3,277,119
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφιπένομαι''': Ἐπ. ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ., [[πένομαι]] [[ἀμφί]] τινα, εἶμαι ἐνησχολημένος [[περί]] τινα, [[λαμβάνω]] τὴν φροντίδα τινός· μετ’ αἰτ. προσ., οἵ μευ πατέρ’ ἀμφεπένοντο Ὀδ. Ο. 467· ἰδίως ἐπὶ τῶν θεραπευόντων ἢ τῶν περιποιουμένων τραυματίαν, Ἰλ. Δ. 220, Π. 28, Ὀδ. Τ. 455. - Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[ἀλλά]], β) τὸν οὐ κύνες ἀμφεπένοντο, δὲν τὸν κατέφαγον οἱ σκύλοι, Ἰλ. Ψ. 184, πρβλ. Φ. 203. 2) μ. αἰτ. πράγμ., δῶρα... ἀμφ. Τ. 278. | |lstext='''ἀμφιπένομαι''': Ἐπ. ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ., [[πένομαι]] [[ἀμφί]] τινα, εἶμαι ἐνησχολημένος [[περί]] τινα, [[λαμβάνω]] τὴν φροντίδα τινός· μετ’ αἰτ. προσ., οἵ μευ πατέρ’ ἀμφεπένοντο Ὀδ. Ο. 467· ἰδίως ἐπὶ τῶν θεραπευόντων ἢ τῶν περιποιουμένων τραυματίαν, Ἰλ. Δ. 220, Π. 28, Ὀδ. Τ. 455. - Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[ἀλλά]], β) τὸν οὐ κύνες ἀμφεπένοντο, δὲν τὸν κατέφαγον οἱ σκύλοι, Ἰλ. Ψ. 184, πρβλ. Φ. 203. 2) μ. αἰτ. πράγμ., δῶρα... ἀμφ. Τ. 278. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἀμφεπενόμην;<br />prendre soin de, acc. ; <i>en mauv. part</i> s’acharner après.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[πένομαι]]. | |||
}} | }} |