ἄπιστος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπιστος''': -ον, Ι. παθ., ὃν δὲν πρέπει νὰ πιστεύσῃ τις, ἢ νὰ ἐμπιστευθῇ εἰς αὐτόν, ἑπομ. 1) ἐπὶ προσώπ. καὶ τῶν πράξεων αὐτῶν, ὁ μὴ [[ἀξιόπιστος]], [[ἄπιστος]], ὑπερφίαλοι καὶ ἄπ. Ἰλ. Γ. 106· θεοῖσίν τ’ ἐχθρὲ καὶ ἀνθρώποισιν ἄπιστε Θέογν. 601· ἄπ. ὡς [[γυναικεῖον]] γένος Εὐρ. Ι. Τ. 1298· δολοπλοκίαι Θέογν. 226· ἄπ. ποιεῖν τινα, ὕποπτον, Ἡρόδ. 8. 22, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 7· ἄπ... ἑταιρείας λιμὴν Σοφ. Αἴ. 683, πρβλ. Φ. 867· θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος, ἀναξιόπιστον, ἀδικαιολόγητον πεποίθησιν ἔχων, Θουκ. 1. 120· ἤθη ἄπ. ἀβέβαια, ἀσταθῆ, Πλάτ. Νόμ. 705A, πρβλ. 775D: 2) ἐπὶ φήμης, καὶ τῶν ὁμοίων, ἀπίστευτος, Παρμεν. 76, Ἀρχίλ. 69, Πινδ. Ο. 1. 51, Ἡρόδ. 3. 80· [[τέρας]] Αἰσχύλ. Πρ. 832· ἄπ. καὶ [[πέρα]] κλύειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 416· ἄπ. ἐνόμιζον εἰ..., Φίλ. 2. 556· τὸ ἐλπίδων ἄπιστον, ὅ,τι τις δὲν δύναται νὰ πιστεύσῃ ἔτι καὶ ὡς ἐλπίδα. Σοφ. Φ. 868· [[πίστις]] ἀπιστοτάτη, Ἀνδοκ. 9. 32· οὕτω παρὰ Πλάτ., κτλ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ πιστεύων, μὴ ἐμπιστευόμενος, [[δύσπιστος]], φιλύποπτος, [[θυμός]] δέ τοι αἰὲν [[ἄπιστος]] Ὀδ. Ξ. 150· ὦτα… ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν, ἧττον πιστά, Ἡρόδ. 1. 8· [[ἄπιστος]] πρὸς Φίλιππον, [[δύσπιστος]], μὴ ἔχων ἐμπιστοσύνην πρὸς αὐτόν, Δημ. 349. 15· [[ἄπιστος]] εἶ… καὶ σαυτῷ, δὲν πιστεύεις οὐδ’ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σὺ λέγεις, Πλάτ. Ἀπολ. 26E· τὸ ἄπιστον = [[ἀπιστία]], Θουκ. 8. 66. β) ἐν τῇ Καιν. Διαθ., ὁ μὴ πιστεύων, [[ἄπιστος]], Ἐπ. π. Κορ. Α΄, Ϛ΄, 6 κ. ἀλλ. 2) ὁ μὴ ὑπακούων, [[παρήκοος]], Σοφ. Ἀποσπ. 553· [[μετὰ]] γεν., Αἰσχύλ. Θ. 875· ἔχειν ἄπιστον… ἀναρχίαν πόλει, ὅ ἐ. ἀναρχίαν ἔχειν ἀπειθοῦσαν τῇ πόλει, [[αὐτόθι]] 1030, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1476. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀπίστως. 1) παθ. κατὰ τρόπον οὐχὶ πιστευτόν, καὶ τὰ πολλὰ ὑπὸ χρόνου αὐτῶν ἀπίστως ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα Θουκ. 1. 21, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31. 8. 2) ἐνεργ. ὑπόπτως Θουκ. 3. 83.
|lstext='''ἄπιστος''': -ον, Ι. παθ., ὃν δὲν πρέπει νὰ πιστεύσῃ τις, ἢ νὰ ἐμπιστευθῇ εἰς αὐτόν, ἑπομ. 1) ἐπὶ προσώπ. καὶ τῶν πράξεων αὐτῶν, ὁ μὴ [[ἀξιόπιστος]], [[ἄπιστος]], ὑπερφίαλοι καὶ ἄπ. Ἰλ. Γ. 106· θεοῖσίν τ’ ἐχθρὲ καὶ ἀνθρώποισιν ἄπιστε Θέογν. 601· ἄπ. ὡς [[γυναικεῖον]] γένος Εὐρ. Ι. Τ. 1298· δολοπλοκίαι Θέογν. 226· ἄπ. ποιεῖν τινα, ὕποπτον, Ἡρόδ. 8. 22, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 7· ἄπ... ἑταιρείας λιμὴν Σοφ. Αἴ. 683, πρβλ. Φ. 867· θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος, ἀναξιόπιστον, ἀδικαιολόγητον πεποίθησιν ἔχων, Θουκ. 1. 120· ἤθη ἄπ. ἀβέβαια, ἀσταθῆ, Πλάτ. Νόμ. 705A, πρβλ. 775D: 2) ἐπὶ φήμης, καὶ τῶν ὁμοίων, ἀπίστευτος, Παρμεν. 76, Ἀρχίλ. 69, Πινδ. Ο. 1. 51, Ἡρόδ. 3. 80· [[τέρας]] Αἰσχύλ. Πρ. 832· ἄπ. καὶ [[πέρα]] κλύειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 416· ἄπ. ἐνόμιζον εἰ..., Φίλ. 2. 556· τὸ ἐλπίδων ἄπιστον, ὅ,τι τις δὲν δύναται νὰ πιστεύσῃ ἔτι καὶ ὡς ἐλπίδα. Σοφ. Φ. 868· [[πίστις]] ἀπιστοτάτη, Ἀνδοκ. 9. 32· οὕτω παρὰ Πλάτ., κτλ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ πιστεύων, μὴ ἐμπιστευόμενος, [[δύσπιστος]], φιλύποπτος, [[θυμός]] δέ τοι αἰὲν [[ἄπιστος]] Ὀδ. Ξ. 150· ὦτα… ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν, ἧττον πιστά, Ἡρόδ. 1. 8· [[ἄπιστος]] πρὸς Φίλιππον, [[δύσπιστος]], μὴ ἔχων ἐμπιστοσύνην πρὸς αὐτόν, Δημ. 349. 15· [[ἄπιστος]] εἶ… καὶ σαυτῷ, δὲν πιστεύεις οὐδ’ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σὺ λέγεις, Πλάτ. Ἀπολ. 26E· τὸ ἄπιστον = [[ἀπιστία]], Θουκ. 8. 66. β) ἐν τῇ Καιν. Διαθ., ὁ μὴ πιστεύων, [[ἄπιστος]], Ἐπ. π. Κορ. Α΄, Ϛ΄, 6 κ. ἀλλ. 2) ὁ μὴ ὑπακούων, [[παρήκοος]], Σοφ. Ἀποσπ. 553· [[μετὰ]] γεν., Αἰσχύλ. Θ. 875· ἔχειν ἄπιστον… ἀναρχίαν πόλει, ὅ ἐ. ἀναρχίαν ἔχειν ἀπειθοῦσαν τῇ πόλει, [[αὐτόθι]] 1030, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1476. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀπίστως. 1) παθ. κατὰ τρόπον οὐχὶ πιστευτόν, καὶ τὰ πολλὰ ὑπὸ χρόνου αὐτῶν ἀπίστως ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα Θουκ. 1. 21, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31. 8. 2) ἐνεργ. ὑπόπτως Θουκ. 3. 83.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui n’a pas foi, défiant, incrédule ; τὸ ἄπιστον défiance, incrédulité;<br /><b>2</b> désobéissant à, gén.;<br /><b>II. 1</b> indigne de foi, infidèle, perfide;<br /><b>2</b> incroyable, invraisemblable : ἀπίστους ἡδονάς EUR bonne nouvelle incroyable, inespérée.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πιστός]].
}}
}}