πλουτ. Αἰμίλ. 26· οὕτω παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ παθ., προσορμισθεὶς τῷ αἰγιαλῷ Ἀρρ. Ἀν. 6. 20· τῇ Νάξῳ προσωρμίσθη Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 5, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ς´, 53· - μεταφορ., πρ. τοῖς μύθοις Φιλόστ. 717.
}}
{{bailly
|btext=faire aborder ; <i>Pass.</i> aborder à, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσορμίζομαι (<i>f.</i> προσορμιοῦμαι) aborder au port, jeter l’ancre, mouiller près de, [[πρός]] et l’acc. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὁρμίζω]].
}}
}}